Πραγματοποιήθηκε ψες, Τέταρτη , 15 Μαΐου 2019 η τελετή απονομής του Βραβείου «Γ.Φ. Πιερίδης», της Ένωσης Λογοτεχνών Κύπρου, στον ποιητή Κυριάκο Χαραλαμπίδη, σε μια κατάμεστη αίθουσα από κόσμο και ομότεχνους του και σε συγκινησιακά φορτισμένο κλίμα.
Η Ένωσης Λογοτεχνών Κύπρου ευχαριστεί πρωτίστως τον ποιητή, Κυριάκο Χαραλαμπίδη που στάθηκε η αιτία για αυτή την πετυχεμένη εκδήλωση απονομής του βραβείου “Γιώργος Φιλίππου Πιερίδης, στον ίδιο. Η Ένωσης Λογοτεχνών Κύπρου ευχαριστεί τους ομιλητές Αντώνη Πετρίδη και Γιώργο Μύαρη για τις εμπεριστατωμένες αναλύσεις τους. Τη Μαρίνα Πιερίδη, κεραμίστρια, κόρη του Γ.Φ. Πιερίδη, που συνέδεσε το όνομά της με τον θεσμό, αφού φιλοτεχνεί κάθε χρόνο το “σήμα κατατεθέν” αγαλματίδιο, αντίγραφο του Κυπριακού Μουσείου, που απονέμεται στους βραβευμένους. Τον Π. Παρασκευά, Διευθυντή των Π.Υ, που επέδωσε το βραβείο. Τον ΟΠΑΠ, και τον Διευθυντή του κ. Αλετράρη, που, πιστός στο σλόγκαν “για τον Αθλητισμό και τον Πολιτισμό”, επιχορηγηεί το βραβείο με χίλια ευρώ.
Το εκτόπισμά του Κυριάκου Χαραλαμπίδη ξεπερνά κατά πολύ τα όρια της Κύπρου, αλλά και του ελλαδικού χώρου. Η υψηλή αισθητική αξία της ποίησής του, οι δεκατρείς ποιητικές συλλογές του, βραβευμένες πολλάκις με Κρατικό Βραβείο στην ιδιαίτερή του πατρίδα μα και στην Ελλάδα, μεταφρασμένες σε πολλές ξένες γλώσσες, τον καθιστούν ως έναν από τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές της μεταπολεμικής και της μεταπολιτευτικής περιόδου. Είναι ίσως από τους ελάχιστους ποιητές του οποίου το έργο συνομιλεί τόσο εναργώς και πολυποίκιλα με την ευρύτερη παράδοση της ελληνικής ποίησης, από την αρχαιότητα έως και τους μεγάλους νεοελληνικούς σταθμούς της. Η ποίησή του έχει μελοποιηθεί από πολλούς μουσικούς και αγαπηθεί από τους αναγνώστες του στην Κύπρο και στην Ελλάδα. Ο ποιητής εξέδωσε ακόμη το βιβλίο «Ρωμανού του Μελωδού: Τρεις Ύμνοι» σε δική του μετάφραση και επιμέλεια, το οποίο απέσπασε το Βραβείο της Ελληνικής Εταιρείας Μεταφραστών Λογοτεχνίας. Προσφάτως κυκλοφόρησε ένα βιβλίο του με ποιήματα για παιδιά.
Ο δοκιμιακός λόγος του Κυριάκου Χαραλαμπίδη αγκαλιάζει πρόσωπα με ζέση, φωτίζει και μεγεθύνει θέματα από τον πάτριο χώρο, τον κυπριακό. Συγχρόνως εκτείνεται σε όλο το υπόστρωμα του ελληνικού, του ευρωπαϊκού και του παγκόσμιου πολιτισμού, με μια ξεχωριστή ενάργεια του πνεύματος και της ψυχής. Συνομιλεί εντυπωσιακά με σημαντικότατες και εμβληματικές μορφές των Κυπριακών και Ελληνικών Γραμμάτων.
Αγαπητοί συνάδελφοι, αγαπητοί φίλοι,
Όταν ο φίλος Χρήστος Χατζήπαπας μου ανακοίνωσε την απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Ένωσης Λογοτεχνών Κύπρου να με τιμήσει με το «ταπεινό», όπως σεμνά το αποκάλεσε, Βραβείο Γιώργου σε κείνα που έτυχε να λάβω, όντας «της τύχης ο αγαπητικός». Η φράση αυτή, «της τύχης ο αγαπητικός», είναι χαρακτηρισμός που έδωσε ο Σαίξπηρ στον Μάκμπεθ. Ελπίζω βέβαια να μην έχω κάποια στιγμή και το δικό του τέλος, γιατί κάποτε η τύχη αντιστρέφεται, αφού και οι θεοί, σύμφωνα με την αρχαιοελληνική αίσθηση των πραγμάτων, τιμωρούν ή παρεμβαίνουν, ακόμα και φθονούν εκείνον που προκλητικά υπερβαίνει το μέτρο. Άλλωστε η φανταχτερή αρματωσιά καλύπτει απλώς, αλλά δεν αποτρέπει, την παροδικότητα του ανθρώπου και τη φθαρτότητα του σώματος.
Εν πάση περιπτώσει, ένιωσα μια ικανοποίηση μπροστά σε τέτοια βράβευση για τους ακόλουθους λόγους: Είμαι στη δούλεψη της Ποίησης από τα εννιά μου χρόνια, και τώρα στα 79 μου αξιώνομαι να με υποδεχτούν οι ομότεχνοι μου. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη δικαίωση από τέτοιου είδους αποδοχή. Τα άλλα βραβεία, όσο εντυπωσιακά και να είναι, στερούνται του ανθρώπινου μεγέθους. Αξίζει όντως να υπογραμμίσουμε, με αυτή την ευκαιρία, το χρέος των επικεφαλής της λογοτεχνικής συντεχνίας να επισημαίνουν και να τιμούν τους «υπουργούς» της τέχνης, θέλω να πω τους «υπηρέτες του έργου», στο οποίο θεσπίστηκαν να είναι δοσμένοι με πάθος και πίστη, ως αφοσιωμένοι θεράποντες.
