Ο Χαράλαμπος Στυλιανού γεννήθηκε στο χωριό Φιλιά της Επαρχίας Μόρφου και σήμερα ζει με την οικογένεια του στη Λευκωσία. Ήταν Ανώτερο Διευθυντικό Στέλεχος σε Τραπεζικό Οργανισμό στην Κύπρο. Κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του διετέλεσε Διευθυντής Εκπαίδευσης, Διευθυντής Ανθρώπινου Δυναμικού και Περιφερειακός Διευθυντής Πάφου.
Ασχολήθηκε με τη συγγραφή και διδασκαλία θεμάτων που σχετίζονται με τις διαπροσωπικές δεξιότητες και την προσωπική ανάπτυξη. Για τον σκοπό αυτό, μεταξύ άλλων, συνεργάστηκε για χρόνια με την Κυπριακή Ακαδημία Δημόσιας Διοίκησης και τον οργανισμό PWC.Κατά καιρούς συμμετείχε ως Ομιλητής σε διάφορα συνέδρια, τόσο στην Κύπρο, όσο και στο εξωτερικό. Αποφοίτησε από το Παγκύπριο Οικονομικό Λύκειο Λευκωσίας και σπούδασε Δημόσια Διοίκηση στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. ΚατέχειτοντίτλοτουACIB (AssociateoftheCharteredInstituteofBankers).Το 2012 εξέδωσε το πρώτο του βιβλίο με τίτλο «Μια βδομάδα και κάτι» και το 2023 το δεύτερο με τίτλο «Να ξέρεις σε είδα».Είναι νυμφευμένος και έχει δυο παιδιά.
Δείγματα Γραφής
Ο κόσμος χανόνταν γύρω του, ώσπου το αόρατο χέρι τον άρπαξε ξανά και τον πέταξε σ’ έναν χώρο γεμάτο φως. Γύρω γύρω κάθονταν στρατιώτες που φώναζαν και στη μέση στεκόταν ολόγυμνος ένας τεράστιος στρατιώτης με τα ρούχα πεταγμένα στην άκρη και τα χέρια ανοιχτά να του γνέφει να τον πλησιάσει. Πρόσεξε με τρόμο ότι βρισκόταν σε πλήρη διέγερση, με μια στύση πελώρια.
«Γδύσου, γδύσου, γδύσου…» του φώναζε από γύρω ο όχλος κι εκείνος έψαχνε απεγνωσμένα μια πόρτα, ένα παράθυρο ανοιχτό για να το σκάσει. Αισθάνθηκε ξανά να πνίγεται και το αίσθημα του πνιγμού ήταν χειρότερο από ποτέ, γιατί το συνόδευε ο φρικτός φόβος του βιασμού. Έκανε να τρέξει, μα κατάλαβε ότι παρέμενε πάντοτε καρφωμένος στο ίδιο σημείο. Ο όχλος συνέχισε να φωνάζει κι ο τεράστιος γυμνός στρατιώτης προχωρούσε προς το μέρος του χασκογελώντας. Μέχρι που ξύπνησε ασθμαίνοντας για να γλιτώσει.
Οι πρώτες ακτίνες του ήλιου, που κατάφεραν να τρυπώσουν μέσα από τα στόρια και τις κατάκλειστες κουρτίνες, ήλθαν να του θυμίσουν ότι ο αληθινός εφιάλτης βρισκόταν πια μακριά του. Κάθισε στο κρεβάτι κι έφερε στη σκέψη την κόρη του και τον διασυρμό από τους συμμαθητές της στο σχολείο. Δεν έπρεπε να το επιτρέψει αυτό. Έπρεπε να την προστατέψει. Όπως τότε, που με κίνδυνο της δικής του ζωής, την έσωσε από τα μανιασμένα κύματα της θάλασσας. Ξανάφερε στη μνήμη του τα υπέρ και τα κατά που κατέγραψε νοερά στο μυαλό του και πήρε τις αποφάσεις του. Το τι έπρεπε να κάνει, ήταν μονόδρομος. Να παραδοθεί.
