Η Τριανταφυλλιά Πλιάκα κατάγεται από τη Θεσσαλονίκη και τα τελευταία χρόνια ζει στην Κύπρο. Έχει σπουδάσει Φυσικοθεραπεία στην Ελλάδα, Ψυχολογία στο Πανεπιστήμιο Κύπρου και Σκηνοθεσία Θεάτρου & Λογοτεχνική γραφή σε ιδιωτική δραματική σχολή της Αθήνας. Ασχολείται από μικρή ηλικία με διάφορες μορφές τέχνης όπως είναι η μουσική, η ζωγραφική, ο χορός και η συγγραφή.
Η συγγραφή είναι η μεγάλη της αγάπη, από πολύ μικρή έγραφε ποιήματα και πεζά κείμενα. Είναι ο τρόπος της να δίνει το δικό της μήνυμα στον κόσμο και να βάζει τη δική της πινελιά στον κόσμο της Λογοτεχνίας. Έχει ολοκληρώσει τησυγγραφή των δύο βιβλίων της “Η ΛΥΚΟΣΚΕΨΗ Ι & ΙΙ” τα οποία έχουν εκδοθεί.
Συμμετείχε σε αρκέτους διαγωνισμούς λογοτεχνίας και ποίησης κάποιους από τους οποίους έχει διακριθεί σε Ελλάδα και Κύπρο. Να αναφέρουμε πως διατηρεί δικό της ηλεκτρονικό βιβλιοπωλείο (rosepliaka.com) μέσα από το οποίο κάποιος μπορεί να βρει τις δημιουργίες της. Επίσης, αρθρογραφεί σε διάφορες δημοσιογραφικές στήλες, διατηρώντας και τη δική της στήλη σε γνωστό δημοσιογραφικό site.
Δείγματα Γραφής
Θυμάμαι τον εαυτό μου να περπατάει
με ξεραμένα δάκρυα στα κρύα μάγουλα,
δεν είχε τέλος ο δρόμος τούτος.
Ούτε προορισμός υπήρχε,
ήμουν μικρή και δεν καταλάβαινα πολλά.
Ήξερα μόνο πως πρέπει να φύγουμε,
διχως τον λόγο να γνωρίζω.
Η μάνα μου από το χέρι με τράβαγε να προχωρήσω,
και πίσω λεπτό να μην κοιτάξω μου λεγε.
Τίποτα μαζί μου δεν κατάφερα να πάρω,
μόνο τα παιδικά μου παπούτσια.
Και αυτά σκισμένα, μα μου τα είχε πάρει ο μπαμπάς μου.
Μόνο αυτά είχα πια για να τον θυμάμαι.
Μου τα είχε αγοράσει λίγες μέρες πριν ο θάνατος τον βρεί στον ύπνο του.
Προχωρούσαμε ώρες προς άγνωστο προορισμό.
Τα πόδια μου πονούσαν και τα παιδικά μου παπούτσια είχαν σχεδόν διαλυθεί.
Μακάρι να ήταν μόνο αυτά που διαλύθηκαν.
Η οικογένεια μου διαλύθηκε από τα πρέπει της φυγής μα…
Εγώ τα παιδικά μου παπούτσια να σώσω από την διάλυση θέλησα και έτσι τα έβγαλα.
Περπάταγα ξυπόλυτη με τα παιδικά παπούτσια μου στο χέρι.
Το ένα μου χέρι το βάσταγε η μάνα μου και με το άλλο βάστούσα τα παπούτσια.
Άρχισε να βρέχει, το νερό με χάιδευε παγώνοντας
όλο και περισσότερο τα ξυπόλητα πόδια μου.
Κοίταξα ψηλά τον συννεφιασμένο ουρανό,
οι σταγόνες της βροχής έπλυναν τα ξεραμένα δάκρυα μου.
Με τράβηξε η μάνα μου κάτω από μια τέντα μέχρι η βροχή να σταματήσει.
Κάθισα κάτω στο πεζοδρόμιο και με τα δυο μου χέρια αγκάλιασα τα παιδικά παπούτσια μου.
Ήταν τα μόνα που είχα πια για να ζωντανεύουν τις μνήμες με τον πατέρα μου.
Τα παιδικά παπούτσια που κράταγα από το άλλο χέρι, ήταν σαν να κράταγα
από την μιά τη μάνα μου και από την άλλη τον πατέρα μου.
Έτσι, ο δρόμος της φυγής έμοιαζε πιο γλυκός,
λιγότερο τρομακτικός για την παιδική μου ψυχή.
Μέσα από αυτά ζωντάνευα τις πιο αγνές μου σκέψεις.
Σκέψεις που μου θύμιζαν το σπίτι μου, τον τόπο μου,
και τα τελευταία δάκρυα που στέγνωσαν στα κρύα μάγουλα μου.