Δεύτερος λόγος, που με κάνει να σκιρτώ, είναι ότι το βραβείο φέρει το όνομα του Γιώργου Φιλίππου Πιερίδη, με τον οποίο με συνέδεε μια μοναδική φιλία, όπως το μαρτυρούν και τα κατατεθειμένα γι’ αυτόν άρθρα μου στη συλλογή δοκιμίων «Ολισθηρός ιστός». Τον πρωτοσυνάντησα ως μαθητής γυμνασίου, όταν δεχόμουν συστηματικά την υπεριώδη γνώση που μου πρόσφερε η υποδειγματική Δημοτική Βιβλιοθήκη Αμμοχώστου, της οποίας ιδρυτής και πρώτος διευθυντής ήταν αυτός. Η μεγάλη του ψυχή έδινε σε μένα, τον μαθητάκο, το δικαίωμα να συνομιλώ μαζί του και να αντλώ από τον ιλαρό ευπατρίδη τα άδολα και τα κρύφια της σοφίας του. Κάποτε είχα γράψει ότι οι δύο αγαθοποιοί δαίμονες της Αμμοχώστου ήταν ο γυμνασιάρχης Κυριάκος Χατζηιωάννου και ο συγγραφέας, βιβλιοθηκάριος και κηπουρός Γιώργος Φιλίππου Πιερίδης. Αυτοί στήριζαν το αέτωμα της πόλης και, θα τολμούσα να πω, ακόμα το στηρίζουν, γιατί αποτελούν το πνευματικό της αρχέτυπο και την ουσία του χαρακτήρα της, που υπερβαίνει τον χρόνο και διαιωνίζει τον κραδασμό. Τον κραδασμό μιας πόλης που μοσκοβολούσε ανθό πορτοκαλιού. Ο Γιώργος Περίδης είχε ένα περιβόλι εκεί, και τούτο πέρασε συμβολικά στο κλασικό διήγημά του «Ο πορτοκαλόκηπος».
Θα καταθέσω εδώ μια μαρτυρία για την αφετηρία του διηγήματος. Μου έλεγε λοιπόν ο Πιερίδης ότι ο θάνατος του παλικαριού, που δεν ονοματίζεται στον «Πορτοκαλόκηπο», είναι μια έμμεση αναφορά στον Πέτράκη Γιάλλουρο, τον αρχαγγελικό σημαιοφόρο του Ελληνικού Γυμνασίου Αμμοχώστου, που οι Άγγλοι τον σημάδεψαν με μια σφαίρα στην καρδιά. Πάντα υπαινικτικός και μετρημένος ο Πιερίδης, σταθμίζοντας την κάθε λέξη του, παρείχε ένα υπόδειγμα εγκράτειας κι εσωτερικού βάθους. Η ωριμότητά του εφάρμοζε στην πράξη την ανάγκη να κοιτάμε τον ουρανό με την καθαρότητα του παιδικού μας βλέμματος. Και ιδού η απόδειξη: Μια μέρα, αυτός ο χειροποίητος άνθρωπος, έφτιαξε με πολλή μαστοριά έναν μεγάλο χαρταετό. Τον έφτιαξε, είπε, για τον μικρό μου τότε γιο. Ύστερα πήγαμε σε κάτι υψώματα στην Παλλουριώτισσα για να τον πετάξουμε στον ουρανό. Με τι ενθουσιασμό ο Γιώργος Πιερίδης ξαμολούσε τον χαρταετό! Αργότερα μου εξομολογήθηκε ότι ο γιος μου υπήρξε το πρόσχημα, απλώς το άλλοθί του, για να φτιάξει και να πετάξει ένα χαρταετό που τον είχε από χρόνια καημό. «Άλλοι ξοδεύουν», είπε, «τον χρόνο τους και άλλοι τον κερδίζουν. Εμείς τον κερδίζουμε άμα στεκόμαστε παράμερα. Η δόξα είναι κουραστικό πράγμα, είναι αφόρητη». Αυτά από εκείνον. Το οξύμωρο είναι ότι απόψε μιλάμε για βραβείο, συνεπώς και για δόξα, στο όνομα του Γιώργου Φιλίππου Πιερίδη. Ωστόσο η επίκληση του ονόματός του αποτελεί και δέσμευση για μετρημένη συμπεριφορά.
