Ο Γιώργος Νεοφύτου γεννήθηκε στη Λευκωσία. Σπούδασε κτηνιατρική στο Πανεπιστήμιο Καρλ Μαρξ Λειψίας (1967-1973). Ακολούθως εκπόνησε διδακτορική διατριβή στο ίδιο Πανεπιστήμιο (1973-1975). Εργάστηκε για 33 χρόνια στο Τμήμα Κτηνιατρικών Υπηρεσιών από όπου συνταξιοδοτήθηκε με το βαθμό του Γενικού Διευθυντή.
Παράλληλα με το επάγγελμα του ασχολείτο με το θέατρο. Εκτός από θεατρικά έργα έγραψε και τις τηλεοπτικές σειρές: Μαλλιά κουβάρια (ΡΙΚ 1998), Γραφείο ταξί (Αντ1 2000-2001) και Σκουπίδια (Αντ1 2002-2003).
Ασχολήθηκε επίσης με τη μετάφραση θεατρικών έργων από τα Γερμανικά στα Ελληνικά.
Ανάμεσα στα θεατρικά του έργα ξεχωρίζουν: ΜΠΑΜ!!! ( 2014), DNA (2009), Περί έρωτος και άλλων τινών (1998), Η Κύπρος είναι …ική ! (1991), Φουλ Μεζέ (1987), Μανώλη…! (1986), Στης Κύπρου το βασίλειο (1985), Μια αεροπειρατεία (1984), Ένα Κυριακάτικο Σκετς (1984).
Έργα του μεταφράστηκαν στα Αγγλικά, Γερμανικά, Πολωνικά, Τσέχικα, Βουλγάρικα, Τούρκικα, Ταγκαλόγκ (Φιλιππίνες) και Ρώσικα και παρουσιάστηκαν, εκτός από την Κύπρο, στην Ελλάδα, Γερμανία, Αγγλία, Ιρλανδία, Αυστρία, Βουλγαρία, Ιταλία, στις Φιλιππίνες και τη Νέα Υόρκη.
Τιμήθηκε με το Βραβείο Θεατρικής Συγγραφής στα Βραβεία Θεάτρου ΘΟΚ 2009-2010/2010-2011 για το έργο DNA.
Διετέλεσε μέλος της Καλλιτεχνικής Επιτροπής (1991-1993) καθώς και Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου του Θεατρικού Οργανισμού Κύπρου (2003-2006), μέλος της Διεθνούς Κριτικής Επιτροπής του Πρώτου Ευρωπαϊκού Διαγωνισμού Θεατρικών Συγγραφέων στη Γερμανία το 1993-1994 και Μέλος του Εκτελεστικού Συμβουλίου του Διεθνούς Ινστιτούτου Θεάτρου από το 2008 μέχρι το 2014. Από το 1998 εκπροσωπούσε τη Κύπρο, ως εισηγητής έργων, στη Μπιενάλε «Νέα θεατρικά έργα για την Ευρώπη», η οποία διοργανώνεται στο Βισμπάντεν της Γερμανίας.
Είναι μέλος του Κυπριακού Κέντρου του Διεθνούς Ινστιτούτου Θεάτρου από το 1985. Διετέλεσε μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου από το 1985 μέχρι το 1990 και Πρόεδρός
Δείγματα Γραφής
Είμαι η Ελένη που την Αγκαστίνα.
Ο Ιούλης εν ο μήνας μου. Μνημόσυνα, συλλαλητήρια, συγκεντρώσεις. Πάω σε ούλλα. Τζαι στα συλλαλητήρια για το πραξικόπημα. Εν χάννω κανένα. Δοξα σοι ο θεός, κάμνει τα ο καθένας ξεχωριστά, σε άλλο τόπον, άλλη ώρα, έτσι προλαβαίνουμεν τα όλα.
