Η Μαρία Παΐση είναι παιδί προσφύγων, από το χωριό Δίκωμο Κερύνειας. Γεννήθηκε στη Λευκωσία και μεγάλωσε στην επαρχία. Είναι παντρεμένη και μητέρα τριών παιδιών.
Σπούδασε κομμωτική και κατέχει Κυπριακό δίπλωμα με γενικό βαθμό 97% και τα αγγλικά διπλώματα NVQ και Assessor (επιθεωρήτρια – εξετάστρια διδασκαλίας).
Παρακολούθησε δεκάδες διαλέξεις, σεμινάρια και show για την κομμωτική τέχνη στην Κύπρο και στο εξωτερικό.
Κατέχει πιστοποιητικό από την ΑνΑΔ ως εκπαιδεύτρια ενηλίκων και πιστοποιητικό Εκπαιδευτή τηλεμάθησης επίσης από την ΑνΑΔ.
Το 2013 άνοιξε δικό της κομμωτήριο.
Από το 2017 εργάζεται ως εκπαιδευτικός σε κολλέγιο διδάσκοντας στο Ανώτερο Δίπλωμα Κομμωτικής.
Συγγραφική πορεία:
Άρχισε να ασχολείται με τη συγγραφή από πολύ μικρή ηλικία. Γράφει ποίηση, στίχους, κείμενα, άρθρα, θεατρικά, βιβλία κ.α. Η συγγραφή είναι μεγάλο πάθος, τρόπος δημιουργίας, έκφρασης και επικοινωνίας.
ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ
2021 Βιβλίο: επιχείρηση ΛΑΖΑΡΟΣ, ISBN: 978-9925-7811-1-9
2019 Βιβλίο: Κραδασμοί στον χρόνο, ISBN: 978-9963-725-52-6
2017 Βιβλίο: Τα μυστικά της κομμωτικής τέχνης, ISBN: 978-9963-725-27-4, (εγκεκριμένο από το υπουργείο παιδείας για τις βιβλιοθήκες των τεχνικών σχολών).
ΑΡΘΡΟ:
2019: Η κομμωτική τέχνη στο πέρασμα του χρόνου και οι κοινωνικές διαφοροποιήσεις, TheCyprusresearchfacts, Publishedby: C.D.A. College
ΠΟΙΗΣΗ
2021: Δύο ποιήματά της συμπεριλήφθηκαν στο Ανθολόγιο, «Της Ειρήνης
βλέμμα». Ένα στα Ελληνικά και ένα στα Κυπριακά.
Διάκριση:
01/07/21-20/10/21, Kατηγορία Ποίηση: Έπαινος, 5η Θέση Πανελλήνια, Λογοτεχνικός διαγωνισμός, της βιβλιοθήκης Καλυβίων του Δήμου Σαρωνικού.
Δείγματα Γραφής
Ο Αλέξανδρος άκουσε τους τροχούς που τριβόντουσαν και γύριζαν με μανία πάνω στον ασφαλτωμένο δρόμο. Ένα αμάξι κοντοζύγωσε και ένα όπλο φάνηκε από το κατεβασμένο τζάμι. Ακούστηκε ένας πυροβολισμός και ο ηλικιωμένος άντρας σωριάστηκε στο έδαφος. Τον πυροβόλησαν στην πλάτη, άνανδρα, ύπουλα και μοχθηρά. Το άγνωστο αμάξι, απομακρύνθηκε με την ίδια ιλιγγιώδη ταχύτητα. Οι δυο μπράβοι έβγαλαν τα όπλα τους και το κυνήγησαν, χωρίς κανένα αποτέλεσμα.
Τα λάστιχα που σφύρισαν στο οδόστρωμα και ο κρότος που έκανε ο πυροβολισμός, του πάγωσαν το αίμα. Ένιωσε ένα αιφνίδιο σφίξιμο στο στήθος και η ανάσα του χάθηκε. Δεν είχε δύναμη ούτε να ουρλιάξει. Έπεσε στα γόνατα, δίπλα στον άγνωστο άντρα και προσπάθησε να βοηθήσει. Του χαλάρωσε τη γραβάτα για να αναπνεύσει καλύτερα και του ανασήκωσε ελαφρώς το κεφάλι. Οι δυο μπράβοι επέστρεψαν, έσκυψαν και τον κράτησαν έντρομοι στην αγκαλιά τους. Ο ηλικιωμένος άνοιξε τα μάτια του για λίγο και κατάφερε να του πει μερικές λέξεις, προτού κοιμηθεί στον αιώνιο ύπνο.
Τον έπιασε από το μπλουζάκι και τον τράβηξε προς το μέρος του. Αυτό που θα του έλεγε, δεν ήθελε να το ακούσει άλλος. Ο Αλέξανδρος, έβαλε το αυτί του κοντά στα χείλη του ηλικιωμένου.
«Πήγαινε στο νησί, στην έπαυλη και μπες στο δωμάτιο της Αθηνάς. Πίσω από τη βιβλιοθήκη, υπάρχει κρυμμένο ένα χρηματοκιβώτιο… Άνοιξέ το και πάρε αυτό που είναι μέσα. Είναι δικό σου!», είπε και άφησε την τελευταία του πνοή στο πεζοδρόμιο.