Τρίτος λόγος για τον οποίο αποδέχομαι το βραβείο είναι η συγκαταβατική κατανόηση της σχετικότητας της ζωής, έτσι που να αίρεται ή έστω να αμβλύνεται η οίηση που θα μπορούσε αυτό δυνητικά να προκαλέσει. Η παράλληλη επίγνωση της ματαιότητας μπορεί ευεργετικά να συμβάλει στη συνειδητή αποδόμηση παντός βραβείου. Ίσως αξίζει να ανατρέξω σε κάτι που μου είπε κάποτε ο θεσσαλονικιός συγγραφέας Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης: «Μην λαμβάνεις τόσο σοβαρά υπόψη τον εαυτό σου», προφανώς εννοώντας ότι η σπουδαιοφάνεια καθιστά μάλλον αστείους τους φορείς της, πράγμα που το αντιλήφθηκε πλήρως η αριστοφανική αλλά και η μολιερική κωμωδία. Κάποτε, σε ένα ποίημά μου με τίτλο «Απονομή βραβείων», έλεγα: «Πρώτον βραβείον εις τον νεκρόν./ Δεύτερον βραβείον εις τον ημιθανή. / Τρίτον βραβείον εις τον ζώντα. / […] Πρώτος επιλαχών ο ευσταλής/ –προς γνώσιν και συμμόρφωσιν των ιθυνόντων/ τη μοίρα της αστείας ζωής». Το ποίημα, γραμμένο το 1969, πριν πενήντα χρόνια ακριβώς, φανερώνει πόσο παλαιά είναι η πεποίθησή μου για τα βραβεία, που είτε δίδονται ορθά είτε όχι, πάντοτε λοξοδρομούν ως προς την ουσία της ζωής. Γιατί με τη λέξη «ζώντα» εννοούσα όχι βέβαια εκείνον που ζει και ανασαίνει βιολογικά, παρά εκείνον που κατέχει την τέχνη του υπάρχειν. Κανένα βραβείο και κανένα διακοσμητικό παράσημο δεν είναι άξιο να προσθέσει οντολογική διάσταση και βάθος πνευματικό στην ύπαρξή μας. Μάλλον θα έλεγα πως αφαιρεί και μας εκθέτει στον κίνδυνο του ναρκισσισμού και της αυτοπάθειας.
Αφήνουμε λοιπόν τα βραβεία, που αν έχουν κάτι καλό να προσφέρουν, είναι τελικά η αυτοδέσμευση του αποδέκτη να βαδίσει με συνέπεια στο έργο του, μη προδίδοντας προσδοκίες άλλων και κυρίως αυτό που του ετάχθη. Το πιο σημαντικό είναι να ζει κανείς «σ’ ώρα δική του που κανείς άγγελος δεν την ξέρει», όπως διατυπώθηκε ποιητικά, και να πετυχαίνει εν εαυτώ την αναγνωρισή του. Το βαθύτερο ζητούμενο της τέχνης είναι η γνώση του εαυτού μας, όχι η γνώση (αν όχι και η άγνοια) των άλλων για μας. Πώς το λέει ο Μανόλης Αναγνωστάκης: «Και περπατούσα μέσα στη νύχτα, χωρίς να γνωρίζω κανέναν κι ούτε κανένας με γνώριζε». Αυτό είναι μια δύναμη και ένα κέρδος, που έχει να κάνει με την αστραπή της θεότητος, με κείνη τη σολωμική κατάσταση, την καίρια στιγμή της πάλης με το θηρίο. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή υπερβαίνεται η ευπάθεια του σώματος, και καθετί πεπερασμένο, μες από την «αναγνώριση» της ψυχής που ανδρούται καθώς αντιστέκεται. Τα παραδείγματα πολλά, όχι μονάχα από τις θυσιαστικές στιγμές ηρώων του δικού μας ή οποιου άλλου απελευθερωτικού αγώνα, παρά και από τους απλούς καθημερινούς ανθρώπους, που η υπέρτατη αξία τους είναι αυτό που λέει ο Πιραντέλλο: να παραμένουν ήρωες την κάθε στιγμή της ζωής τους. Αγαπητοί συνάδελφοι και φίλοι, ζούμε σε μια μοιρασμένη πατρίδα, σε τούτο το σταυρικό σημείο του κόσμου, με όλη την γεωγραφική και την ιστορική του σεισμογένεια. Ωστόσο δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι τα εθνικά, τα γεωπολιτικά, τα ιστορικά, τα οικονομικά, τα κοινωνικά και όλα τα άλλα προβλήματα μπορεί να ισχύουν σε μεγαλύτερη κλίμακα για ογκωδέστερους λαούς. Δεν είναι τα προβλήματα που καθορίζουν τις αξίες της ζωής· είναι το όραμα και η απουσία του, είναι η ανάγκη για το πέραν, το εκτός ημών, είναι η διάσταση και η κατακύρωση που δίνει ο άνθρωπος στην ίδια την υπόστασή του – είναι, με άλλα λόγια, εκείνο που τον «διεκτείνει».
Μια θεωρία περί του Σύμπαντος, που διάβαζα πρόσφατα, υποστηρίζει ότι δεν υπάρχει κέντρο μέσα σε αυτό: όλα τα σημεία του –ασφαλώς και η γη και κάθε στίγμα της– αποτελούν δυνητικά ένα κέντρο ως προς τον άπειρο Κόσμο της Δημιουργίας. Υπό αυτή την έννοια είμαστε σχεδόν ισοδύναμοι με τις μεγάλες δυνάμεις, εφόσον η Ιδέα, από όπου κατά τον Διονύσιο Σολωμό εκπορεύονται «οι μεγάλες ουσίες», έχει το ελεύθερο να στήνει το κοντάρι της και στο νησί μας, κι από εδώ να «απλώνει βαθμηδόν τους κύκλους της». Με τούτο διαφαίνεται και η παιδευτική σημασία της τέχνης, που χρέος της είναι να συμβάλει στη αναμόρφωση του ανθρώπινου κάλλους, την καλλιέργεια εκλεκτής εκλεπτυσμένης συγκίνησης, εντέλει το σμίλεμα περίτεχνης ψυχής. Μόνο μια τέτοια ψυχή μπορεί να συλλαμβάνει με απόλυτη «συναισθησία» την απροσδιοριστία του αύριο, να νιώθει την τραγικότητα της ζωής, τον κίνδυνο που απειλεί το ανθρώπινο είδος (όχι μόνο τον εγκάτοικο της Κύπρου) και να σφυρηλατεί δεσμό και διάλογο με τον Κόσμο. Συνεπίκουρα είναι και τα λόγια του Μάνου Χατζιδάκι. Προσέξτε τι είπε: «Η αληθινή Παιδεία πολλαπλασιάζει τα ε ρ ω τ ή μ α τ α και την α ν α σ φ ά λ ε ι α, κατασκευάζει ελεύθερους και ανυπότακτους πολίτες, μη χρήσιμους για το ευτελές παιχνίδι των κομμάτων και της πολιτικής». Ο άνθρωπος επομένως εκτυπώνει απάνω στην ψυχή του τα διαπιστευτήρια του ατομικού του πολιτισμού. Αν το γενικεύσουμε, τότε όλοι μαζί συγκροτούμε και εκπέμπουμε προς κάθε κατεύθυνση την πολιτισμική μας περιουσία, και σε τούτο η ευθύνη μας είναι μεγαλύτερη, γιατί επιμεριζόμαστε την πατρίδα μας.
