ΕΡΓΟΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ
Ο Κώστας Λυμπουρής γεννήθηκε στη Λευκωσία της Κύπρου το 1950 και μεγάλωσε στο Κάτω Δίκωμο της επαρχίας Κερύνειας. Υπηρέτησε ως φιλόλογος στη Μέση Εκπαίδευση, φτάνοντας στον βαθμό του λυκειάρχη. Διετέλεσε Πρόεδρος του Συνδέσμου Ελλήνων Κυπρίων Φιλολόγων, Αντιπρόεδρος της ΟΕΛΜΕΚ, Αντιπρόεδρος του Εκπαιδευτικού Μεταρρυθμιστικού Ομίλου Κύπρου και μέλος στα συμβούλια άλλων πνευματικών, κυρίως, σωματείων και συνδέσμων. Πήρε μέρος στις επιτροπές του Υπουργείου Παιδείας για την έκδοση των βιβλίων Της πατρίδας χώματα (1985), Το καράβι της Κερύνειας (1987) και Η κατεχόμενη γη μας (1991). Εξέδωσε τη μελέτη Η ίδρυση της ΟΕΛΜΕΚ και η λειτουργία της από 1953 μέχρι το 1960 (2005).
Η πεζογραφική του δημιουργία περιλαμβάνει τέσσερις συλλογές διηγημάτων:
«Προσωρινά κλειστό», Πλανόδιον, Αθήνα α΄ έκδοση, Πλανόδιον, 2006, / β’ έκδοση, Πλανόδιον, 2007
Για μια μικρή παύλα, Κέδρος, Αθήνα 2011
Των ημετέρων άλλων, α΄ έκδοση, Παράκεντρο, 2014 / β’ έκδοση, Παράκεντρο, 2015 / επανέκδοση, Πάπυρος, Αθήνα, 2017
Βοτσαλωτή, Το Ροδακιό, Αθήνα, 2019
Όλες του οι συλλογές περιελήφθηκαν στη μικρή λίστα των Κρατικών Βραβείων, ενώ η συλλογή του με τίτλο Των ημετέρων άλλων τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας (2015).
Κυκλοφόρησε τα μυθιστορήματα:
Επιβάτες φορτηγών, Πάπυρος, Αθήνα, 2017
και Αθαλάσσα, Το Ροδακιό, Αθήνα 2021 (Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας, 2022).
Εξέδωσε, επίσης, την Ανθολογία Διηγημάτων της Εισβολής (ανθολόγηση, εισαγωγή και επιμέλεια), ΑΙΠΕΙΑ (Σπίτι της Κύπρου και Πάπυρος), 2018
Διηγήματά του δημοσιεύτηκαν στα σημαντικότερα λογοτεχνικά περιοδικά της Ελλάδας και της Κύπρου, σε αφιερωματικούς τόμους και λογοτεχνικά ιστολόγια. Διηγήματά του μεταφράστηκαν στα βουλγαρικά, αλβανικά και τουρκικά, ενώ στην τουρκική γλώσσα κυκλοφόρησε και το μυθιστόρημα Επιβάτες φορτηγών. Στα αλβανικά κυκλοφόρησε και το μυθιστόρημά του Αθαλάσσα.
Σε συνεργασία με τον ποιητή Κώστα Βασιλείου κυκλοφόρησαν το βιβλίο Λαλαγκούθκια (ποιήματα και διηγήματα), Αλμύρα, 2024.
Από το 2000 μέχρι το 2007 διετέλεσε μέλος της Συντακτικής Επιτροπής και κατά νόμο υπεύθυνος του λογοτεχνικού περιοδικού Ύλαντρον. Από το 2008 μέχρι το 2011 υπηρέτησε ως Μορφωτικός Σύμβουλος στην Πρεσβεία της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Αθήνα.
Για την πολιτιστική του προσφορά έχει τιμηθεί από το Ίδρυμα «Στέλιος Χατζηιωάννου», την Πανελλήνια Ένωση Φιλολόγων, τον Σύνδεσμο Ελλήνων Κυπρίων Φιλολόγων (ΟΕΛΜΕΚ), το Κοινοτικό Συμβούλιο Κ. Δικώμου και το Σωματείο «Δίκωμο ’74».
Δείγματα Γραφής
Καληνύκτησα τους φίλους έξω απ’ τον «Δημόκριτο» στο Κολωνάκι και κατευθύνθηκα προς τη Σκουφά για ταξί. Δεν θα ’χα πρόβλημα να βρω αμέσως, καθώς είχαν περάσει τα μεσάνυκτα και το κρύο του Γενάρη ήταν τσουχτερό. Άλλωστε, με την κρίση, οι ταξιτζήδες σε κυνηγούν πια. Πού άλλες εποχές, που έκανες παρακλήσεις στον δρόμο, να καταδεχτούν να σε πάρουν.
