Ο Πάνος Ιωαννίδης γεννήθηκε στην Αμμόχωστο, το 1935.
Σπούδασε Μ.Μ.Ε. στα Πανεπιστήμια Συρακουσών, ΗΠΑ και Γιορκ, Καναδά.
Εργάστηκε, για μικρά διαστήματα, ως δημοσιογράφος στην κυπριακή εφημερίδα ΕΘΝΟΣ και ως υπάλληλος στο Αγγλικό Διοικητήριο Λευκωσίας. Το 1955 προσελήφθη στον αγγλοκρατούμενο, τότε, ραδιοσταθμό CBS (Cyprus Broadcasting Service) και εργάστηκε ως επιμελητής και σκηνοθέτης θεατρικών έργων και ραδιοχρονικών, και ως παραγωγός πολιτιστικών εκπομπών.
Μετά την εγκαθίδρυση της Δημοκρατίας, το1960, μετετέθη στο Τμήμα Ραδιοφώνου της μετονομασθείσας σε Ραδιοφωνικό Ίδρυμα Κύπρου (ΡΙΚ) Ραδιοφωνικής Υπηρεσίας.
Το 1963, μετά από εξάμηνη εκπαιδευτική υποτροφία στο Πανεπιστήμιο Συρακουσών, διορίστηκε Βοηθός Τμηματάρχης Τηλεοράσεως.
Το 1974, με εκπαιδευτική άδεια άνευ απολαβών, μετέβη στον Καναδά και παρακολούθησε σειρές μαθημάτων πάνω σε θέματα Μ.Μ.Ε. και Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο Γιορκ. Επέστρεψε στην Κύπρο το 1976 και την ίδια χρονιά διορίστηκε Τμηματάρχης Τηλεοράσεως.
Το 1993 προήχθη σε Γ. Διευθυντή Προγραμμάτων ΡΙΚ. Στη διάρκεια της θητείας του στη θέση αυτή, επιπροσθέτως των διοικητικών και οργανωτικών καθηκόντων του, έγραψε και σκηνοθέτησε σενάρια για ντοκιμαντέρ, τηλεταινίες και τηλεσειρές.
Αφυπηρέτησε το 1995.
Είναι παντρεμένος με τη Χλόη Ιωαννίδη και πατέρας δυο παιδιών, της Ιρένας και του Χάρη. Ζει στη Λευκωσία.
ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ
Ο Πάνος Ιωαννίδης, παράλληλα με την καριέρα του στη δημόσια ραδιοτηλεόραση, αφιέρωσε τον ελεύθερό του χρόνο στη λογοτεχνία: στη συγγραφή, στην επιμέλεια εκδόσεων και μεταφράσεων, και στην οργάνωση πολιτιστικών δραστηριοτήτων.
Έργα του βραβεύτηκαν επανειλημμένα στην Κύπρο και στο εξωτερικό, μεταφράστηκαν και δημοσιεύτηκαν σε αυτόνομους τόμους, σε διεθνείς ανθολογίες, περιοδικά και άλλα έντυπα σε πολλές γλώσσες, περιλαμβανομένων της κινεζικής, ιαπωνικής και της γλώσσας μπρέιγ.
Πέντε θεατρικά του ανέβηκαν από τον Θεατρικό Οργανισμό Κύπρου και αρκετά άλλα από ελεύθερες επαγγελματικές σκηνές και την τηλεόραση, στην Κύπρο και στο εξωτερικό. Η τηλεοπτική διασκευή τού θεατρικού του Γκρέγκορυ βραβεύτηκε το 1976 σε πανευρωπαϊκό διαγωνισμό στη Βουλγαρία και προβλήθηκε από τις τηλεοράσεις των χωρών που συμμετείχαν στη διοργάνωση.