Επιθυμώ, καταλήγοντας, να υπενθυμίσω τ’ ακροτελεύτια λόγια της αντιφώνησής μου στο πρόσφατο συνέδριο, που είχε την πρωτοβουλία και την τόλμη να οργανώσει το Ανοικτό Πανεπιστήμιο Κύπρου για το έργο μου. Τα μεταφέρω και εδώ, γιατί προσδιορίζουν τον οδοδείχτη και κωδικοποιούν το χρέος –όχι μόνο το δικό μου– για την περαιτέρω πορεία μας: «Μας δόθηκε η χάρις να ανήκουμε σε όλο τον κόσμο και σε όλη την κλίμακα της ευαισθησίας, γιατί η ποίηση δεν είναι άλλο από αυτό. Κι αν ακόμα εμφανίζει στοιχεία εθνικής εντοπιότητας, δεν παύει να μετριέται κατά το ήθος και την ποιότητά της, από την οποία απορρέει η ουσιαστική της οικουμενικότητα. Η πατρίδα και το έθνος συνιστούν τα δομικά μας στοιχεία, με τα οποία αποκτούμε ένα πρόσωπο και συγκεκριμένη υπόσταση, έτσι ώστε να έχουμε κάπου να πατάμε, για να μπορούμε, ανάλογα με το χρέος και το ταλέντο μας, να τα υπερβαίνουμε σε πανανθρώπινη κλίμακα».
Ευχαριστώ πολύ για την τιμή που μου κάνατε, και για την προσοχή σας.
ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗΣ
Ο ποιητής που βραβεύεται απόψε και ο διηγηματογράφος του οποίου το όνομα κοσμεί το βραβείο δεν ήταν άγνωστοι μεταξύ τους. Την προσωπική και κυρίως την πνευματική τους σχέση περιγράφει ο ίδιος ο ποιητής στο δοκίμιό του «Χαβάγκα Γιώργος», που αναδημοσιεύεται στον πρώτο τόμο του Ολισθηρού Ιστού.(1)
Γνωρίστηκαν, λέει, στην Αμμόχωστο. Σεβάσμιος διευθυντής της Δημοτικής Βιβλιοθήκης και Πινακοθήκης ο Γιώργος Φιλίππου Πιερίδης (1904-1999), με τα πρώτα του συγγραφικά παράσημα, αλλά χωρίς να έχει συνθέσει ακόμη το opusmagnum, την Τετραλογία των καιρών• έφηβος μαθητής του Α᾽ Γυμνασίου Αμμοχώστου ο Χαραλαμπίδης, βυθισμένος σε φιλολογικά διαβάσματα, θρησκευτικές αναζητήσεις και εθνικές εξάρσεις. Αριστερός και διεθνιστής ο Πιερίδης, έχοντας ζήσει τέσσερις και πλέον δεκαετίες της ζωής του στην κοσμοπολίτικη Αίγυπτο· άγουρο ακόμη παιδί του καιρού και του τόπου του ο Χαραλαμπίδης, αλλά με τις κεραίες ήδη συντονισμένες προς το πλατύτερο και βαθύτερο μήνυμα. Συναντιόντουσαν, πού αλλού, στη Βιβλιοθήκη, μιλούσαν για την τέχνη, την αγιότητα, τη στάση του πνευματικού ανθρώπου, τη λύτρωση που ενέχεται στο να κάνεις «αυτό που ενετάλης» με ταπεινοφροσύνη, τιμιότητα και ευγένεια.
Ο μαθητής Χαραλαμπίδης ανδρώνεται βλέποντας, λέει, την Αμμόχωστο σαν ένα αέτωμα, που στηρίζεται σε δυο κολώνες: η μία ήταν ο Πιερίδης, η άλλη ο γυμνασιάρχης Κυριάκος Χατζηιωάννου.(2) Οι δύο αυτές μορφές συμβολίζουν επίσης, θα έλεγα, τα δύο ρεύματα που συμβάλλουν στον ποιητικό ποταμό του Χαραλαμπίδη ήδη από την Πρώτη Πηγή (1961): από τη μια, ένας λεπταίσθητος ανθρωπισμός (σαν του Πιερίδη), που βλέπει στη μικροπινελιά της ζωής (δυο γαλάζια γοβάκια,(3) ένα παιδί με μια φωτογραφία κρατημένη ανάποδα(4) ) την πεμπτουσία της Ιστορίας· κι από την άλλη, το γιγάντιο πλην γυμνασμένο και οικονομημένο σώμα μιας doctrinaphilologica (σαν του Χατζηιωάννου), που επιτρέπει στον ποιητή να περιηγείται την Ιστορία και τη Γλώσσα στη διαχρονία τους με την ίδια άνεση που περιφερόταν παιδί στην οδό Πνυταγόρου, «ανάμεσα Τίμιο Σταυρό και Αγία Ζώνη»·(5) να αναμειγνύει και έτσι να αναπλάθει με φυσικότητα τη γλώσσα των σύγχρονων Κυπρίων με τη γλώσσα του Σεφέρη, του Καβάφη, του Ρωμανού, του Αισχύλου ή του Ομήρου.
