Η Μαρία Ολυμπίου ζει στη Λευκωσία. Έχει γράψει παραμύθια, διηγήματα, μυθιστορήματα και λίγα ποιήματα. Πιστεύει πως, αν διαβάζαμε περισσότερο και μιλούσαμε λιγότερο, σίγουρα θα ζούσαμε σε έναν κόσμο καλύτερο.
Αγαπημένα της βιβλία είναι:
- Άφησα την ψυχή μου στον άνεμο
- Λαφκάντιο, το λιοντάρι που ήξερε να πυροβολεί
- Ο γάτος που έμαθε σε ένα γλάρο να πετά
- Περί βροχής
Βιβλία που έχει γράψει:
- Επικίνδυνη δημοσιογραφική αποστολή, Εκδόσεις Πάργα, 2005, Κρατικό Βραβείο
- Γιατί οι κότες δεν πετάνε; Εκδόσεις Πάργα, 2008, IBBY Honor list
- Γιατί οι κότες δεν κελαηδάνε; Εκδόσεις Πάργα, 2008
- Γιατί οι κότες είναι κουτσομπόλες; Εκδόσεις Πάργα, 2008
- Γάιδαρε για πού; Εκδόσεις Βιβλιόφωνο, 2012
- Ροχαλίζουν οι ουρανοξύστες; Εκδόσεις Νέο Κύμα, 2015, Κρατικό Βραβείο
- Ήρωες με παντούφλες, Εκδόσεις Νέο κύμα, 2016
- Η ουρά που κουνούσε τον σκύλο, Εκδόσεις Νέο κύμα, 2017
Δείγματα Γραφής
Μια φορά κι έναν καιρό, σε μια πόλη μακρινή, ήτανε το καφενείο των δράκων. Πέτρινο, και τεράστιο. Στην ταμπέλα του, στην είσοδο, που έτριζε άγρια, χορεύοντας με τον άνεμο, υπήρχε ζωγραφισμένος ένας δράκος που χαμογελούσε και έλαμπαν τα μυτερά του δόντια.
Και μετά; Ζήσανε αυτοί καλά στο σύμπαν το παράξενο και για μας δεν σας νοιάζει; Να σας νοιάζει γιατί εμείς είμαστε οι δράκοι και οι δράκαινες του παραμυθιού. Δράκοι διαφορετικών χρωμάτων, δοντιών, απόψεων, γευστικών προτιμήσεων.
Φοβηθήκατε, καλέ; Τα κάνατε πάνω σας ή κάτω σας; Κάτω σας βρε. Υπάρχει μια δύναμη που τη λένε βαρύτητα και τα τραβάει όλα προς στα κάτω. Την ξέρω αυτή την κυρία εγώ. Μου έχει σπάσει τις πιο όμορφες κούπες μου. Τις ζωγραφιστές κούπες μέσα στις οποίες έτρωγα τα δημητριακά μου. Τρώνε και οι δράκοι δημητριακά; Βεβαίως, βεβαίως.
Μια φορά κι έναν καιρό, λοιπόν, στο καφενείο των δράκων, μπήκαν μέσα τρεις άνθρωποι. Ο καλός, ο κακός και ο άσχημος.
– Ένα ποτήρι νερό, σας παρακαλώ, είπε ο καλός άνθρωπος. Είναι ανυπόφορη η ζέστη σήμερα.
– Μπίρα παγωμένη και αμέσως, διέταξε ο κακός άνθρωπος. Χωρίς αφρό, αλλιώς πυροβολώ.
– Βρομάει καλέ εδώ μέσα. Βρομάει ποδαρίλα. Βρομάει ξινίλα και δρακίλα, είπε ο άσχημος άνθρωπος. Απαίσιο καφενείο. Να το γκρεμίσουμε. Να φτιάξουμε στον τόπο του ένα πολυκατάστημα.
Πόση ασχήμια κι αυτός ο άνθρωπος; Και μέσα του και έξω του…
Η δράκαινα, με την άσπρη ποδιά και τη φούξια κορδέλα στα μαλλιά, πίσω από τον πάγκο του καφενείου, έμεινε με το στόμα ανοικτό. Πόση πολλή αγριάδα στα μάτια ενός ανθρώπου; Ούτε δράκος να ήταν. Έτρεξαν από το στόμα της σάλια. Όλη μέρα είχε φάει μόνο τρία μήλα και τρεις μηλόπιτες. Τίποτα άλλο. Πεινούσε. Πεινούσε πολύ. Στην πείνα της προστέθηκαν και σκέψεις. Πόσο διαφορετικοί ήτανε οι τρεις άνθρωποι μεταξύ τους. Αν έπρεπε να καταβροχθίσει έναν, ποιον θα διάλεγε; Είχε μαζί της οδοντόκρεμα και οδοντόβουρτσα; Οδοντογλυφίδα;
Στο πιο μεγάλο τραπέζι του καφενείου, δεκαπέντε δράκοι έπαιζαν χαρτιά. Κατέβαζαν, ανέβαζαν χαρτιά. Γελούσαν, φώναζαν, έπιναν φραπέ. Συζητούσαν και τα νέα των ανθρώπων. Βασικά τους κοροϊδεύαν για τις ανοησίες τους, για όλες τις λάθος επιλογές και πράξεις τους.
– Χα χα, οι χαζοί άνθρωποι…Κόβουν τα δέντρα και φυτεύουν δρόμους και σπίτια. Λες και οι δρόμοι και τα σπίτια θα τους δώσουν φαγητό.
