Ο Κώστας Πατίνιος γεννήθηκε στη Λευκωσία το 1971. Είναι νυμφευμένος και πατέρας δυο παιδιών. Εργάζεται στο Γραφείο Ευημερίας ως Ιδρυματικός Λειτουργός. Δρομέας μεγάλων αποστάσεων τρέχει σε αγώνες από πέντε έως εκατό πέντε χιλιόμετρων. Γραφεί διηγήματα και ποίηση.
Βιβλία του που έχουν εκδοθεί:
- Είναι μέρες που αναπνέω τη σιωπή τους: Eκδόσεις Αρμίδα, 2011.
- Δρόμου δρώμενα: Εκδόσεις Αρμίδα, 2012.
- Κουνήσου μούχλα: Eκδόσεις Αρμίδα 2014 (Μια Συνεργασία με την εικαστικό Πόλα Χατζήπαπα)
- Το βιβλιο Κουνήσου μούχλα κυκλοφορεί στα αγγλικά με τον τίτλο “Art on the run” σε μετάφραση Ιρένας Ιωαννίδου.
- Θέα από μπαλκόνι: (διηγήματα) Εκδόσεις Γαβριηλίδης 2018 (Το βιβλίο περιλαμβανόταν στη βραχεία λίστα για το κρατικό βραβείο διηγήματος 2018)
- Όσα ξέφυγαν της σιωπής: Ποιήματα Αρμίδα 2021
Δείγματα Γραφής
Την προηγούμενη μέρα είχα μιλήσει, ή καλύτερα φλυαρήσει, τόσο πολύ που πέρασε από το μυαλό μου τουλάχιστον εκατό φορές ότι πρέπει να βγάλω το σκασμό. «Απεργία λόγου» για ένα εικοσιτετράωρο.
Ξύπνησα το πρωί με την εικόνα του ονείρου που επαναλήφθηκε πανομοιότυπα τέσσερις με πέντε φορές κατά τη διάρκεια του εξάωρου ύπνου μου και ήταν σαν να έβλεπα όνειρο μέσα στο όνειρο… κάτι σαν τις κούκλες μπάμπουσκες που ανοίγεις τη μεγάλη, βρίσκεις την πιο μικρή και ούτω καθεξής μέχρι να φτάσεις στη μινιατούρα.
Έβλεπα να κοιμάμαι και να βλέπω όνειρο ότι για μια μέρα είχα βγάλει το σκασμό και δεν μιλούσα για τίποτα και σε κανέναν και ότι και ο ήρωας του ονείρου μου (δηλαδή πάλι εγώ) είδε το ίδιο όνειρο και που και αυτού ο ήρωας του ονείρου του (δηλαδή πάλι εγώ) είχε δει το ίδιο όνειρο ότι για ένα εικοσιτετράωρο σταμάτησε να μιλά. Όσο το όνειρο μέσα στο όνειρο προχωρούσε τόσο πιο μικρός γινόμουν και απομακρυνόμουν από τον εαυτό μου, ώσπου λίγο πριν ξυπνήσω το ένα όνειρο μπήκε μέσα στο άλλο, πήρα τις φυσιολογικές ανθρώπινές μου διαστάσεις και ξύπνησα.
Ξύπνησα ιδρωμένος, πετάχτηκα πάνω. Πέντε και δεκαπέντε, ώρα για την πρωινή γυμναστική! Φόρεσα τις φόρμες γυμναστικής μου και πριν βάλω τα αθλητικά παπούτσια για το καθιερωμένο τζόκινγκ στο απέναντι πάρκο πήρα στυλό και χαρτί, άφησα ένα σημείωμα στο τραπέζι της κουζίνας: «”απεργία ομιλίας” μην με πιέσετε να μιλήσω θέλω να μείνω σιωπηλός για ένα εικοσιτετράωρο». Σε λίγο, ενώ εγώ θα ήμουν έξω, η γυναίκα μου θα σηκωνόταν για να ετοιμάσει πρόγευμα και θα το έβλεπε.