Πιερίδης και Χαραλαμπίδης συναντώνται απόψε ξανά σε αυτή την τελετή βράβευσης, τη δέκατη στην ιστορία του βραβείου(6) —κολώνες και οι δυο όχι των γραμμάτων μας μόνο, αλλά γενικότερα μιας «άλλης Κύπρου» (για να θυμηθούμε τον υπότιτλο των Ασάλευτων καιρών)—της Κύπρου της πνευματικής αρχοντιάς, της χωνεμένης και άρα γαλήνιας, επιεικούς και δοτικής συναίσθησης της αυταξίας.
Κάποτε ρωτήθηκα γιατί θεωρώ τον Χαραλαμπίδη μείζονα πανελλήνιο ποιητή και κατ᾽ επέκταση ποια προσόντα θα διέκριναν αντικειμενικότερα, πέρα από την παροδική συγκίνηση, μείζονες και ελάσσονες λογοτέχνες. Η εποχή των κοινωνικών δικτύων εκδημοκρατικοποίησε μεν τη λογοτεχνική κριτική, αλλά αντί να οδηγήσει σε πιο ισόρροπες κρίσεις προκάλεσε ακόμη πιο ανυπόφορο πληθωρισμό υπερθετικών. Προτιμώ, προσωπικά, να περιγράφω παρά να χαρακτηρίζω. Κατά τη γνώμη μου, λοιπόν, ο μεγάλος ποιητής είναι κατά κανόνα: ογκώδης, πολυσχιδής και πολυτροπικός, ποιητής του σπουδαστηρίου αλλά και των μαζών, πάνω από όλα ποιητής εθνικός, εκμαγείο δηλαδή της συλλογικής συνείδησης σε μια δεδομένη περίοδο της ιστορίας. Δεν είναι δύσκολο να τεκμηριωθεί, παρά τον ελάχιστο χρόνο μας, πως όλα τα παραπάνω χαρακτηριστικά εντοπίζονται στην ποίηση του Χαραλαμπίδη.
Χαρακτηρίζω ένα ποιητή ογκώδη, παίζοντας με την έννοια που απέδιδαν στον ὄγκον οι αρχαίοι κριτικοί,(7) όταν από τα πρώτα του κιόλας βήματα—και με αυξανόμενη πεποίθηση προϊόντος του χρόνου—αναγνώστες και ομότεχνοί του αναγνωρίζουν, αναγκάζονται να αναγνωρίσουν, ότι μπροστά τους εξελίσσεται ένα φαινόμενο που δύναται να υπερβεί τον χώρο και τον χρόνο.
Δεν είναι τόσο τα βραβεία, οι κριτικές ή οι επίσημες διακρίσεις (γραμματολογικοί δείκτες με σχετική αξία) που καθορίζουν αυτή την αίσθηση. Είναι, πολύ πιο εύγλωττα, η ενόραση μυστών που ψυχανεμίζονται τους μύστες («να παραμερίσουμε ποιητή, για να περάσεις», έγραψε ο Παλαμάς για τον Ρίτσο ήδη το 1937)· είναι οι αυθόρμητες εκείνες τομές στον ιστορικό χρόνο, που προκύπτουν λόγου χάριν όταν μέσα στη νύχτα της Κατοχής η κηδεία ενός Παλαμά γίνεται παλλαϊκό συλλαλητήριο και η νεκρολογία ενός Σικελιανού εγερτήριο σάλπισμαπάνω από το φέρετρο («Ηχήστε οι σάλπιγγες…»)· είναι, τρίτο και τελευταίο παράδειγμα, η δωρική κατηγορηματικότητα μιας λιτής Δήλωσης και επιθανατίου ποιήματος, που θυμίζει τις προφητείες των θνησκόντων ηρώων του Ομήρου και δείχνει πόσο διαπεραστικός μπορεί να γίνει ο λόγος, όταν οξύνεται από το ένστικτο της Τραγωδίας («Επί ασπαλάθων»).
Οι «ογκώδεις» επιβάλλουν συνήθως την παρουσία τους εξ απαλών ποιητικών ονύχων, κάποτε με χειρονομίες που σε άλλους θα μοιάζαν υπερφίαλες αλλά που εδώ φαίνονται σχεδόν νομοτελειακές, όπως όταν ένας τριαντάχρονος πρωτοεμφανιζόμενος τιτλοφορεί την παρθενικήποιητική συλλογή του Στροφή· ή όταν ένας φτασμένος ποιητήςγράφει για τον νεώτατο συνάδελφό του πρόλογο με την εκ πρώτης όψεως υπέρκομπηιαχή «Άξιος»·(8)ή όταν ένας Ακαδημαϊκός, δύο χρόνια πριν πεθάνει ο ίδιος, σχεδόν σαν ακροτελεύτια προσφορά στην τέχνη, υποβάλλει με προσωπική πρωτοβουλία και εν αγνοία του ενδιαφερομένου το έργο του για βράβευση (αναφέρομαι, βεβαίως, στον Νικηφόρο Βρεττάκο και τη βράβευση του Θόλου).(9)
Πρωτίστως, βέβαια, ο ὄγκος προκύπτει μέσα από το έργο αφ᾽ εαυτού, την ασυνήθιστη, ενίοτε και ενοχλητική, αυτοσυνείδηση της ποιητικής εξουσίας με την οποία, λόγου χάριν, ένας τίτλος δύο λέξεων, Αχαιών Ακτή, γίνεται σύμβολο απώλειας χιλιετιών ιστορίας· ή ένας άλλος αποτυπώνει το αναπαλλοτρίωτο, υπερούσιο και εν τέλει έμψυχο των λέξεων πέρα από την επιφανειακή φθορά (Αιγιαλούσης Επίσκεψις)· ή ένας τρίτος τίτλος καθίσταται, επιβλητικός και συνάμα παράδοξος, το πνευματικό λογότυπο μιας ολόκληρης πόλης καταδικασμένης σε υπαρξιακή αφασία, σύνδεσμός της και με την προαιώνια δόξα και με την προαιώνια αβελτηρία «των Πανελλήνων», (10) θρήνος για πόλη ως απώλεια πανανθρώπινη αλλά πάντα αυστηρά προσωπική: Αμμόχωστος Βασιλεύουσα. Για να παραφράσουμε και τον Γιώργο Ιωάννου,ο «ογκώδης» ποιητής έχει πάντοτε, αφετηριακά κιόλας, τη βεβαιότητα του Προορισμένου. (11)
Ογκώδης και εμβληματικός ποιητής ο Χαραλαμπίδης. Ταυτόχρονα, ποιητής πρωτεϊκός, που το έργο του τελεί σε διαρκή ανανέωση και εξέλιξη, παρότι διάγει πια το ογδοηκοστό έτος της ηλικίας του—κι αυτό όχι απλά επειδή συνεχίζει να γράφει, αλλά γιατί η πρόσφατη γραφή του προσελκύει το ενδιαφέρον των αναγνωστών και των μελετητών ίσως και περισσότερο από ό,τι τα μεγάλα έργα του παρελθόντος.
