Γεννήθηκε το 1970 στη Λευκωσία, κατάγεται όμως από την Κερύνεια. Εργάζεται εδώ και δώδεκα χρόνια ως εκπαιδευτικός στη Δημοτική Εκπαίδευση. Ασχολείται εδώ και χρόνια με τη λογοτεχνία και εξέδωσε τέσσερα λογοτεχνικά βιβλία που εμπεριέχουν συλλογές διηγημάτων. Η πρώτη προσωπική του έκδοση έγινε από τις Εκδόσεις Επιφανίου και τιτλοφορείται Μεταμεσονύκτιοι αναλογισμοί, ενώ οι τρεις άλλες είναι ιδιωτικές και τιτλοφορούνται Σκυτάλη, Μια ζωή – Πέντε διηγήματα για ένα θέμα και Μεταμορφώσεις. Η γραφή του μπορεί να ενταχτεί στη σύγχρονη, νεωτερική πειραματική γραφή. Δημοσιεύει συστηματικά διηγήματα, δοκίμια και ποιήματά του στην πολιτιστική στήλη της εφημερίδας Αλήθεια. Έχει δημοσιεύσει επίσης διηγήματα στα λογοτεχνικά περιοδικά Άνευ, Νέα Εποχή, καθώς και στο αγγλόφωνο περιοδικό In Focus. Έχει πάρει έπαινο σε διαγωνισμό Μονόπρακτου θεατρικού έργου που διοργάνωσε η Ένωση Θεατρικών Συγγραφέων Κύπρου, με το έργο του Τελευταίο παιχνίδι.
Εκτός από την πεζογραφία, έχει ασχοληθεί και με τη θεατρική γραφή, καθώς και με την ποίηση. Σύντομα πρόκειται να ανεβάσει έργο του το θεατρικό σχήμα «Duetto», ενώ έχει ήδη στείλει ένα άλλο στο play 4! που διοργανώνει ο Θ.Ο.Κ. Όσον αφορά στην ποίηση, δεν έχει ακόμα εκδώσει κάποιο βιβλίο.
Δείγματα Γραφής
Οι δυο ηγέτες που μέχρι πρότινος ήταν εχθροί, στέκονταν τώρα πάνω στον εξώστη ο ένας πλάι στον άλλο. «Το μέλλον ανήκει σ΄ όλους!» αναφώνησε ο ένας απ΄ τους δυο με στεντόρεια φωνή. Όταν ο ένας ψιθύρισε κάτι στο αυτί του άλλου, εκείνος χαμογέλασε και τον αγκάλιασε. Κι ενθουσιάστηκε τόσο πολύ, που έχασε την ισορροπία του και γλίστρησε. Λίγο έλειψε μάλιστα να απλωθεί φαρδύς πλατύς χάμω και να βρεθεί πλάι σε απολιθώματα παλιότερων ηγετών, που επειδή κάποτε δεν κατάφεραν να σταθούν στα πόδια τους θάφτηκαν για πάντα στο υπόγειο του εξώστη. Ο άλλος όμως τον στήριξε, ψιθυρίζοντάς του και πάλι κάτι στο αυτί. Κάποιοι που ήταν κοντά τόσο πολύ ενθουσιάστηκαν, που άρχισαν όλοι μαζί να χειροκροτούν.
Καθώς νέοι και νέες αγκαλιάζονταν με άλλους που κατοικούσαν στην αντίθετη πλευρά από τη δική τους, οι δυο ηγέτες κοίταξαν ο ένας τον άλλον με αμηχανία. «Λες να μοιραστούμε μαζί τους το μυστικό μας;» ρώτησε ο ένας, «Δεν πρέπει…» απάντησε ο άλλος.
Ένας νέος που ήταν κι αυτός εκεί κοντά, κρατούσε μια πένα στο δεξί του χέρι. Πολύ νωρίς κατάλαβε πως το μαζεμένο πλήθος των ανθρώπων ήταν κάθε άλλο παρά συμπαγές: παρατηρώντας τη μεγάλη αντίθεση που υπήρχε μεταξύ αυτών που ήταν κοντά και παρακολούθησαν το στιγμιότυπο εκείνο και των άλλων που στέκονταν πιο πίσω, τους χώρισε όλους σε οραματιστές και σε απρόσωπο πλήθος.