Βγήκα έξω, κατευθύνθηκα προς το πάρκο. Χαμογελούσα και χαιρετούσα με ένα νεύμα όλους όσους συναντούσα, αλλά δεν έβγαλα λέξη από το στόμα μου. Προσπάθησα να μην μιλάω ούτε από μέσα μου. «Πρέπει να βγάλει το σκασμό για μια μέρα και η σκέψη μου» σκέφτηκα. Αυτό θα είναι και το πιο δύσκολο. Η γλώσσα μπορεί να φυλακιστεί ανάμεσα στα δόντια, η σκέψη όμως πως φυλακίζεται;
Επέστρεψα σπίτι κι η γυναίκα μου γέλασε κρατώντας στα χέρια της και ανεμίζοντας το χαρτί που βρήκε πάνω στο τραπέζι. «Παράτα τις πελλάρες και πήγαινε πάνω να ξυπνήσεις τα μωρά». Υπάκουσα στο δεύτερο σκέλος της προσταγής της και ανέβηκα στα δωμάτια των παιδιών, τα ξύπνησα με ένα ελαφρύ σκούντημα, ένα χάδι και από ένα φιλί στο μέτωπο καταφέρνοντας να μην μιλήσω. Τα παιδιά δεν είναι και πολύ ομιλητικά το πρωί. Έχουν λιγότερο από μισή ώρα να σηκωθούν, να ετοιμαστούν και να πάνε στο σχολείο. Τους έδειξα το σημείωμα μόλις κατέβηκαν κάτω στην κουζίνα. Η μικρή μου κόρη χαμογέλασε λέγοντας μου: «παπά, μα χάνεις;», ενώ το γυμνασιόπαιδο μού είπε με ευχαρίστηση: «γλιτώσαμε την πρωινή μουρμουρά»! Έτσι δεν δυσκολεύτηκα και πολύ να κρατήσω το στόμα μου κλειστό.
Μέχρι να επιστρέψω από τα σχολεία των παιδιών, η γυναίκα μου ήταν έτοιμη να ξεκινήσει για τη δουλεία της. Την πρόλαβα στην πόρτα: «σου άφησα λίστα για τον μπακάλη, φτιάξε κάτι για να έχουμε να φάμε το μεσημέρι και αν προλάβεις σκούπισε και την αυλή, έχει γεμίσει φύλλα». Χαμογέλασα και έγνεψα ΟΚ με το χέρι μου. Μπήκε στο αυτοκίνητο λέγοντας μου: «ο Θεός να σε βοηθήσει».
Οι επόμενες ώρες μέχρι να πάω στη δουλειά (απογευματινή βάρδια) μού ήταν απόλαυση. Έβγαλα βόλτα τον σκύλο, κάθισα στη βεράντα μαζί του και ήπια τον καφέ μου, τον χάιδεψα, τον πήρα αγκαλιά, μου έγλειψε τα χέρια και το πρόσωπο δείχνοντάς μου την αγάπη του μετά έκανα ένα σκούπισμα της αυλής, πήγα σε μια μεγάλη απρόσωπη υπεραγορά όπου κατάφερα να περάσω αλώβητος από την ταμία, αφού ήταν τόσο μούργα που δεν κινδύνεψα καθόλου να μιλήσω, ούτε για ένα καλημέρα. Επέστρεψα στο σπίτι και ετοίμασα χάμπουργκερ με πατάτες στον φούρνο, αγνόησα το τηλέφωνο μου που χτύπησε, έκανα ένα ντους και ξεκίνησα για τη δουλειά μου. Στο δρόμο σκεφτόμουν ότι σε λίγο αρχίζουν τα δύσκολα, αλλά την «απεργία ομιλίας» δεν θα την σπάσω με τίποτα!
Φτάνω στη δουλειά… κατεβάζω από το αυτοκίνητο ένα χαρτόνι στο οποίο αναγράφεται η φράση «απεργία ομιλίας», μπαίνω στο γραφείο και το επιδεικνύω· συνάδελφοι και προϊσταμένη χαμογελάνε… δεν με παίρνουν στα σοβαρά.
Κάθομαι μπροστά στο γραφείο και αρχίζω να διεκπεραιώνω τις εργασίες μου. Νιώθω πολύ περήφανος για τον εαυτό μου που η ώρα είναι περασμένες δυο μετά το μεσημέρι και δεν έβγαλα λέξη από το στόμα μου. Μια «απεργία ομιλίας » που δεν είχε κανένα πολιτικό υπόβαθρο, κανένα μήνυμα δεν είχε να δώσει σε κανέναν… ήταν άπλα ένα στοίχημα με τον εαυτό μου.
