Γεννήθηκε, το 1948, στην Κοντέα (επαρχία Αμμοχώστου).
Αποφοίτησε από το Α΄ Γυμνάσιο Αρρένων Αμμοχώστου το 1967 και μετά τη στρατιωτική του θητεία δούλεψε για δυο χρόνια ως ιδιωτικός υπάλληλος. Ακολούθως, το 1971, μετέβη στη Μόσχα όπου στα επόμενα δέκα και πλέον χρόνια σπούδασε χημεία, αποκτώντας διδακτορικό τίτλο (Ph.D.) σε αυτή.
Με την επιστροφή του στην Κύπρο, στις αρχές του 1982, ασκεί διάφορα βιοποριστικά επαγγέλματα με κυριότερο εκείνο του χημικού-υπεύθυνου παραγωγής σε εργοστάσια οικοδομικών υλικών στη Λάρνακα (1983-1985) και Λεμεσό (1985-1988).
Από το 1988 μέχρι το 2013 ήταν εκδότης του πολιτιστικού περιοδικού ΝΕΑ ΕΠΟΧΗ. Σε αυτό έχει δημοσιεύσει το μεγαλύτερο μέρος του λογοτεχνικού και κριτικού του έργου, που περιλαμβάνει μεταξύ άλλων μελέτες για σημαντικούς κύπριους δημιουργούς (π.χ. Παύλος Λιασίδης, Γιώργος Φιλίππου Πιερίδης, Θοδόσης Πιερίδης κ.ά.), κριτική θεάτρου, βιβλιοκρισίες, μεταφράσεις κ.λπ.Την ίδια περίοδο έχει εκδώσει το βιβλίο Θέλετε είσθαι ως Θεοί – Ανθολόγιο Παύλου Λιασίδη (1997) και μια επιλογή δοκιμίων του Γιώργου Φιλίππου Πιερίδη με τον τίτλο Στοχασμοί ενός αναγνώστη (Έκδοση ΕΛΚ, 2004). Επιμελήθηκε, επίσης, την έκδοση πολλών άλλων βιβλίων, καθώς και ψηφιακών δίσκων με κυπριακή (ε/κ και τ/κ) ποίηση. Κατά καιρούς υπήρξε μέλος διάφορων συμβουλευτικών επιτροπών των Πολιτιστικών Υπηρεσιών του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού.
Από το 1992 μέχρι και το 2013 εκλεγόταν επανειλημμένα ως Γενικός Γραμματέας της ΕΛΚ και για μια οκταετία ήταν πρόεδρος της επιτροπής του Βραβείου Πολιτιστικής Προσφοράς «Τεύκρος Ανθίας – Θοδόσης Πιερίδης» της Κ. Ε. του ΑΚΕΛ.
Στα νεανικά του χρόνια εξέδωσε δυο ποιητικές συλλογές, ενώ το μεγαλύτερο μέρος του συνολικού ποιητικού του έργου δημοσιεύτηκε σε εφημερίδες και περιοδικά.
Εργογραφία: Τα τραγούδια της ζωής (ποιήματα, 1969), Του χρέους (ποιήματα, 1971), Όψεις της κοσμοθεωρίας του Παύλου Λιασίδη (δοκίμια, 2015)
Δείγματα Γραφής
Τέσσερα ποιήματα
Θυμάσαι…
… και τα μεγάλα της Αμμοχώστου τ’ άστρα.
Ν. Βαπσάροφ, «Γράμμα»
Μη μου μιλάς για της Αμμόχωστος τα άστρα
απάλειψε το στίχο σου αυτό
που μου σκορπάει απ’ τα αρχαία της τα κάστρα
στη μνήμη το μολύβι το καυτό.
Τι κι αν τον Ιάγο εγώ δεν έκανα παρέα;…
Τι κι αν στο φονικό δεν ήμουνα παρών;…
Δεν ακονίσαν το μαχαίρι τελευταία –
μπροστά στα μάτια μας το τρόχιζαν καιρό.
Μη μου μιλάς για της Αμμόχωστος τα άστρα
που τα χαιρόμουν κάποια άλλη εποχή
μη μου θυμίζεις τη σιωπή μου τη χαλάστρα
την ασυγχώρητη που επέδειξα ανοχή.
Ίσως, θα μου ’λεγες, η ποίηση λυτρώνει –
μα ’γώ δε δόθηκα σ’ αυτή να λυτρωθώ.
Στίχο το στίχο η τύψη με κυκλώνει
και μες στην τύψη αυτή θα διαλυθώ.
Και τι κερδίζω αν διαγράψεις ένα στίχο
αφού άλλος στίχος μες στα σπλάχνα μου αντηχεί
και σμίγει της χαμένης γης τον ήχο
που τη βουλιάξαμε βαθιά μες στην ντροπή.
Φαίνεται παραφέρθηκα, Νικόλα,
κι η λησμονιά δεν είναι απαντοχή…
Όσα κι αν σου ’πα ξέχασέ τα όλα
τραγούδα κόντρα στη δική μας ενοχή.
Τραγούδα της Αμμόχωστος τα άστρα
μη λυπηθείς ν’ ανασκαλεύεις την πληγή.
Μπήξ’ το μαχαίρι στην ησυχία μας τη χαλάστρα
που τόσα χρόνια ευλογούσε τη σφαγή.