Το 1979, ο Π.Ι., ίδρυσε, σε συνεργασία με τον Κλείτο Ιωαννίδη, το Κυπριακό Κέντρο Συγγραφέων ΠΕΝ, του οποίου έκτοτε προεδρεύει. Με δική του πρωτοβουλία και προσωπική εργασία ή εποπτεία, το ΠΕΝ εξέδωσε μέχρι σήμερα, σε αγγλική μετάφραση, 63 λογοτεχνικά πορτρέτα κορυφαίων Κυπρίων λογοτεχνών, 10 τόμους ανθολογιών ποίησης, πεζογραφίας και δοκιμίου, επετηρίδες και σωρεία άλλων βιβλίων.
Οι εκδόσεις του ΠΕΝ, που επιχορηγούνται μερικώς από το Υ.Π.Π., διανέμονται δωρεάν σε πανεπιστημιακές βιβλιοθήκες, Κέντρα Ελληνικών Σπουδών, Παροικιακές Οργανώσεις και διακεκριμένους ανθρώπους των γραμμάτων σε εβδομήντα και πλέον χώρες.
Από το 2004, εκδίδει στην αγγλική το τριμηνιαίο Πολιτιστικό Περιοδικό In Focus.
Το 1972 απονεμήθηκε στον Πάνο Ιωαννίδη το Αριστείο Γραμμάτων, Τεχνών και Επιστημών, που είναι η υψηλότερη τιμητική διάκριση της Κυπριακής Δημοκρατίας.
ΤΑ ΚΥΡΙΟΤΕΡΑ ΕΡΓΑ ΤΟΥ
(Στον κατάλογο περιλαμβάνονται οι πρώτες εκδόσεις των έργων, αρκετά από τα οποία γνώρισαν επανειλημμένες εκδόσεις.)
Πεζογραφία:
ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ ΤΗΝ ΑΕΡΙΝΗ, διηγήματα, Εκδόσεις Γ. Φέξη, Αθήνα, 1964.
ΚΥΠΡΙΑ ΕΠΗ, διηγήματα, Εκδόσεις Π.Κ.Ι., Κύπρος, 1968. Κρατικό Βραβείο Πεζογραφίας, 1968.
ΚΡΟΝΑΚΑ (Τόμοι Ι και ΙΙ) διηγήματα και νουβέλες, Εκδόσεις Ι.Μ., Κύπρος, 1970 και 1972.
ΑΠΟΓΡΑΦΗ, μυθιστόρημα, Εκδόσεις Ι.Μ. Κύπρος, 1973. Κρατικό Βραβείο Πεζογραφίας,1973.
Η ΑΘΕΑΤΗ ΟΨΗ, διηγήματα, Εκδόσεις Κινύρας, Κύπρος, 1979. Κρατικό Βραβείο Διηγήματος 1979.
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΚΕΗ, ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΥ: ΤΡΕΙΣ ΠΑΡΑΒΟΛΕΣ, νουβέλες. Eκδόσεις Κινύρας, Κύπρος, 1988.
Η ΑΒΑΣΤΑΧΤΗ ΦΙΛΟΠΑΤΡΙΑ ΤΟΥ Π.Φ.Κ., μυθιστόρημα, Εκδόσεις Κινύρας, Κύπρος 1989. Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος, 1989.
ΑΝΑΠΛΟΥΣ (Τόμοι Ι και ΙΙ ), νουβέλες και διηγήματα, Εκδόσεις Αλάσια, Κύπρος 1992.
ΟΙ ΝΤΕΒΑ, μυθιστόρημα, Εκδόσεις Αρμίδα, Κύπρος, 2006.
AMEΡΙΚΗ ’62: DE PROFUNDIS, μυθιστόρημα. Εκδόσεις Αρμίδα και Αιώρα, Κύπρος/Αθήνα, 2008.
ΚΟΑΖΙΝΟΣ, μυθιστόρημα, Εκδόσεις Αρμίδα, Κύπρος 2012. Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος, 2012.
Θέατρο:
ΣΥ ΠΟΥ ΣΚΟΤΩΘΗΣ ΓΙΑ ΤΟ ΦΩΣ, Κύπρος, 1964.