Απαλλαγμένος πια από τον φόβο, ότι θα πρόδιδε τον χώρο όπου κρυβόταν, ενεργοποίησε το κινητό του και τηλεφώνησε στην κουνιάδα του. Όταν της είπε τις προθέσεις του, εκείνη προσπάθησε να τον μεταπείσει, αλλά ο Αμήν ήταν αποφασισμένος. Ζήτησε να μιλήσει στην κόρη του. Όταν άκουσε στην άλλη άκρη της γραμμής τη φωνή της, δεν άντεξε και τον πήραν τα κλάματα.
«Μπαμπά, κλαις;» τον ρώτησε η μικρή, μα εκείνος προσπάθησε να την ξεγελάσει με γλυκόλογα.
«Θα λείψω για λίγο» της είπε και συνέχισε, «θέλω να ξέρεις ότι ο μπαμπάς σου σ’ αγαπά πολύ και ότι δεν έκανε κακό σε κανένα».
«Πότε θα έρθεις στο σπίτι;» η φωνούλα της τον έκανε λιώμα.
«Σύντομα» της είπε και βιάστηκε να κλείσει, γιατί τον έπνιγαν οι λυγμοί που τράνταζαν ήδη το στήθος του.
Περπατούσε με σταθερό βήμα στους διαδρόμους του Τμήματος Ανιχνεύσεως Εγκλημάτων, για να συναντήσει τον λοχία Θανάση Γερακιώτη που τον περίμενε. Εκείνος, μόλις τον είδε, τον οδήγησε στο δωμάτιο ανακρίσεων. Ο χώρος ήταν το πολύ τρία επί τέσσερα, με ένα μακρόστενο τραπέζι στη μέση, τρεις καρέκλες κι ένα τεράστιο καθρέφτη που κάλυπτε τον μισό τοίχο.
«Κάθισε» του είπε μόλις μπήκαν και του έδειξε την ξύλινη καρέκλα. Ο ίδιος κάθισε απέναντι του και περίμενε τον Θράσου, που ακύρωσε το ραντεβού με τον Κωστέκογλου για να είναι παρών στην ανάκριση. Την ώρα που τον ρωτούσε πού κρυβόταν τόσες μέρες, μπήκε μέσα ο Θράσου.
«Ξεκινούμε» είπε κι έδωσε το μήνυμα στον Θανάση να ξεκινήσει τη μαγνητοφώνηση.
Ο Αμήν κοίταξε απορημένος το μικρόφωνο που είχε βάλει μπροστά του ο λοχίας.
«Θα μαγνητοφωνούμε τι λέμε, για να μην ξεχάσουμε κάτι. Αργότερα, θα γίνει απομαγνητοφώνηση και θα έχεις την ευκαιρία να διαβάσεις τι λέχθηκε, και θα υπογράψεις την κατάθεση» του εξήγησε ο Γερακιώτης. «Είναι εντάξει, έχεις καμιά αντίρρηση;»
«Οκέι» αποκρίθηκε, κουνώντας ταυτόχρονα το κεφάλι του.
«Η ώρα είναι οκτώ και σαράντα επτά λεπτά. Στο δωμάτιο των ανακρίσεων βρίσκονται ο αστυνόμος Διομήδης Θράσου, ο λοχίας Θανάσης Γερακιώτης και ο ύποπτος για τον φόνο της Τζέιν Ράσελ, Αμήν Μοχάμεντ» είπε ο Θανάσης και έλεγξε τη μικρή συσκευή για να δει αν λειτουργούσε.
«Όπως σου εξήγησα, Αμήν, η συνομιλία μας θα ηχογραφείται. Ό,τι πεις μπορεί να παρουσιαστεί αργότερα στο δικαστήριο».