«Κι εγώ πού άραγε να ανήκω;» διερωτήθηκε μετά, παρατηρώντας έναν ηλικιωμένο κύριο που ενώ στην αρχή στεκόταν πιο πίσω, προχώρησε σιγά-σιγά προς το μέρος των οραματιστών. Κι ενώ παρακολουθούσε το σταθερό βηματισμό του ηλικιωμένου, προσχώρησε κι εκείνος στην ομάδα τους. Στάθηκε κιόλας στην ίδια ευθεία μ΄ εκείνον, παρόλο τον ηλικιακό χρόνο που τους χώριζε. «Είμαστε συνεργάτες…» του είπε κι εκείνος χαμογέλασε αινιγματικά.
Γυρνώντας σ΄ αυτούς που ανήκαν στο απρόσωπο πλήθος, πρόσεξε πως ανέμιζαν επιδεικτικά σημαίες με διαφορετικά χρώματα.
Του είπε ο ηλικιωμένος: «Κάποιος είχε κάποτε πει πως εχθρός της αλήθειας δεν είναι το ψέμα…». «Αλλά;» τον ρώτησε εκείνος με δισταγμό, σαν να φοβόταν για την απάντηση που θα έπαιρνε. «Η ιδεολογία…» του είπε ξανά, παρατηρώντας ένα κάτασπρο πουλί που έμενε ακίνητο στον αέρα και τους παρακολουθούσε με αγωνία. «Κι αυτοί; Τι παριστάνουν;», πρόσθεσε, καρφώνοντας τους δυο ηγέτες με το βλέμμα. «Δεν ξέρω…» απάντησε εκείνος χαμηλώνοντας το κεφάλι.
Πού να φανταστεί όμως πως η πένα του είχε ήδη αποκρυπτογραφήσει το μυστικό ψίθυρο του ενός ηγέτη προς τον άλλον; Και πώς ο ίδιος να πιστέψει πως τα χαμόγελά τους, οι εγκάρδιοι εναγκαλισμοί τους ήταν κάθε άλλο παρά αληθινοί;
Κι ενώ ήταν έτοιμος να εγκαταλείψει την ομάδα των οραματιστών και να ενωθεί με το απρόσωπο πλήθος, ο ηλικιωμένος τον τράβηξε από το χέρι ακινητοποιώντας τον στη θέση του. «Μην την ντροπιάζεις…» του είπε, δείχνοντας την πένα του. « Δε μας φτάνουν αυτοί;» είπε και πάλι κοιτώντας με απογοήτευση προς τους δυο ηγέτες.
Και η πένα του συγγραφέα αρχίζει να μιλά, καταγράφοντας ξανά και ξανά το μυστικό ψίθυρο: «Λες να μας πίστεψαν; Λες ακόμα να μας πιστεύουν; Μα πώς μπορούν ακόμη και μας πιστεύουν;». Κι ενώ o ένας ηγέτης στήριζε τον άλλον να μην πέσει, ακούγεται κι ο άλλος ψίθυρος: «Τόσο εύκολα νόμισες πως θα ξεγλιστρούσες;» ρωτάει ο ένας, «Μην ανησυχείς, ποτέ δε θα έλειπα από μια τέτοια παράσταση…» απαντάει ο άλλος, βγάζοντας περιπαικτικά τη γλώσσα του έξω σε όλους τους ηγέτες που είχαν προηγηθεί.
«Λες να μοιραστούμε μαζί τους το μυστικό μας;» ακούγεται ξανά η φωνή του ενός σαν απολογία , «Δεν πρέπει…» ακούγεται κι η φωνή του άλλου σαν δυο φωνές όμοιες με ταινία που ανακυκλώνει χωρίς ανάσα ομιλητές και ακροατές, ηγέτες και απρόσωπο πλήθος, ιδεολογίες που ντύνονται στα χρώματα του ψεύδους.
Και όταν ο συγγραφέας αποφασίζει πως θα πρέπει να παραμείνει στη θέση του, τα χαρακτηριστικά του αλλοιώνονται τόσο όσο να μπορεί να γυρίσει το βλέμμα και να δει, αντί τον ηλικιωμένο, την ίδιά του τη σκιά που σιγά-σιγά γινόταν εκείνος, την ίδια του τη ζωή πιο γεμάτη και πλούσια παρά πριν και την πένα του να κολλά ολοένα πάνω στο σώμα του, στη ψυχή του την ίδια, μέχρι που κι ο ίδιος να ξεχυθεί σαν σίφουνας στον εξώστη για να γκρεμίσει τους δυο ηγέτες από τους θρόνους τους, μέχρι που το κάτασπρο πουλί να σπάσει επιτέλους την ακινησία του για να πετάξει στην αγκαλιά του.
«Το μέλλον ανήκει σε όλους!» κραυγάζει στο τέλος με συγκίνηση.