ΤΡΙΑ ΘΕΑΤΡΙΚΑ (ΜΠΑΝΙΟ, ΕΓΓΑΣΤΡΙΜΥΘΟΙ, ΓΚΡΕΓΚΟΡΥ), Εκδόσεις Κινύρας,1973.
ΟΝΗΣΙΛΟΣ, Εκδόσεις ΠΡΟΟΔΟΣ, 1981.
ΘΕΑΤΡΙΚΑ (Η ΒΑΛΙΤΣΑ, ΝΤΡΑΪ ΜΑΡΤΙΝΙ, ΞΑΔΕΛΦΙΑ), Εκδόσεις Π.Κ.Ι., 1984.
ΠΕΤΡΟΣ Α, Εκδόσεις Π.Κ.Ι., 1990.
ΦΩΤΕΙΝΟΣ, Εκδόσεις Αρμίδα, 2000.
ΣΥΛΛΕΙΤΟΥΡΓΟ, Εκδόσεις Συμβουλίου Ιστορικής Μνήμης Αγώνα ΕΟΚΑ, 2002.
ΛΕΟΝΤΙΟΣ ΚΑΙ ΣΜΥΡΝΑ, Εκδόσεις Αρμίδα, 2005.
Ποίηση:
ΠΟΙΗΜΑΤΑ: ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΣΙΓΚΕΡΟΥ, Ο ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΣ ΜΥΘΟΣ, ΔΟΞΟΛΟΓΙΑ, Κύπρος, 1966.
ΕΝ ΠΑΡΕΝΘΕΣΕΙ…, Εκδόσεις Αρμίδα, 1997.
Έργα του μεταφράστηκαν στα Αγγλικά, Γαλλικά, Γερμανικά, Τουρκικά, Αλβανικά, Αραβικά, Ρουμάνικα , Ιαπωνικά, Βουλγαρικά.
Δείγματα Γραφής
Το πρωί της 1ης Απριλίου του ’55, καθώς ντυνόμουνα να ξεκινήσω για το σταθμό και το νέο μου πόστο, όρμησε η μητέρα στο δωμάτιό μου, χωρίς να κτυπήσει, όπως συνήθιζε, την πόρτα. Ήταν ανήσυχη και χλωμή.Ούτε με καλημέρισε.
«Μη ντύνεσαι», είπε, «δεν θα πας στο Σταθμό. Η ΕΟΚΑ τον ανατίναξε. Έγιναν σαμποτάζ κι εκρήξεις σ’ όλη την Κύπρο. Αυτό που περιμέναμε άρχισε…»
«Μάμα», της είπα, «αστειεύεσαι. Ξέρω τι μέρα είναι, πρωταπριλιά, η μέρα που λέμε ψέματα…».
«Με ξέρεις ικανή να κάνω αστεία για ένα θέμα τόσο σοβαρό;»
Όχι, δεν έκανε αστεία.Το ραδιόφωνο που άνοιξα, από τη συχνότητα του Σταθμού της Αθαλάσσας, μόνο βραχνούς θορύβους και σφυρίγματα ξέρναγε. Έδωσα λεφτά στην Αυγή και την έστειλα να φέρει μια Σάλπιγγα απ’ το γειτονικό μας περίπτερο.
«Τι θέλεις την παλιοεφημερίδα;» γκρίνιασε η Αυγή.
«Πήγαινε αμέσως», την διέταξε η μητέρα.
«Δεν είχαν Σάλπιγγα, ούτε Ελευθερία, ούτε τίποτε», μας είπε η Αυγή όταν γύρισε.«Ο κ. Κωστής, είπε, έγιναν ανάρπαστες… Μου δάνεισε τη δική του, είπε να του τη γυρίσουμε».