«Καταλαβαίνεις ελληνικά;» ρώτησε ο αστυνόμος.
Εκείνος έγνεψε καταφατικά.
«Αν κάτι από αυτά που θα πούμε, δεν το καταλάβεις, πες το και θα στο εξηγήσουμε» πρόσθεσε.
«Οκέι».
Ο λοχίας έγραψε κάτι στο σημειωματάριο που είχε ανοιχτό μπροστά του και γύρισε στον Σύριο. «Μήπως προτιμάς να μιλούμε στ’ αγγλικά;» τον ρώτησε. Γνώριζε από την προηγούμενή συνάντησή τους ότι ο Αμήν ήξερε καλά αγγλικά.
Τον κοίταξε για μια στιγμή σαν να σκεφτόταν τι θα έλεγε.
«Προτιμώ τα αγγλικά» είπε στο τέλος.
«Οκέι» κατένευσε ο λοχίας.
Ο αστυνόμος τον κάρφωσε με την αυστηρή εξεταστική του ματιά και χωρίς να του αφήσει περιθώρια να σκεφτεί, «γιατί σκότωσες την Τζέιν, Αμήν;»
Τον αιφνιδίασε. Σταύρωσε ταραγμένος τα χέρια του.
«Δεν τη σκότωσα εγώ» ψέλλισε. Τα αγγλικά του χειροτέρεψαν ξαφνικά.
«Τότε ποιος τη σκότωσε;» τον ρώτησε με το βλέμμα συνεχώς καρφωμένο πάνω του.
Ανακάθισε νευρικά στην καρέκλα του.
«Πού θες να ξέρω;» είπε. Τα φρύδια του έσμιξαν και τα μάτια του έγιναν δυο σχισμές σε μια γκριμάτσα που έδειχνε ταυτόχρονα απορία, θυμό και φόβο. Γύρισε το βλέμμα του και έψαξε τη ματιά του λοχία. Σαν να ζητούσε την υποστήριξή του.
Ο Γερακιώτης σημείωνε κάτι στο σημειωματάριό του και δεν είδε την παράκληση στα μάτια του Σύριου. Ο αστυνόμος σηκώθηκε από τη θέση του και στάθηκε μπροστά του με τις παλάμες πάνω στο τραπέζι. Έσκυψε λίγο προς το μέρος του και τον κάρφωσε με τη ματιά του. Εκείνος ακούμπησε την πλάτη πίσω. Για μια στιγμή ένιωσε την ανατριχίλα από το μπουντρούμι της στρατιωτικής φυλακής της Σεντνάγια να τον περιζώνει και κρύος ιδρώτας διέσχισε μεμιάς τη ραχοκοκαλιά του.
«Αμήν, αν για οποιοδήποτε λόγο τη σκότωσες, σε συμβουλεύω να το πεις τώρα για να ελαφρύνεις τη θέση σου».
«Δεν την σκότωσα εγώ την κυρία Τζέιν. Εγώ την κυρία Τζέιν την αγαπούσα» είπε με πιο σπασμένα αγγλικά που δύσκολα γίνονταν κατανοητά. Η αντίδρασή του ήταν αυθόρμητη και τα λόγια του κοφτά, σαν να μην επιδέχονταν αμφισβήτηση…
Ο Θράσου κάθισε ξανά στην καρέκλα του, βόλεψε την πλάτη του και σταύρωσε μπροστά τα χέρια του.
«Τι εννοείς την αγαπούσες;» ρώτησε κουνώντας το κεφάλι του.
«Όχι αυτό που νομίζεις. Η κυρία Τζέιν ήταν σαν τη μάνα μου. Με φρόντιζε. Όταν πήγαινα κοντά της για δουλειά, μου έδινε ό,τι της περίσσευε για να τα πάω στην κόρη μου. Αγόραζε και δώρα στην Άιντά μου». Ο τόνος της φωνής του μαλάκωσε.