Ο Χαραλαμπίδης τελεί αυτή τη στιγμή στην εξελισσόμενη τέταρτη φάση της ποιητικής του διαδρομής.(12) Από τις είκοσι και πλέον ανακοινώσεις που εκφωνήθηκαν στο πρόσφατο συνέδριο προς τιμήν του,(13) περίπου τρεις στις τέσσερις ασχολήθηκαν με τις συλλογές που προσωπικά κατατάσσω στην τέταρτη φάση του (από τον Ίμερο, δηλαδή, του 2012, και εξής), ενώ σε πολλές περιπτώσεις συζητήθηκαν ποιήματα που είτε δεν έχουν δημοσιευθεί ακόμη είτε παραμένουν αθησαύριστα. Μία από τις ανακοινώσεις του συνεδρίου μάλιστα ενέκυψε στη μεγαλύτερη έκπληξη που είχε να μας παρουσιάσει μέχρι σήμερα ο ποιητής, τη συλλογή Σαλιγκάρι και Φεγγάρι (2018). (14) Ο Χαραλαμπίδης των υψηλών επικολυρικών τόνων, της σαρδόνειας ειρωνείας, της κρουστής γλωσσικής διαστρωμάτωσης, της πυκνής αναφορικότητας κατά τον τρόπο των μοντερνιστών, ο θεωρούμενος από ορισμένους επικριτές ως «στρυφνός», «σκοτεινός» και «απρόσιτος» ύστερος Χαραλαμπίδης, επανεφευρίσκει ξανά τον εαυτό του και ως πλάστη (απαιτητικών!) ποιημάτων για παιδιά.
Κοντά στην πρωτεϊκότητα και η πολυτροπικότητα, η καλλιέργεια μιας ιλιγγιώδους ποικιλίας των πιο αλλιώτικων εκφραστικών μέσων και μορφών, όχι μόνο στην ιστορική εξέλιξη του έργου αλλά και στο εσωτερικό μιας και μόνης συλλογής, ενός και μόνου ποιήματος. Αρκεί ένα ξεφύλλισμα στον πρόσφατο τόμο του Ίκαρου, για να εντοπίσει κανείς ότι και στο μορφολογικό και υφολογικό επίπεδο η γραφή του Χαραλαμπίδη εγκολπώνεται τους ποικίλους τρόπους της νεοελληνικής ποίησης. Ποιήματα γραμμένα με τον τρόπο του Σεφέρη ή του Έλιοτ συμπαρατίθενται με ποιήματα καβαφότροπα ή με υπερρεαλίζουσες συλλήψεις, που αναπτύσσουν, φυσικά, πάντοτε μια ευδιάκριτη προσωπική, χαραλαμπίδεια ταυτότητα. Στις τελευταίες συλλογές επανέρχεται η μεταφυσική και το ύφος του Παπατσώνη, ενώ δεν λείπουν ποιήματα γραμμένα με ύφος σκωπτικό ή παιγνιώδες. Ο Χαραλαμπίδης γράφει άλλοτε ποιήματα-ποταμούς, που εκτείνονται σε πολλές τυπωμένες σελίδες, άλλοτε ποιήματα επιγραμματικά, ολιγόστιχα, στους δρόμους του Ρίτσου ή του Μόντη· ποιήματα σε παραδοσιακό μέτρο αλλά με γλώσσα και εικονοπλασία (μετά) μοντέρνες και ποιήματα που αναπαράγουν το κλίμα των δημοτικών τραγουδιών (των παραλογών, του μοιρολογιού, των τραγουδιών της τάβλας κ.λπ.)· σύγχρονα έμμετρα επύλλια, που μοιάζουν βγαλμένα κατευθείαν από τον κόσμο της ελληνιστικής παράδοσης, και ελευθερόστιχα μυθολογικά ποιήματα, που στην έκταση, τη φιλοδοξία, τη θεατρικότητα και την ανατρεπτική τους ματιά θυμίζουν ακόμη και τους δραματικούς μονολόγους της Τέταρτης Διάστασης του Ρίτσου ή τα μυθολογικά μονόπρακτα του Ιάκωβου Καμπανέλλη· ποιήματα σε γλώσσα σύμμεικτη, με στοιχεία διατοπικότητας και διαχρονικότητας, αλλά και ποιήματα σε «καθαρή» κυπριακή διάλεκτο γραμμένα, κόντρα στην παλαιότερη παράδοση, σε ελεύθερο στίχο. Στο ερώτημα «τί ὄνομά σοι;» ο ποιητικός δαίμονας του Χαραλαμπίδη θα αποκρινόταν όπως ο ευαγγελικός εκείνος: λεγεὼν ὄνομά μοι, ὅτι πολλοί ἐσμεν (Κατὰ Μάρκον Εὐαγγέλιον, 5.9).