Ήταν η Νέα Απογευματινή.Την άνοιξα ανυπόμονα. Με πηχυαίους τίτλους, με φωτογραφίες πομπών κατεστραμμένων, καψαλισμένων καλωδίων της Αρχής Ηλεκτρισμού, κυβερνητικών κτηρίων μισογκρεμισμένων από εκρήξεις, με κείμενα και κειμενολεζάντες περιγράφονταν τα συγκλονιστικά που διαδραματίστηκαν την προηγούμενη νύχτα, γεγονότα που ο συντάκτης της Νέας Απογευματινής ονόμαζε «Οβερτούρα» σ’ έναν αγώνα που ξεκινούσε και Κύριος οίδε πόσο θα διαρκούσε και πού θα μας έβγαζε.
Αγνοώντας τη νηφάλια συμβουλή της μητέρας να μην πάω στο σταθμό μέχρις ότου διευκρινιστεί η κατάσταση, τα κλαψουρίσματα των κοριτσιών και τις υστερικές τους παρακλήσεις να μείνω προστάτης, μαζί τους σπίτι, στις εφτά και τέταρτο καβάλησα το ποδήλατό μου, που τιμής ένεκεν, το είχα μετονομάσει σε ταπουρόκωλο (όνομα που του δώσαμε με τον μακαριστό πατέρα), και διέσχισα τον Στρόβολο, πέρασα σφαίρα έξω από τους κήπους του Κυβερνείου, τις ακραίες συνοικίες των Αγίων Ομολογητών, την πολυκατοικία «Κατερίνα» και σε χρόνο ρεκόρ έφτασα στην αφετηρία του λεωφορείου, που μετέφερε στο ραδιοσταθμό όσους υπαλλήλους δεν είχανε δικό τους μέσο. Ήταν σταθμευμένο κάτω απ’ το γνωστό στους Λευκωσιάτες ρολόι της «Λιάρτας», σημείο αναφοράς για το δαιδαλώδες, αποικιακού στιλ, συγκρότημα της Αρχιγραμματείας.Το μοτέρ του παλαίμαχου λεωφορείου, αγορασμένου από μάντρα μεταχειρισμένων στο Λονδίνο, ήταν ήδη ξεκινημένο, γουργούριζε. Στάθμευσα βιαστικά το ποδήλατο στο γειτονικό δασάκι, το διπλοκλείδωσα γι’ ασφάλεια και πήδηξα στο λεωφορείο.
Είχα φτάσει με καθυστέρηση, ήταν γιομάτο, μόνο μια θέση, πλάι σε μια κοπελίτσα, ήταν ελεύθερη. Κάθισα άκρη άκρη, με το μισό κορμί μου να εξέχει στο διάδρομο, προσέχοντας μην εκτοπίσω λόγω όγκου τη νεαρή, που κι εκείνη, για να μου δώσει περισσότερο χώρο, είχε στριμωχτεί στο άλλο τέταρτο της μαξιλάρας, πλάι στο παράθυρο.
Το μεγάλο ανοικονόμητο αμάξι ξεκίνησε, τρίζοντας, τρέμοντας και χορεύοντας μπήκε στη λεωφόρο προς το Κυβερνείο κι από κει, μέσα από τον αυλόγυρο και τους κήπους της Αγγλικής Σχολής βγήκε στη λεωφόρο Αθαλάσσας. Κοίταξα κλεφτά την κοπέλα πλάι μου.΄Ηταν μετρίου αναστήματος, με κορμί συμμετρικό, μικρούλικο στήθος, με μια εξαιρετικά λεπτή μεσούλα, με λεία, βελούδινη κι άτριχη επιδερμίδα, με μάτια καστανά και φωτεινά ν’ ανοιγοκλείνουν πάνω από μια λιγάκι κυρτή, μα τρισχαριτωμένη μυτίτσα. Τέλεια!, σκέφτηκα.
Μέσα στο λεωφορείο επικρατούσε βαβούρα.Όλοι μιλούσαν για τα γεγονότα της προηγούμενης νύχτας, για τα σαμποτάζ που έγιναν σ’ όλο το νησί, με σοβαρότερο εκείνο στο ραδιοσταθμό, την έδρα της αγγλικής προπαγάνδας, όπου τώρα όλοι εμείς κατευθυνόμασταν.Οι συζητήσεις ήταν χαμηλόφωνες, αν και ο συναισθηματικός κραδασμός κάτω απ’ τις προσεχτικά διαλεγμένες λέξεις και τα σχόλια ήταν έντονος, η ταραχή και η συγκίνηση μεγάλη.