– Χα, χα… οι χαζοί άνθρωποι… Κυκλοφορούν στριμωγμένοι μες σε κάτι σπιρτόκουτα. Κυνηγά ο ένας τον άλλον σαν χαζές κατσαρίδες.
Στο τραπέζι, δίπλα στο παράθυρο, καθότανε μόνη μια δράκαινα που αναστέναζε πάνω από ένα ζεστό φλιτζάνι τσάι. Αχ και βαχ η δράκαινά μας. Ήτανε ερωτευμένη μα δεν ήξερε με ποιον.
Στο τραπέζι, ακριβώς έξω από την τουαλέτα, καθόταν ο πιο χοντρός δράκος του κόσμου. Έτρωγε, έτρωγε λουκάνικα, πίτσες, χάμπουργκερ και δεν έβαζε τελεία. Έπινε, έπινε βαρελίσιο κρασί και δεν έβαζε κόμμα. Έβλεπε και τους τρεις ανθρώπους που στέκονταν μπροστά στον πάγκο του καφενείου και συλλογιζότανε. Ωραία τα λουκάνικα, οι πίτσες, τα χάμπουργκερ, μα ένας άνθρωπος στου δράκου το πιάτο είναι άλλη διάσταση, άλλο επίπεδο. Δεν έχασε καιρό ο χοντρός δράκος. Στο πι και φι καταβρόχθισε τον κακό και τον άσχημο. Τον καλό τον άφησε για καλό παράδειγμα. Δεν είχε και πολλούς τέτοιους η κοινωνία των ανθρώπων.
Εκείνη την ώρα που ο χοντρός δράκος χάιδευε την κοιλιά του βαρυστομαχιασμένος, άνοιξε η πόρτα και μπήκαν μέσα στο καφενείο ένας δράκος κλόουν κι ένας δράκος βιολιστής.
– Μπορώ να ανέβω στη στέγη; ρώτησε ο δράκος βιολιστής την καφετζού.
– Γιατί; Έχουμε πανσέληνο και θες να ουρλιάξεις;
– Όχι ωραία μου κυρία. Θέλω να γίνω ο βιολιστής στη στέγη.
– Θα ανεβάσεις και τον κλόουν μαζί σου; Να γελάσει και το παρδαλό αστέρι;
– Όχι, έχω υψοφοβία, παραδέχτηκε ο κλόουν δράκος. Θα καθίσω, εκεί δίπλα στο παράθυρο, μαζί με την κλαμένη δράκαινα. Περιμένω κάποιον.
Τι να πει και η καφετζού; Μες στο καφενείο της μπαινόβγαινα διάφοροι. Ο καθένας μια ιστορία. Κάποτε αστεία, κάποτε τραγική, κάποτε και από τα δύο.
Ο δράκος κλόουν κάθισε απέναντι από τη δράκαινα που φυσούσε τη μύξα της και έκλαιγε. Της χάρισε ένα κόκκινο μπαλόνι και ένα μπλε φουλάρι. Χάρηκε η δράκαινα. Μπας και έπρεπε να ονειρευτεί έναν κλόουν δράκο στο πλάι της; Έτσι, για τη χαρά της μέρας;
Εκείνη την ώρα να σου και η Μαρία στο καφενείο των δράκων. Αυτήν περίμενε ο κλόουν. Τον ήθελε, του είχε πει στο τηλέφωνο, για κάτι πολύ σοβαρό.
– Καλώς το σοβαρό ραντεβού μου, είπε ο κλόουν δράκος στη Μαρία.
Η Μαρία αγριοκοίταξε τη δράκαινα που τύλιγε και ξετύλιγε ευτυχισμένη το μπλε φουλάρι στο λαιμό. Το κόκκινο μπαλόνι το είχε από ώρα σπάσει με τα χρυσά της δόντια.
– Μπορείτε κυρία μου να μας αφήσετε για λίγο μόνους; Ζήτησε η Μαρία. Έχω πολύ σημαντικές ιδέες…
– Εμ βέβαια, αφού ήρθαμε στο καφενείο των ιδεών, τι άλλο να κάνουμε, να συζητήσουμε.
Χοροπηδώντας από ευτυχία η δράκαινα με το μπλε φουλάρι βγήκε έξω στον δρόμο. Εκείνη η βραδιά ήτανε τελικά για αυτήν τόσο καλή, τόσο καλή.
Η Μαρία, που η αποστολή της ήτανε να αλλάξει τον κόσμο, δεν κατάφερε να πείσει τον κλόουν δράκο να καθαρίσουν τον πλανήτη από τους κακούς και τους άσχημους ανθρώπους. Δεν κατάφερε να πείσει τον κλόουν να φτιάξουν αλυσίδες καφενείων των δράκων με ένα μόνιμο βιολιστή στη στέγη.
– Θα γίνουμε πλούσιοι. Όλοι θα μπαινοβγαίνουν στα καφενεία μας. Με τα λεφτά θα αλλάξουμε τον κόσμο.
Ο κλόουν έβγαλε από την τσέπη του ένα κόκκινο φουλάρι και ένα πλαστικό κίτρινο λουλούδι. Τα χάρισε στη Μαρία. Δυο τρία δάκρια έτρεξαν από τα μάτια του. Χάλασε το μακιγιάζ του. Έτρεξε και χάθηκε μες στο δάσος. Η Μαρία τον ψάχνει ακόμα. Ο βιολιστής φίλος του πάνω στη στέγη του τραγουδά:
Χάρτινο το φεγγαράκι, ψεύτικη ακρογιαλιά, αν με πίστευες λιγάκι θα ήσαν όλα αληθινά.