Κι ενώ όλα φαίνονταν να κυλάνε ομαλά, ξαφνικά μια εισβολή στο γραφείο μου από όλους τους συναδέλφους χάλασε το κλίμα. Άρχισαν να με πειράζουν, σχεδόν να με κοροϊδεύουν, να με γαργαλάνε για να με κάνουν να μιλήσω… μα δεν μίλησα! Η προϊσταμένη τηλεφώνησε στη γυναίκα μου για να τη ρωτήσει αν είμαι καλά. Άρχισε να με εκνευρίζει αυτή η συμπεριφορά τους, θέλησα να βγω έξω να πάρω λίγο αέρα, αλλά δεν με άφηναν… με πήραν στα χέρια τους δυο συνάδελφοι λέγοντας «αν δεν μιλήσεις δεν θα σε αφήσουμε». Άρχισα να βγάζω κραυγές, έκανα τη μαϊμού, τη γάτα, τον σκύλο, αλλά δεν μίλησα! Δάγκωσα τον έναν και ξέφυγα, χτυπούσα με τις γροθιές μου στο στήθος μου κάνοντας τον γορίλα, έτρεξα και σκαρφάλωσα στην οροφή του μεγάλου μεταλλικού ρόνεο μα δεν μίλησα! Έμεινα καθήμενος εκεί ψηλά και όποιος με προσέγγιζε τον γρατζουνούσα ή έκανα ότι θα τον δαγκώσω.
Η προϊσταμένη μού έδωσε τελεσίγραφο: «θα κατέβεις ή θα καλέσω αστυνομία;». Εγώ γελούσα και συνέχιζα να κάνω τον γορίλα, τη γάτα και τον σκύλο. Κάποιος πήγε να με σπρώξει για να κατέβω και τον κλότσησα στο κεφάλι. Βγήκαν όλοι έξω με το πρόσταγμα της προϊσταμένης, αλλά εγώ δεν ήθελα να κατέβω… μου άρεσε να κάθομαι εκεί ψηλά. Θυμάμαι όταν ήμουν μικρό παιδί πριν καμιά σαρανταριά χρόνια ότι μου άρεσε να σκαρφαλώνω πάνω στα ντουλάπια του δωματίου και να κάθομαι να βλέπω από ψηλά τα αδέλφια μου που έπαιζαν.
Σε λίγο κατέφθασε αστυνομία. Τι γυρεύουν αυτοί εδώ τώρα, γιατί ήρθαν; Με ρώτησαν το όνομα μου, αλλά δεν απάντησα… νιαούρισα, γάβγισα, αλλά δεν μίλησα! «Ο άνθρωπος θέλει ψυχίατρο», είπε ο ένας αστυνομικός. «Ψυχίατρο;», σκέφτηκα.«Μα γιατί, αν έλεγαν κτηνίατρο να το καταλάβω, αλλά ψυχίατρο γιατί;».
Περνούσαν οι ώρες και ένιωθα περήφανος που κρατούσα την «απεργία ομιλίας», ώσπου οι αστυνομικοί ήρθαν ξανά με αγριότερες διαθέσεις και με κατέβασαν σχεδόν με τη βία. Είχαν εξασφαλίσει υποχρεωτικό διάταγμα λέει εξέτασής μου από ψυχίατρο, με έβαλαν στο περιπολικό και με πήραν στον εφημερεύοντα ψυχίατρο, λίγο πριν νυχτώσει. Εκεί ένιωσα τα περιθώρια να στενεύουν, αλλά δεν ήθελα να μιλήσω… υποχρεώθηκα όμως, υποχρεώθηκα και λυπάμαι πολύ που έσπασα την «απεργία ομιλίας» προτού περάσει το εικοσιτετράωρο. Την έσπασα για να διαβεβαιώσω τον γιατρό:
«Είμαι καλά γιατρέ, ένα αστείο ήταν, ένα στοίχημα με τον εαυτό μου, μια απεργία ομιλίας. Είμαι καλά γιατρέ, είμαι καλά, είμαι καλά… ή μήπως δεν είμαι;».