Δεν έλαβα μέρος στη συζήτηση. Προτίμησα να δώσω γνωριμία στην κοπελίτσα πλάι μου.
«Η πρώτη μέρα μου στο CBS αρχίζει με τρόπο αξέχαστο…» της είπα.
Δεν απάντησε. Της πρότεινα το χέρι.
«Πέτρος Αρχοντίδης.Talks and Feature Officer.Στα Ελληνικά Προγράμματα, με τον κ. Μελίδη».
Μου έδωσε το δικό της χέρι:
«Όλια Αριστοδήμου. Είμαι βοηθός παραγωγός στο Μουσικό. Μαζί με τον κ. Καϊρινό, τον μαέστρο».
Η φωνή της, το χαμόγελο, τα μάτια της ασκούσαν μιαν έντονη γοητεία απάνω μου. Είχα την εντύπωση πως τη γνώριζα κι ας ήταν η πρώτη φορά που την έβλεπα.
«Χαίρω για τη γνωριμία…» είπα. Και δεν πρόσθεσα αυτό που σκέφτηκα, πως θα ’μουνα ακόμα πιο ευτυχής αν ήτανε κι εκείνη υπάλληλος στα Ελληνικά Προγράμματα ή εγώ διορισμένος στα Μουσικά.
Περιοριστήκαμε σε αμήχανα χαμόγελα.
Στην είσοδο του Σταθμού μάς σταμάτησε μια ομάδα Άγγλοι κομάντος, οπλισμένοι σαν αστακοί. Με βάναυσο τρόπο, γαβγίζοντας, μας κάλεσαν να τσακιστούμε να κατέβουμε και να παραταχθούμε εφ’ ενός ζυγού, ακουμπώντας στο περίφραγμα που ξεκινούσε απ’ τον πυλώνα και να μείνουμε βουβοί κι ακίνητοι, με τα χέρια υψωμένα, ακουμπημένα στα κάγκελα. Ένας κοντός, συνοφρυωμένος αξιωματικός με μουστακάκι σε σχήμα ποντικοουράς, που το μασούσε συνέχεια, διέταξε μιαν Αγγλίδα στρατιωτίνα να κάνει σωματική έρευνα στις γυναίκες. Ο ίδιος και δυο κομάντος ανέλαβαν τους άντρες. Μετά τη σχολαστική και άτσαλη σωματική έρευνα, μας διέταξαν, άντρες και γυναίκες, να βγάλουμε παπούτσια και κάλτσες. Οι στρατιώτες σήκωσαν ένα-ένα τα παπούτσια και τα εξέτασαν εξονυχιστικά, σκαλίζοντας το εσωτερικό τους με τα δάχτυλα ή, όσοι σιχαίνονταν, μπήγοντας μέσα τους στρατιωτικούς σουγιάδες.
Η αγριάδα στη φωνή, η εχθρότητα στη ματιά τους, ιδίως του κοντόσωμου αξιωματικού, μας εκνεύρισαν και μας πρόσβαλαν. Όταν ο έλεγχος ολοκληρώθηκε, φορέσαμε, χωρίς να βγάλουμε τσιμουδιά, τις κάλτσες και τα παπούτσια και κακοδιάθετοι ξεκινήσαμε για το κτήριο του σταθμού, που βρισκόταν κάπου εκατό μέτρα απ’ την εξωτερική καγκελόφραχτη και τώρα στρατοκρατούμενη είσοδο.