Αυτή η πρωτεϊκότητα και πολυτροπικότητα, η πεποίθηση της θέσης του στην Ιστορία και της μεταφυσικής αποστολής του Ποιητή ως σκεύους εκλογής, καθιστούν τον Χαραλαμπίδη ιδανικό ακαδημαϊκό αντικείμενο—ποιητή, δηλαδή, ιδιαζόντως πρόσφορο για ασκήσεις σπουδαστηριακής ανατομίας. Τα άρθρα, οι μονογραφίες, οι μεταπτυχιακές και διδακτορικές διατριβές, οι επιστημονικές ημερίδες και τα ακαδημαϊκά συνέδρια για το έργο του πληθαίνουν. Ο Χαραλαμπίδης όμως είναι συγχρόνως ποιητής διεισδυτικός, που υπερβαίνει το σπουδαστήριο και διαχέεται στις μάζες είτε χάρη στη συμπερίληψή του στον σχολικό κανόνα είτε χάρη στις μελοποιήσεις των ποιημάτων του είτε χάρη στον προαναφερθέντα εμβληματικό χαρακτήρα των τριών μεταεισβολικών του συλλογών είτε, κι αυτό δεν είναι αμελητέο, χάρη στη σαγήνη της ίδιας της προσωπικότητάς του, τη γλυκύτητα της παρουσίας και της φωνής του, που δεν είναι άσχετη και με την επαγγελματική του σταδιοδρομία ως λειτουργού του ραδιοφώνου. Αν μου ζητούσαν να συγκροτήσω τη χρυσή πεντάδα των μεγάλων μας ποιητών που ήξεραν να απαγγέλλουν τα ποιήματά τους, θα έλεγα: Σικελιανός, Ρίτσος, Λειβαδίτης, Κατερίνα Γώγου, Χαραλαμπίδης.
Πάνω από όλα, όμως, ο Χαραλαμπίδης είναι ποιητής Εθνικός, όχι με τον τρόπο του Σολωμού, του Παλαμά ή του Σεφέρη και όχι—ή όχι κυρίως—για την ποιητική απόσταξη του κυπριακού δράματος. «Ένα από τα διακριτικά γνωρίσματα της ποίησής του», γράφει ο Ευριπίδης Γαραντούδης, είναι ακριβώς «η σύνθεση των εννοιών που σχηματικά ονομάζουμε ελλαδικότητα και κυπριακότητα σ’ ένα καθολικό αίσθημα και νόημα ελληνικότητας». Ο Χαραλαμπίδης, συμπληρώνει ο Γαραντούδης, «προβάλλει και μνημειώνει τη σκληρή μοίρα, τις αντιξοότητες, τις δυσκολίες και τις αδικίες που χαρακτηρίζουν τη διαχρονική πορεία του ελληνισμού, ιδίως του κυπριακού ελληνισμού, μέσα από τις συμπληγάδες της Ιστορίας», καταφέρνοντας να συγκεράσει τους τόπους, τους χρόνους και τους καημούς της ρωμιοσύνης «στη βαθιά ουμανιστική και υπερεθνική διάσταση της ποίησής του», που εκτινάσσεται «από την ειδική στη γενική πατρίδα».(15) Πρωτίστως, ο Χαραλαμπίδης αντιλαμβάνεται την ελληνικότητα ως στοιχείο συμφυές με την Τραγωδία και την Τραγωδία ως «τύχη αγαθή», γιατί οδηγεί σε εγκάρσιες τομές στα βάθη του εγώ και σεισμικές πλην πάμφωτες αυτοανακαλύψεις.
Και επειδή «εθνικόν είναι το αληθές», κλείνω την αποψινή αναφορά μου με ένα ποίημα που, είμαι βέβαιος, θα έκανε τον Γιώργο Φιλίππου Πιερίδη (και τον Σεφέρη) να δακρύσουν πικρά. Το ποίημα δημοσιεύεται στη Γλώσσα της Υφαντικής(2013): (16)
ΚΑΘΩΣ ΧΡΥΣΙΖΕΙ ΑΥΓΗ (ΕΚΚΟΛΑΨΗ)
Εκτός κι αν η μορφή του αγγέλου είναι
του σατανά η αναίδεια, για να μην πω
βαρύτερο ένα λόγο
και τη λερή πικράνω
περιστεριώνε φουστανέλα.
Στη μνήμη και στο θάνατο υστερείς,
αγαπητό παιδί μου• δεν ευθύνεσαι
παρά γιατί γεννήθηκες αθώος,
το δάσκαλό σου αφήνοντας προσώρας να στρεβλώσει
τα δικαιώματα της ιστορίας.
Και σου ’μεινε στο χέρι το δεξί
μια τρομερή σημαία, όπως κουνά
τ’ αριστερό της χέρι αγκυλωμένο
εισέ σταυρό π’ αντλεί τη δύναμή του
από του φύρερ το μουστάκι.
Πώς πέφτουν τ’ άνθια πάνω της
—κεφάλια στην ποδιά της—
και δροσερά γαρούφαλα
που παίρνει στο λαιμό της;
( 1) Κ. Χαραλαμπίδης, Ολισθηρός ιστός, τόμ. Α᾽, Αθήνα: Εκδόσεις Άγρα 2009, σσ. 165-77. Στον Γιώργο Φιλίππου Πιερίδη αναφέρεται αναλυτικά και τοδοκίμιο «Καλωσορίζοντας ένα φίλο», που ακολουθεί το «Χαβάγκα Γιώργος» στον ίδιο τόμο (σσ. 178-83).