Τα μεγαλεία τα πολλά όμως εν την άλλην εβδομάδαν. Στες είκοσι που μαζεύκουνται ούλοι. Δεξιοί, αριστεροί, μεσαίοι ούλλοι. Εγώ πάω που νωρίς τζαμαί στην Πλατεία Ελευθερίας. Στες αρκές έπαιρνα τζαι τα αγγόνια μου. Τωρά εβαρεθήκαν εν ερκουνται πιο. Ομως εγώ πάω. Πρώτα έρκεται η αστυνομία. Υστερα έρκουνται οι μαχαλλεπάρηδες, έρκουνται οι φουστουκάρηδες, οι παγωτατζήδες. Βάλλουν τζαι τα μεγαφωνα παίζουν τραούδκια. Τζ ύστερα αρκεύκει νάρκεται ο κόσμος, τζαι λαλώ τούτοι εν για μένα που έρκουνται, για να μου δώσουν θάρρος. Μα άμαν κοντέψουν αγρωνίζω τους, τους παραπάνω ξέρω τους. Εν οι χωρκανοί μου, εν οι συμπεθέροι μου που το Μαραθόβουνον, εν Γιωρκής που την Κυθρέα, ο Στυλλής που το Εξω Μετόχι, Αντρεας που το Τραχώνι, ο Παναής που τη Λύση, τζι αγκαλιαζούμαστε, τζαι φιλιούμαστε παντές τζαι έχουμεν, παναύριν. Ερκεται τζ άλλος κόσμος τζαι κρατούν σημαίες, κόκκινες, μπλε, πράσινες τζαι ανεμιζουν τες, τζαι φωνάζουν. Υστερα αρκεύκουν νάρκουνται τζαι οι επίσημοι. Με κάτι αυτοκίνητα, θεγιέ μου, που είδαν τα μάθκια μου εμέν πριν έτσι λιμουζίνες. Φκαίνει ένας ένας πάνω στο πρωμαχώνα σηκώνει τα σέρκα του τζαι ο κόσμος πουκάτω φωνάζει ζήτω ζήτω, τζαι ανεμίζουν οι σημαίες πότε οι πράσινες πότε οι κόκκινες, πότε οι μπλε. Τζαι έρκεται τζαι ο Αρχιεπίσκοπος τζαι τζείνος με μια λιμουζίνα, φκένει τζαι τζείνος πάνω στον προμαχώνα τζαι γεμώνει ο τόπος μεγάλη χάρη του. Τζαι έρκουνται τζαι επίσημοι, ξένοι που τη Ελλάδα, τζαι τρέχουν τα μάθκια μου, σιοννοτά τρέχουν τα δάκρυα μου, που τη συγκίνηση μου γιατί εν για μένα πούρκουνται τούτοι, για μένα τη Ελένη που την Αγκαστίνα που κάθουμαι δαμαί πουκάτω με τη φωτογραφία του γιού μου, τζαι θωρώ τους τζαι κλαίω, τζαι ψηλώνω τη φωτογραφία του γιου μου να με χαθεί μέσα στες άλλες φωτογραφίες, τζαι θωρούν με τζαι χαμογελούν τζαι κλαίω που τη συγκίνηση μου τζαι λαλώ αν ήσουν έσσω σου Ελένη που την Αγκαστίνα …. Τύχη που με αξίωσεν ο Πλάστης μου. Τζι ύστερα έρκεται τζι ο Πρόεδρος, τζ αρκεύκουν οι ομιλίες. Τζαι δεν χορτάνουν τ’αφκιά μου να ακούουν τα λόγια τους τα ωραία ότι εν μεν ξιχάσαν, ότι με σκέφτουνται, ότι αγωνίζουνται για μέναν την Ελένη που την Αγκαστίνα για να πάω σπίτι μου. Θωρώ τους τζει πάνω τζει ούλλους δεξιούς, αριστερούς, μεσαίους να στέκουν δίπλα δίπλα. Τζαι τζείνους που σφάξαν τζαι τζείνους που σφαχτήκαν, μαζί, σαν να μεν εσυνέβηκεν τίποτε. Τζαι γυρίζω τζαι λαλώ του αρφου μου του Κωστή που στεκεται δίπλα μου θωρείς Κωστή θωρείς. Τζ’ο Κωστής εν μου απαντά, μονο δακκάνει τα σιείλη του θωρεί τους μια τζείνους τζειπάνω, μια εμένα, θωρεί τη φωτογραφία του γιου μου, που εν ήρτεν ακόμα, τζαι κλαίει. Δακκάνει τα σιείλη του τζαι κλαίει, τζαι εν μου λαλεί τίποτε. Τζαι τελειώνουν οι ομιλίες τζαι ο κόσμος φωνάζει πάλαι ζήτω. Πάμεν να φωνάξουμεν τζαι μεις, «τα παιδκιά μας…», όμως οι δικές μας οι φωνές εν ακουουνται γιατί οι άλλοι φωνάζουν τα δικα τους τα συνθήματα πιο δυνατά. Ούλλοι μαζί. Τζαι φεύκουν οι επίσημοι με τες λιμουζίνες τους, φεύκει τζι ο κόσμος, φεύκουν τζ οι μαχαλεπάρηδες τζ οι φουστουκάρηδες τζ οι παγωτατζήδες. Μεινίσκουμεν μόνοι μας. Θωρεί ο ένας τες φωτογραφίες του άλλου, λαλούμεν τα δικά μας.
Υστερα πιάνω τον Κωστή τζαι πάμε στα λεωφορεία. Ως του χρόνου Κωστή, λαλώ του, ως του χρόνου, αξιος που να ζήσει. Μπαίνει τζείνος στο λεωφορείο του τζαι πάει στα Πολεμίθκια. Μπαινω τζαι γω στο δικό μου τζαι πάω στη Αθθούπολη.
(Απόσπασμα από το άπαικτο θεατρικό έργο «Η Κύπρος είναι …ική», 1991)