-Είναι από τα καλά της κρίσης, υποστήριζε προηγουμένως στο τραπέζι φίλος, προσθέτοντας, μάλλον κακεντρεχώς, πως το πρόβλημα έκανε και τους ταξιτζήδες ακόμα, πιο ευγενικούς. Εγώ δεν το ’βλεπα έτσι. Μακάρι έλεγα να ’χαν δουλειά οι άνθρωποι, για τους ίδιους και τις οικογένειές τους και τ’ άλλα θα βρεθούν τρόποι να φτιαχτούν. Άλλωστε, η καλοπέραση όλους μας είχε εξαγριώσει.
Δεν πρόλαβα ν’ αναζητήσω κάποιο φωτεινότερο σημείο του δρόμου (το ’κανα πάντα για λόγους ασφαλείας) και το ταξί σταμάτησε δίπλα μου. Προτού καλά καλά μάλιστα σταματήσει εντελώς, βρέθηκα στη θέση του συνοδηγού. Μ’ άρεσε να κουβεντιάζω με τους ταξιτζήδες, αν και –πρέπει να τ’ ομολογήσω– η συνήθεια είχε το ρίσκο της, θα μπορούσε να σου βγει κάποτε αναπάντεχο αποτέλεσμα, πολύ θετικό, αλλά και πολύ αρνητικό.
– Παπάγου, παρακαλώ, είπα, χωρίς να κοιτάξω καν τον οδηγό, αφού προσηλώθηκα αμέσως στο δέσιμο της ζώνης ασφαλείας, προσπάθεια που στάθηκε μάλλον δύσκολη υπόθεση, καθώς το χοντρό παλτό μου δεν έλεγε να συμμαζευτεί εύκολα κάτω από τη ζώνη.
Τη στιγμή ακριβώς που πετύχαινα το δέσιμο, ο ταξιτζής ανέβαζε την ένταση του ραδιοφώνου. Ήταν η Χαρούλα: Με μια πιρόγα φεύγεις και γυρίζεις…
Ξαφνιάστηκα με την κίνησή του. Κανονικά θα ‘πρεπε να ρωτήσει, αν συμφωνούσα. Είν’ αυτά, ακριβώς, που λέγαμε προηγουμένως η παρέα στο εστιατόριο. Πως πρέπει, επιτέλους, να γίνουν σωστοί επαγγελματίες, να σέβονται τον πελάτη, να «εξευρωπαϊστούν», όπως με έμφαση τόνιζε ο φίλος μου.
Γύρισα προς το μέρος του. Τότε μόνο τον είδα και, ομολογώ, πως αυθορμήτως μου ’ρθε να πω:
– Μα, εσύ είσαι Αφρικανός, σαν να ’ταν, το πιο εξωπραγματικό γεγονός, υπό τις περιστάσεις. Σαν να λέμε περίπου «μα, εσύ είσαι ελέφαντας» ή κάτι τέτοιο. Φυσικά, ήταν από τις σκέψεις που τις θάβεις αμέσως. Εξάλλου η προσοχή μου – και η κάποια ενόχλησή μου- είχε να κάνει με την απόφασή του ν’ απολαύσει το τραγούδι, αδιαφορώντας μάλλον για τη δική μου ενδεχόμενη αντίδραση. Από την άλλη, δημιουργείς θέμα μ’ ένα τέτοιο τραγούδι; Άλλαξα λοιπόν προσέγγιση:
– Σας αρέσει η «πιρόγα»; ρώτησα, νιώθοντας ταυτόχρονα και κάπως ανόητος, αφού η απάντηση ήταν ήδη απολύτως δεδομένη. Με κοίταξε απορημένος.
– Μα φυσικά. Εσάς δεν σας αρέσει;
Χαμογέλασα.
– Ναι, βέβαια, είναι από τα αγαπημένα μου.
– Αφού είν’ έτσι, κύριέ μου, να μου επιτρέψετε να σας πω, πως ο τίτλος δεν είναι «πιρόγα», αλλά «ερωτικό». Πάντως, πολλοί κάνουν το ίδιο λάθος.
Το σχόλιό του –με τον σαφώς παρηγορητικό τόνο στο τέλος– ήρθε να επιτείνει το αρχικό ξάφνιασμά μου από την ιδιαιτερότητά του, τη φυλετική του καταγωγή . Όπως και να το κάνουμε, δεν είναι συνηθισμένη υπόθεση ένας αφρικανός ταξιτζής στην Αθήνα. Και να ’μαι, που έπεσα απάνω του, και συζητούσα μάλιστα για μια από τις μεγαλύτερες επιτυχίες της ελληνικής μουσικής. Κι όχι μόνο αυτό. Ένιωθα ήδη μειωμένος. Γι αυτό και δοκίμασα να μπω στην «αντεπίθεση».
– Και βέβαια το ξέρω. Στιχουργός είναι ο Άλκης Αλκαίος και συνθέτης ο Θάνος Μικρούτσικος. Και πρόσθεσα:
– Οι στίχοι είναι πάντως πολύ δύσκολοι.