«Κι εσύ, για να την ξεπληρώσεις, την έκλεψες και από πάνω» σχολίασε ειρωνικά.
«Πώς βρέθηκε η φωτογραφική της στο σπίτι σου; Πού βρήκες τις δέκα χιλιάδες ευρώ;» οι ερωτήσεις του ήταν απανωτές και σε απειλητικούς τόνους.
Ο Σύριος ξέχασε πάλι τα αγγλικά του και είπε κάτι στη γλώσσα του. Όσο ο κλοιός των αστυνομικών στένευε γύρω του, άλλο τόσο οι τρομαχτικές στιγμές, που βίωσε στις στρατιωτικές φυλακές της Σεντνάγια, επανέρχονταν απειλητικά στο μυαλό του και τον έπνιγαν. Πήρε μια βαθιά ανάσα, προσπαθώντας να ανακτήσει την αυτοκυριαρχία του.
Ο Θράσου γύρισε προς τον λοχία και ύψωσε τα χέρια ψηλά σε μια χειρονομία απόγνωσης. «Ρε συ Θανάση, τι λέει αυτός; Ο πύργος της Βαβέλ γίναμε. Από τα ελληνικά, μια το γυρίζει στα εγγλέζικα και μια στα αραβικά».
Ήταν φανερό ότι ο Αμήν δεν κατάλαβε τι έλεγε τόσο βιαστικά ο αστυνόμος και στράφηκε προς τον Θανάση, επιζητώντας ξανά τη βοήθειά του.
«Αμήν,» ξεκίνησε να του λέει εκείνος και μόνο ο τόνος της φωνή του φάνηκε να τον ηρεμεί, «πώς βρέθηκαν στην κατοχή σου η φωτογραφική και τα λεφτά της Τζέιν; Θέλω να σε βοηθήσω αλλά, για να το κάνω, πρέπει να με βοηθήσεις κι εσύ».
Ο Σύριος έσκυψε το κεφάλι κι έμεινε σιωπηλός.
«Θέλω να μου πεις όλη την αλήθεια κι εγώ σου υπόσχομαι, θα κάνω ό,τι περνά από το χέρι μου για να σε βοηθήσω» ο Γερακιώτης προσπαθούσε να κερδίσει την εμπιστοσύνη του.
Ο Σύριος κατηγορούμενος συνέχισε να σιωπά.
«Σκέψου την κόρη σου. Είναι μόνο οκτώ χρόνων και σε έχει τόση ανάγκη. Τι θα απογίνει, αν εσύ πας στη φυλακή;»
Φαίνεται ότι ο λοχίας κτύπησε την ευαίσθητη χορδή του, γιατί, ξαφνικά άρχισε να τρέμει ολόκληρος, λες και πλάκωσε παγωνιά στο δωμάτιο. Το μυαλό του γέμισε μεμιάς με τις εικόνες από την τραγική νύχτα του χαμού της μικρότερης του κόρης και της γυναίκας του. Άπλωσε τα χέρια και τύλιξε το κορμί του, λες και τύλιγε το κορμάκι της τρίχρονης του κόρης, που έτρεμε γαντζωμένο στον λαιμό του, να το προστατεύσει από τα μανιασμένα κύματα.
«Αμήν, είσαι καλά;» τον ρώτησε ο Γερακιώτης. «Πιες λίγο νερό. Θα σου κάνει καλό».
Η παρέμβαση του λοχία τον έφερε ξανά πίσω στην πραγματικότητα. Κούνησε το κεφάλι, σαν να ξυπνούσε από τον τρομακτικό εφιάλτη και τον κοίταξε πονεμένος.
Πρέπει να μιλήσει, να πει τη δική του αλήθεια, η Άιντά του, η ζωή του, τον περιμένει.
Πήρε κουράγιο, ανάσανε βαθιά κι άρχισε να ξεδιπλώνει το κουβάρι.