Η Τέρη Παπανικολάου γεννήθηκε στην Καβάλα. Σπούδασε Ιστορία και Αρχαιολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Έκανε μεταπτυχιακές σπουδές πάνω σε αρχαιολογικό θέμα στο Πανεπιστήμιο Aix en Provence της Γαλλίας. Εργάστηκε ως αρχαιολόγος στο Μουσείο Καβάλας. Από το 1997 ζει στην Κύπρο και εργάζεται ως Αρχαιολογική Λειτουργός στο Αρχαιολογικό Μουσείο Λεμεσού. Ασχολείται με την συγγραφή ποιημάτων, πεζογραφημάτων και θεατρικών έργων. Έχει εκδώσει δύο ποιητικές συλλογές, «Ζωή Μετέωρη»( 2015) και «Αναζητώντας το ΦΙ» (2021). Συμμετέχει κατά καιρούς σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς. Στους 31ους Πανελλήνιους Ποιητικούς Αγώνες Δελφών, πήρε έπαινο για το ποίημα της «Όσο υπάρχουν ποιητές» και στους 37ους Πανελλήνιους Ποιητικούς Αγώνες Δελφών πήρε το δεύτερο βραβείο για το ποίημα «Αίσιον». Στον 6ο Πανελλήνιο Ποιητικό Διαγωνισμό, Βραυρώνια 2016, πήρε το 3ο Βραβείο για το ποίημά της «Επίκληση». Είναι μέλος της Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών, και της Εθνικής Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών Κύπρου και της Ένωσης Λογοτεχνών Κύπρου. Ποιήματά της αλλά και πεζά έχουν δημοσιευθεί σε εφημερίδες και λογοτεχνικά περιοδικά.
Δείγματα Γραφής
Μ’ έστελνε η μάνα μου στον μανάβη, δυο βήματα από το σπίτι μας, ίδιο τετράγωνο.
Μανάβης, μπακάλης, απ’όλα ήτανε τότε. Έπαιρνα το διχτάκι για λίγα πράγματα, δεν τάχα γραμμένα έπρεπε να τα θυμηθώ και να μην μπερδέψω τις ποσότητες. Ίσα ίσα για ένα φαγητό μ΄έστελνε. Ντομάτες, πιπεριές μαιντανό και ρύζι, ας πούμε, γεμιστά στο μενού. Έφερνα τα ψώνια σπίτι με μια κρυφή χαρά που έφερα σε πέρας την αποστολή μου, μια σταλιά ήμουνα.
Η μάνα μου έξαλλη τις περισσότερες φορές!
-Να πάς και να του πεις, τις ντομάτες που έβαλες, είπε η μαμά μου, να τις φας εσύ.
Λέγεται τέτοιο πράγμα; Έπαιρνα ξανά το διχτάκι, γεμάτο τώρα σκάρτο πράμα και πίσω στο μανάβη, δειλά δειλά τώρα έμπαινα. Ντρεπόμουνα, έστυβα το μυαλουδάκι μου, στριφογύριζα την γλώσσα μου, πώς να το πω, ούτε συζήτηση όπως μου τόπε η μάνα μου.
Περίμενα την κατάλληλη στιγμή να αδειάσει, να με δει και τότε βαθιά αναπνοή και τολμούσα.
-Κυρ Ηλία, η μαμά μου είπε, καλού κακού για κάλυψη τοβαζα, πως οι ντομάτες δεν είναι καλές. Κατακόκκινη από ντροπή, ένιωθα την φωνή μου να σβήνει, ήταν και θεόρατος ο μανάβης, ετοιμοπόλεμος πάντα με την ποδιά και το μολύβι στο αυτί.
Ξεροκατάπινα για να συνεχίσω. -Μπορείς να ….τις αλλάξεις; Εκείνος, καθόλου ενόχληση ψύχραιμος, κρυφογελούσε, ξύπνιος, της πιάτσας άνθρωπος, ήξερε την μαφία του επαγγέλματος, πάνω στο τελάρο τα καλά, από κάτω τα σκάρτα. Γρήγορος, με ταχυδακτυλουργικές κινήσεις σού’βαζε από πάνω και μέχρι να το πάρεις χαμπάρι με το μπλα μπλά που σ΄ έπιανε, άντε κι από κάτω κανένα μαραμένο, ή ολίγον χτυπημένο. Τι να’ καμνε, το μεροκάματο δύσκολο, να του’μεναν χασούρα, και τ’ άλλα βερεσέδια τάδινε, τα πιο πολλά. Γειτονιά, όλοι γνωστοί, χρόνια πελάτες, ήξερε τις δυσκολίες τους και τους καημούς τους. Δουλειά δική του το συμφέρον, δουλειά και της νοικοκυράς να είναι ιδιότροπη, καθένας με τους ρόλους του. Κι η μάνα μου, ξύπνια και Πόντια κατά το ήμισυ, τόχε στο αίμα της, δεν την έπιανε κανείς, από μικρή στην αγορά, μοδίστρα, χρόνια με τους εμπόρους.
Ο κόπος χαλάλι, γύριζα με την ελπίδα να μη με ξαναστείλει, να πάει η ίδια, για να καταφέρει να γίνει το φαΐ επιτέλους. Πάντα όμως μετά από τέτοια περιπέτεια μου φαινόταν πιο νόστιμο. Και ήταν, γιατί εκτός από την εξυπνάδα ερχόταν η τέχνη της μαγειρικής κι αυτή κληρονομιά από το άλλο μισό της, την Θρακιώτισσα μάνα της.
Αυτό το αντιγύρισμα καπατσοσύνης, έμεινε μέσα μου κι ανεβοκατεβαίνει, κάθε φορά που πρέπει να μετρήσω το δίκιο μου. Έρχεται μέχρι την άκρη της γλώσσας μου και μένει ακίνητο, ώσπου να το καταπιώ, δειλή λέω θυμήσου, τα βάζω με τον εαυτό μου. Μόνη σου λέω πρέπει να τα καταφέρεις δεν έχεις στήριξη, όπως τότε.
Όταν βέβαια το ξεστομίσω, σίγουρη πια ότι θα να βρει το στόχο του και θα κατατροπώσει τον εχθρό, νιώθω ανακούφιση ότι έπραξα το καθήκον μου, υπεράσπισα τον εαυτό μου, που είσαι μάνα να δεις πόσο καλή μαθήτρια έγινα, μόνο που τώρα πια δεν γεύομαι, όπως τότε την νοστιμιά της νίκης.