Λίγο πριν μπούμε στο κτήριο, έπεσα πάνω στον κ. Μελίδη, που από κείνο το πρωί θα ήταν ο διευθυντής μου. Μίλαγε μ’ ένα κοντόχοντρο κύριο, κομψοντυμένο, με τραγουδιστή ελλαδική προφορά. Καλημέρισα κι ο κ. Μελίδης με καλωσόρισε εγκάρδια. Μετά με σύστησε, ως το νέο του «εκλεκτό συνάδελφο», έτσι με είπε, μάλλον χωρίς διάθεση ειρωνική, στο συνομιλητή του, που όπως μου εξήγησε, ήταν ο Διευθυντής Μουσικών Προγραμμάτων.Τ’ όνομά του ήταν Ντίμης Καϊρινός.
Ο κ. Καϊρινός μού έσφιξε το χέρι με το σαρκώδες και πολύ ζεστό, ιδρωμένο, δικό του και γύρισε στον κ. Μελίδη:
«Μάικλ, όπως σου έλεγα, η Συλβί, η δακτυλογράφος μας, είναι άρρωστη. Δεν μου δανείζεις καμιά βδομαδίτσα το νεαρό να βοηθήσει με τα recital sheets και τις δακτυλογραφήσεις μέχρι να γυρίσει το καλό κορίτσι, η Αρμενούλα;»
Ο κ. Μελίδης γύρισε σε μένα:
«Τι λες, Αρχοντίδη; Θα πας με τον μαέστρο λίγες μέρες;»
«Πολύ ευχαρίστως» είπα.
Ακολούθησα τον κομψό διευθυντή μουσικών εκπομπών, με τον χορευτικό, λίγο σκυφτό βηματισμό, στο τμήμα του. Προτού καταλήξουμε στο δωμάτιό του, όπου θα μ’ ενημέρωνε για τη δουλειά που θα ’κανα αυτή τη ‘βδομαδίτσα’, με ξενάγησε στα γραφεία της υπηρεσίας: πρώτα με πήγε στη δισκοθήκη, που καταλάμβανε το μεγαλύτερο μέρος του χώρου. Σε δεκάδες στοιχισμένα ξύλινα ράφια ήταν τοποθετημένοι και καταλογογραφημένοι χιλιάδες δίσκοι κάθε μεγέθους, είδους και ποιότητας. Στην περιφέρεια της δισκοθήκης υπήρχε μια σειρά από κουβούκλια, cubicles στην ορολογία του τμήματος, μικροσκοπικά δωματιάκια, με ηχομόνωση, εξοπλισμένα με δισκοφόρο, όπου ένας ή δυο μάξιμουμ μουσικοί παραγωγοί άκουγαν, ελέγχανε το περιεχόμενο και καταρτίζανε σε προγράμματα τις στοίβες τους δίσκους που μάζευαν με τη βοήθεια της δισκοθηκαρίου. Με πέρασε τροχάδην απ’ τα γραφειάκια, όπου στεγάζονταν οι επιμελητές των μουσικών εκπομπών, μουσικούς παραγωγούς τούς ονόμασε, και στον κάπως πιο άνετο, ενιαίο χώρο, όπου μια δράκα γραμματειακές βοηθοί δακτυλογραφούσανε τα recital sheets, τα δελτία προγράμματος όπου καταγράφονταν με τη σειρά μετάδοσής τους και με τα τεχνικά στοιχεία τους οι δίσκοι, που κατάρτιζαν σ’ εκπομπές οι παραγωγοί.
Βοηθός στη δισκοθήκη και υπό εκπαίδευση μουσικός παραγωγός ήταν και το κορίτσι που γνώρισα στο λεωφορείο, η Όλια Αριστοδήμου. Που κατά μια ευτυχή συγκυρία το γραφειάκι της ήταν εκεί πλάι, κολλημένο σχεδόν, σε κείνο που ο Διευθυντής έδωσε σε μένα.
«Πώς από δω;» με ρώτησε απορημένη. «Είπατε πως πηγαίνατε στα Ελληνικά…»
«Άλλαξα γνώμη. Προτίμησα να σας ακολουθήσω…»
«Εμένα;»
Γέλασε και κοκκίνισε ελαφρά.