Γεννήθηκα στη Λευκωσία από γονείς με καταγωγή από το Καϊμακλί. Πολύ νωρίς μετοίκησαν στην Αμμόχωστο όπου μεγάλωσα.
Η παιδική, η εφηβική μα και όλη η μετέπειτα ζωή μου την πέρασα μέσα στη λαίλαπα αλλεπάλληλων αναταραχών που συνέβησαν και κατέγραψε η ιστορία σε Κύπρο και Ελλάδα.
Οι γονείς μου ήσαν άνθρωποι που ασχολούνταν ενεργά με τον πολιτισμό και τα γράμματα. Η μητέρα μου ως εκπαιδευτικός και ο πατέρας μου ως υπάλληλος του τμήματος αρχαιοτήτων, βοήθησαν έτσι ώστε ο πολιτισμός να κυλήσει στις φλέβες μου και να γίνει αναπόσπαστο κομμάτι μου. Φοίτησα στο δημοτικό σχολείο Σαλαμίνος και στο Β’ Γυμνάσιο Αμμοχώστου, που δυστυχώς είναι τώρα κατεχόμενα από τους Τούρκου εισβολείς όπου ευτύχισα να έχω πολύμαθους, πνευματικούς και μεταδοτικούς δασκάλους και καθηγητές. Αργότερα σπούδασα στην Αθήνα εσωτερική διακόσμηση. Ο τελευταίος χρόνος των σπουδών μου σηματοδοτήθηκε από την εξέγερση των φοιτητών στο πολυτεχνείο Αθηνών εναντίον της χούντας και αργότερα το πραξικόπημα στη Κύπρο και η βάρβαρη τουρκική εισβολή στο νησί.
Πρόσφυγες πια η οικογένεια μου και εγώ κατοικήσαμε στο Καϊμακλί το τόπο καταγωγής μας. Κατάφερα να εργαστώ ως διακοσμήτρια και ασχολήθηκα με την ζωγραφική περισσότερο με την ακουαρέλα και έλαβα μέρος σε ομαδικές εκθέσεις. Έγινα μέλος της βιβλιοθήκης του δήμου Στροβόλου και μαζί με άλλα μέλη ιδρύσαμε τον όμιλο Φίλων της βιβλιοθήκης καθώς και τον Όμιλο Φιλαναγνωσίας. Ασχολήθηκα με το γράψιμο και έχω ολοκληρωμένα αρκετά μυθιστορήματα. Ήδη έχουν εκδοθεί και κυκλοφορήσει δύο από αυτά: Κι αυτό θα περάσει (Εκδόσεις Τελεία, 2019), Θα σε περιμένω πάντα (Εκδόσεις Τελεία, 2022).
Όρμησε σκυφτός προς τα πρώτα δένδρα του δάσους με τες σφαίρες να εξακολουθούν να σφυρίζουν πλάι τους κάνοντας την προσευχή του. Ατελείωτη του φάνηκε του Δημήτρη η απόσταση μέχρι το δάσος και όλο έλεγε μέσα του λαχανιασμένος με τους πνεύμονες του να καίνε «να τον προλάβω, θεέ μου, να τον προλάβω πριν χάσει πολύ αίμα». Φτάνοντας στα πρώτα δένδρα του δάσους ο Δημήτρης κρύφτηκε για λίγο μόνο, πίσω από μερικούς θάμνους, όσο να πάρει μια ανάσα. Ο Δημήτρης που φοβόταν για τη ζωή του ταγματάρχη συνέχισε να τρέχει όσο του επέτρεπαν οι δυνάμεις του μέσα στο δάσος έχοντας φορτωμένο το Τζέϊσον στη πλάτη του. Λίγο πιο κάτω πρόσεξε κάτι που τον έκανε προς στιγμή να ελπίσει. Μέσα στις λάσπες βρισκόταν μια παρατημένη στρατιωτική μοτοσυκλέτα πεσμένη χάμω. Μια ιδέα του καρφώθηκε στο μυαλό. Το γεγονός της ύπαρξης της μοτοσυκλέτας την καθορισμένη στιγμή του αναπτέρωσε το ηθικό. Ο θεός τον βοηθούσε. Κοίταξε γύρω του επισταμένα. Σε μεγάλη απόσταση γύρω τους δεν φαινόταν ψυχή ζώσα. Ακούμπησε προσεχτικά τον ταγματάρχη στο κορμό ενός δένδρου ανασήκωσε τη μηχανή και προσπάθησε να τη βάλει μπρος. Τρεις φορές προσπάθησε μέχρι να καταφέρει τη μηχανή να πάρει μπρος. Ανάσανε με ανακούφιση. Ευγνωμονούσε μετά την καλή τους τύχη που η μηχανή ξεκίνησε. Ξανακοίταξε και πάλι γύρω. Ερημιά. Έβαλε τον Τζέϊσον πάνω στη μηχανή καβαλίκεψε και ο ίδιος και άρχισε να τρέχει με ιλιγγιώδη ταχύτητα μέσα στο δάσος για να φτάσει όσο το δυνατόν πιο γρήγορα μέχρι το πιο κοντινό οργανωμένο χειρουργείο. Όσο προχωρούσε στα μετόπισθεν η κίνηση από τα μουλάρια και τα μηχανοκίνητα στο δρόμο ήταν πιο ζωηρή ενώ ο αχός της μάχης εξασθενούσε. Οδηγούσε γρήγορα τη μηχανή μέσα στο δάσος αποφεύγοντας λακκούβες και παρατημένα