(2) Στο δοκίμιο «Ελθέ το στέφος το αμαράντινον» (Ολισθηρός ιστός, τόμ. Β᾽, σ. 235) ο Χαραλαμπίδης αποκαλεί τους Πιερίδη και Χατζηιωάννου, πρώτους από σειρά άλλων, «αγαθοποιούς δαίμονες» της Αμμοχώστου.
( 3) Βλ. Γ. Φ. Πιερίδης, «Τα γαλάζια γοβάκια», Η τετραλογία των καιρών: Ασάλευτοι καιροί, Λευκωσία: Εκδόσεις Πολιτιστικού Ιδρύματος Τράπεζας Κύπρου 1989, σσ. 71-82 (πρώτη έκδοση 1966).
(4) Κ. Χαραλαμπίδης, «Παιδί με μια φωτογραφία», Θόλος, Αθήνα: Εκδόσεις Ερμής 11989,Εκδόσεις Άγρα 21998, σ. 11 = Ποιήματα, σ. 287.
(5) K. Χαραλαμπίδης, «Αρχή Ινδίκτου», Αμμόχωστος Βασιλεύουσα, Αθήνα: Εκδόσεις Ερμής 1982, σ. 36 = Κ. Χαραλαμπίδης, Ποιήματα 1961-2017, Αθήνα: Εκδόσεις Ίκαρος 2019, σσ. 213-4.
(6) Βλ. Ένωση Λογοτεχνών Κύπρου, «Βραβείο Γιώργου Φιλίππου Πιερίδη: Η θεσμοθέτηση του βραβείου», URL: https://www.writersunioncy.org/anakoinosis/32-vraveio-giorgou-filippou-pieridi#2018-kostas-vasileiou, ημερ. τελ. πρ. 18 Μαΐου 2019.
(7) Με τον όρο ὄγκοςοι αρχαίοι θεωρητικοί της ρητορικής περιέγραφαν ειδικότερα το υψηλό και μεγαλοπρεπές ύφος (ὄγκος τῆς λέξεως, Αριστοτέλης, Ῥητορική,1407b26• ὁ δεινὸς χαρακτήρ, που διαθέτει ὄγκον καὶ μέγεθος, ψευδ.-Δημήτριος, Περὶἑρμηνείας, 36).
(8) Ο Τάκης Παπατσώνης, που χαιρέτισε με αυτό τον τρόπο τη συλλογή του Χαραλαμπίδη Η άγνοια του νερού (1967).
(9) Στην πρωτοβουλία αυτή του Βρεττάκου αναφέρεται ο Χαραλαμπίδης σε συνέντευξη που παραχώρησε σε μαθητές και μαθήτριες του Παγκυπρίου Γυμνασίου το 2001 (Ολισθηρός ιστός, Τόμ. Β᾽, 283-94, στις σσ. 289-91).
(10) Βλ. Κ. Χαραλαμπίδης, «Το στοιχείο του νερού», Αμμόχωστος Βασιλεύουσα, σ. 50 ( = Ποιήματα, σ. 223).
(11) Λοξή αναφορά στο αφήγημα του Γιώργου Ιωάννου «Τα εβραίικα μνήματα» (Για ένα φιλότιμο, Αθήνα: Εκδόσεις Κέδρος 1964), όπου η έννοια του προορισμένου, φυσικά, έχει σημασία ψυχοσεξουαλική.
(12) Για αυτή την απόπειρα περιοδολόγησης, βλ. Α. Κ. Πετρίδης, «Χαραλαμπίδης σκώπτων: Νέες χρήσεις της μεθιστορικής μεθόδου προς σχολιασμό της άμεσης επικαιρότητας στις όψιμες συλλογές του Κυριάκου Χαραλαμπίδη», Θέματα Λογοτεχνίας (Μάιος 2019), υπό δημοσίευση.
(13) Κυριάκου Χαραλαμπίδη Επίσκεψις: ρετροσπεκτίβα στο έργο του ποιητή των ευρέων ελληνικών οριζόντων», Ανοικτό Πανεπιστήμιο Κύπρου, 31 Ιανουαρίου – 2 Φεβρουαρίου 2019. Ιστοσελίδα συνεδρίου: http://www.ouc.ac.cy/web/guest/other/charalambides-conf. Οι ανακοινώσεις του συνεδρίου, μαζί με άλλες εργασίες αναφερόμενες στον ποιητή, θα κυκλοφορήσουν από τις Εκδόσεις Ηρόδοτος, σε επιμέλεια Αντώνη Κ. Πετρίδη και Δήμητρας Δημητρίου, εντός του 2020.
(14) Κ. Χαραλαμπίδης, Σαλιγκάρι και φεγγάρι, Αθήνα: Εκδόσεις Καλειδοσκόπιο 2018.
(15) Ε. Γαραντούδης, «Από την ειδική στη γενική πατρίδα», Ο αναγνώστης, URL: https://www.oanagnostis.gr/από-την-ειδική-στη-γενική-πατρίδα-του-ε/#_ftn2, ημερ. τελ. πρόσβ. 19 Μαΐου 2019. Βλ. επίσης του ιδίου,
«Κυριάκος Χαραλαμπίδης: Η αντοχή του εθνικού ποιητή στις μέρες μας», Ο αναγνώστης, URL: https://www.oanagnostis.gr/κυριάκος-χαραλαμπίδης-η-αντοχή-του-εθ/, ημερ. τελ. πρόσβ. 19 Μαΐου 2019.
(16) Κ. Χαραλαμπίδης, «Καθώς χρυσίζει αυγή (Εκκόλαψη)», Στη γλώσσα της υφαντικής, Αθήνα: Εκδόσεις Μεταίχμιο 2013, σ. 79 = Ποιήματα, σ. 719. Για το ποίημα βλ. Πετρίδης (όπως σημ. 11).