Το είπα, πιστεύοντας ότι όντως οι στίχοι είναι δυσκολονόητοι, αλλά, έχοντας φαίνεται ενδομύχως και κάποια άλλα σχετικά δεδομένα. Από τη μια τη δικιά μου «υψηλή» μόρφωση και από την άλλη, όπως υπολόγιζα, τη «χαμηλότερη» –τουλάχιστον– του συνομιλητή μου. Εμ, πώς να το κάνουμε πια! Αφού εγώ εντυπωσιαζόμουν ακόμα, από το γεγονός ότι άκουγα αψεγάδιαστα ελληνικά, από έναν Αφρικανό! Πώς ήταν δυνατό αυτός ο άνθρωπος να κατανοούσε τι σημαίνει «σου ’φερα απ’ τους Δελφούς γλυκό νερό» ή το «πώς να δεθεί η Μεσόγειος με σχοινιά» ή, τέλος πάντων, πως «εδώ είναι Αττική φαιό νταμάρι»;
Λόγω της ελάχιστης κίνησης στον δρόμο, είχαμε ήδη φτάσει στα φανάρια μπροστά στο Χίλτον. Συνέλαβα τον εαυτό μου, παρά την κούραση της ημέρας και το προχωρημένο της ώρας, να μη βιάζεται. Το θέμα με τραβούσε, ίσως επειδή ενοχλούσε και τον εγωισμό μου. Έριξα, λοιπόν, κάτω και τις φιλολογικές μου δυνατότητες.
– Λες το τραγούδι να αναφέρεται στην Αντιγόνη, της αρχαίας τραγωδίας; Λέω γι αυτήν που προτίμησε τον θάνατο, προκειμένου να μείνει πιστή στο καθήκον της.
Ο οδηγός γύρισε τότε και με κοίταξε:
– Και γιατί να το πολυψάξουμε τόσο, κύριέ μου; Ας πούμε ότι ο στιχουργός αναφέρεται στη δικιά του Αντιγόνη ή την Αντιγόνη του καθενός μας. Δεν προσέξατε τη φράση «αγάπη, που σε λέγαμ’ Αντιγόνη». Το πρώτο πληθυντικό «σε λέγαμε», δεν μας αγγίζει όλους; Και πρόσθεσε:
– Γιατί να τα καταλαβαίνουμε όλα; Εμένα μου φτάνει το συναίσθημα που βγάζει η Αλεξίου.
Μου ’κανε εντύπωση. Συμφωνούσα, αλλά έπρεπε επιτέλους να προσθέσω κι εγώ κάτι στην κουβέντα:
– Και τι λέτε για την ερμηνεία του Μητσιά. Εγώ τη βρίσκω πιο δωρική.
– Να σας πω. Πιο βυζαντινή θα την έλεγα.
Δεν άντεξα στον πειρασμό να ρωτήσω προσωπικά του δεδομένα.
– Οι γονείς μου ήρθαν για σπουδές στην Αθήνα, πριν τριάντα τόσα χρόνια. Εγώ, ήμουν παιδί, εφτά-οκτώ χρονών. Εδώ έμαθα γράμματα, εδώ έκανα οικογένεια.
Καλύψαμε ήδη και το κομμάτι της Μεσογείων και μπαίναμε στη Μιχαλακοπούλου. Στο σημείο ακριβώς που ο οδηγός μου έπρεπε να σταματήσει, τέλειωνε και το τραγούδι. Κι αυτός έκανε την κίνηση να κλείσει το ραδιόφωνο, προσθέτοντας, «μετά απ’ αυτό, τι ν’ ακούσεις, κύριέ, μου, καλύτερα ν’ αφήσεις να περάσει λίγη ώρα, έτσι που να το νιώσεις καλά καλά μέσα σου».
Η έλλειψη προσοχής έφερε τη μισή μούρη του ταξί μέσα στη Μιχαλακοπούλου. Ταυτόχρονα ακούστηκαν τα φρένα και η παρατεταμένη κόρνα του ΒΜW, που ερχόταν με μεγάλη ταχύτητα από τα αριστερά. Ο ταξιτζής μου έστριψε απότομα το τιμόνι του και κόλλησε τ’ αμάξι, δεξιά, στον παρακείμενο σταθμό βενζίνης. Όσο που τη γλιτώσαμε. Το σπορ αμάξι των νεαρών –δυο ζευγαράκια ήταν– κατάφερε να σταματήσει λίγα μέτρα παρακάτω. Ο οδηγός κατέβασε το παράθυρό του και μέσα στην ησυχία της νύχτας, φώναξε:
-Απευθείας απ’ τη ζούγκλα, μας ήρθες μπάρμπα; Απευθείας;
Και το κοριτσάκι που καθόταν δίπλα του, θέλησε να τον συναγωνιστεί στις φωνές:
– Αυτοκίνητα δεν έφτασαν ακόμα στη χώρα σου, ρε;
Ξεκίνησαν απότομα και χάθηκαν, χαχανίζοντας.
Μέχρι το σπίτι, η απόσταση ήταν πολύ μικρή. Ήταν όμως αρκετή, για να καταλάβει ο αφρικανός ταξιτζής τη στεναχώρια μου από το συμβάν. Έτσι, την ώρα που κατέβαινα, μου είπε, χαμογελώντας:
– Καληνύχτα, κύριέ μου. Τι να κάνουμε, «σκούριασε το κλειδί του παραδείσου»!
Σύνδεσμος λογοτεχνικής ανάγνωσης