άδεια κασόνια όταν επιτέλους έφτασε σε ένα πλάτωμα που είχε νοσοκομειακά αντίσκηνα και παραπήγματα. Πολλοί τραυματιοφορείς και νοσοκόμοι διέρχονταν βιαστικοί ανάμεσα στα αντίσκηνα και τα δέντρα. Ρώτησε ένα τραυματιοφορέα πού βρισκόταν το χειρουργείο και αυτός του υπέδειξε στο κέντρο ενός πλατώματος ένα τεράστιο άσπρο αντίσκηνο με το σήμα του ερυθρού σταυρού. Στο αντίσκηνο αυτό του είπε βρίσκονταν εδώ και μέρες οι γιατροί που χειρουργούσαν συνεχώς. Όσους τραυματιοφορείς συνάντησε στη πορεία του μέχρι το αντίσκηνο μετέφεραν στρατιώτες που ψυχορραγούσαν με ανοιχτές πληγές που τους παρατούσαν σε ένα διπλανό αντίσκηνο. Δεν ήταν αυτή η επιθυμία του Δημήτρη να αφήσει τον Τζέϊσον έρμαιο της κατάστασης. Ένας γιατρός με μπλούζα γεμάτη αίματα φάνηκε στην είσοδο του αντίσκηνου-χειρουργείου μαζί με δύο νοσοκόμους που κρατούσαν ένα άδειο φορείο. Ο Δημήτρης πλησίασε γρήγορα χωρίς να δειλιάσει και βοήθησε να μεταφέρουν με το φορείο τον Τζέϊσον μέσα στο χειρουργείο. Με το που προχώρησε μέσα μύρισε ισχυρή δόση αντισηπτικού και αντίκρισε το χάος που επικρατούσε μέσα στο αντίσκηνο. Πολλές ομάδες γιατρών και νοσοκόμων βρίσκονταν γύρω από πολλά χειρουργικά τραπέζια και χειρουργούσαν πυρετωδώς. Ματωμένες γάζες, βαμβάκια και μπόγοι με αιματοβαμμένα σεντόνια ήταν πεταμένα παντού. Ο Δημήτρης ζήτησε επιτατικά από τους γιατρούς να κάμουν τα αδύνατα δυνατά να επιζήσει ο ταγματάρχης του. Ένας νοσοκόμος τον έσπρωξε μαλακά προς τα έξω και του είπε πως οι γιατροί θα προσπαθήσουν να επιτύχουν την επέμβαση. Βγήκε έξω από το αντίσκηνο μη αντέχοντας άλλο το μακελειό που γινόταν εκεί μέσα. Πήρε μερικές βαθιές ανάσες για να συνέλθει. Ο αέρας του δάσους που εισχώρησε στους πνεύμονες του τον έκανε να συνέλθει. Πηγαινοερχόταν συνεχώς εκεί γύρω ανήσυχος περιμένοντας να τελειώσει η επέμβαση ενώ οι τραυματιοφορείς συνέχιζαν να μεταφέρουν ακατάπαυστα τραυματίες που τους άφηναν στο διπλανό αντίσκηνο. Κάποιες φορές βοήθησε να κατεβάσουν τραυματίες από τα μουλάρια. Μέσα στο αντίσκηνο-χειρουργείο οι νοσοκόμες έκοψαν με το ψαλίδι τα ρούχα του Τζέϊσον και τα πέταξαν σε ένα σωρό μαζί με άλλα, καθάρισαν την πληγή όσο μπορούσαν του έβαλαν μια ένεση αναισθητική και ο γιατρός άρχισε την επέμβαση. Αρκετά προσηλωμένος σε εκείνο που έκανε με το νυστέρι και την λαβίδα πλησίασε τη σφηνωμένη σφαίρα. Με επιδέξιες κινήσεις την ξεκόλλησε, την έπιασε με την λαβίδα και πολύ προσεχτικά την έβγαλε έξω από τον λαβωμένο ώμο. Ο γιατρός άφησε την ματωμένη σφαίρα να πέσει στο νεφροειδές δοχείο που κρατούσε μια νοσοκόμα που έκανε ένα μεταλλικό θόρυβο λεκιάζοντας το με σταγόνες αίμα. Ο γιατρός έλεγξε το βάθος της πληγής, σταμάτησε το αίμα, έβαλε αντισηπτικό, έραψε τη πληγή και την τύλιξε με επιδέσμους. Όταν μετά από λίγη ώρα τελείωσε η επέμβαση μετέφεραν το Τζέϊσον με ένα φορείο σε ένα παράπηγμα λίγο πιο κάτω. Κορμιά στρατιωτών ήταν αραδιασμένα στα ράντζα και κατάχλωμες νοσοκόμες πηγαινοέρχονταν βιαστικά για να βοηθήσουν τους πληγωμένους που βογκούσαν και φώναζαν μέσα στο παραμιλητό, τους δικούς τους. Ο Δημήτρης μόλις είδε τον Τζέϊσον να τον μεταφέρουν προς το παράπηγμα έτρεξε κοντά του. Με την δική του συμβολή εντόπισαν γρήγορα ένα άδειο ράντζο και βοήθησε να ξαπλώσουν πάνω το ταγματάρχη. Χρησιμοποίησε το τενεκεδένιο του ποτήρι για να φέρει λίγο νερό και να μουλιάζει μέσα γάζες που του έδωσε μια νοσοκόμα.