Η Κωνσταντία Σωτηρίου γεννήθηκε το 1975 στην Λευκωσία. Είναι απόφοιτος του Τμήματος Τουρκικών και Μεσανατολικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Κύπρου και κάτοχος μεταπτυχιακού στην Ιστορία της Μέσης Ανατολής από το Πανεπιστήμιο του Μάντσεστερ. Εργάστηκε ως δημοσιογράφος στις εφημερίδες Πολίτης και Φιλελεύθερος. Εργάζεται ως Λειτουργός Τύπου στο Γραφείο Τύπου και Πληροφοριών της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Η νουβέλα της Η Αϊσέ πάει διακοπές (Πατάκης 2015) βραβεύτηκε με το “Athens Prize for Literature” στην Ελλάδα και με το βραβείο «Χριστόδουλος και Μαρία Πετρίδη» στην κατηγορία νουβέλα από το Πετρίδειον Ίδρυμα στην Κύπρο. Η νουβέλα ήταν επίσης στη βραχεία λίστα των κρατικών βραβείων Κύπρου, στην βραχεία λίστα της Εταιρείας Συγγραφέων Ελλάδας για το βραβείο «Μένης Κουμανταρέας» και στη βραχεία λίστα, στην κατηγορία των πρωτοεμφανιζόμενων έργων του περιοδικού Αναγνώστης και του περιοδικού Κλεψύδρα. Το θεατρικό της έργο Τζεμαλιγιέ, που παρουσιάστηκε τον Μάρτιο και Απρίλιο 2016 από την θεατρική ομάδα «Σόλο για τρεις» ήταν υποψήφιο στα βραβεία θεατρικής συγγραφικής ΘΟΚ 2016. Το έργο της Σπασμένα, με το οποίο συμμετείχε στο πρόγραμμα PLAY-ON που συνδιοργάνωσαν ο ΘΟΚ με το Κυπριακό Κέντρο του Διεθνούς Ινστιτούτου θεάτρου, παρουσιάστηκε τον Νοέμβριο και Δεκέμβριο 2015 από την «ΕΘΑΛ». Το θεατρικό της έργο Ο αγνοούμενος της κηδείας, παρουσιάστηκε το 2014 σε μορφή σκηνοθετημένου αναλογίου μεταφρασμένο στα Τούρκικα, στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Λογοτεχνικού Προγράμματος “Walls separate words». Έχει διακριθεί σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς στην Ελλάδα. Διηγήματά της δημοσιεύτηκαν σε λογοτεχνικά περιοδικά στην Κύπρο (Νέα Εποχή, Άνευ) και στην Ελλάδα (Πλανόδιον, Εντευκτήριον, Fractal, ο Αναγνώστης, Bookpress). Η δεύτερη της νουβέλα με τίτλο Φωνές από χώμα, κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πατάκη, τον Μάιο του 2017.
Δείγματα Γραφής
Ονειρεύομαι πως ζω σε ένα σπίτι μεγάλο και είμαι μακριά από την πόλη και όλα μυρίζουν εξοχή και όλη μέρα είμαι στην κουζίνα και νοικοκυρεύω και έχω ωραίες κατσαρόλες μαύρες γανωμένες και κάτι πιατέλες γαλάζιες εμαγιέ που έχουν στον γύρο λουλουδάκια και πως έχω στη μέση μου μια ποδιά άσπρη, λινή κλαδωτή, κεντημένη με εκείνο το ωραίο το λευκαρίτικο το κέντημα το κοφτό, λινή ποδιά με μαργαρίτες μεγάλες άσπρες, περίτεχνες και προσέχω πάντα όταν κάνω δουλειές να μην λερώσω την ποδιά μου, προσέχω πάντα μην αφήσω στην ποδιά μου λεκέδες και στη αυλή έχω πρόβατα και κότες και γλάστρες με λουλούδια, βασιλικό και κιούλι και όταν βρέχει κάθομαι στο τζάκι και πλέκω και κοιτάζω την κοιλιά μου που μεγαλώνει και σκέφτομαι με αγάπη το μωρό που περιμένω και φτιάχνω μπλε σκουφάκια επειδή το ξέρω μέσα που πως είναι αγόρι, και χαϊδεύω απαλά την κοιλιά μου και του λέω κουβεντούλες όμορφες και του μιλώ γλυκά, αγόρι μου, αγόρι μου.
Αλλά το αγόρι, όπως κάθομαι εκεί στο τζάκι και του μπλέκω γαλάζια σκουφάκια, αρχίζει και κλοτσά την κοιλιά μου βίαια, νιώθω τα πόδια του σκληρά να με σκίζουν, σηκώνομαι και κρατώ την κοιλιά μου, νιώθω τον πόνο να με σκίζει, τρέχω και παραπατώ, ο γιός μου με κλοτσά και θέλει να με σκοτώσει, θέλει να σκίσει την κοιλιά μου, γυρίζω σαν τρελή στο σπίτι, ρίχνω στο πάτωμα τις κατσαρόλες, σπάζω τις γαλάζιες πιατέλες, ρίχνω στο πάτωμα τα λουλουδάκια, νιώθω τον γιό μου να βγαίνει από την κοιλιά μου, βλέπω τα χέρια του να σκίζουν την λινή ποδιά μου, τη βλέπω να γεμίζει αίμα, η όμορφη λινή ποδιά μου γεμίζει με κόκκινο αίμα και έξω ακούω τα πρόβατα να βελάζουν και τις κότες αλαφιασμένες να τρέχουν και πάντα ξυπνώ λίγο πριν πεθάνω, ξυπνώ πριν ο γιος μου ξεσκίσει τα σωθικά μου, πάντα ξυπνώ λουσμένη στον ιδρώτα και τρέχω στην κουζίνα να πιω νερό και κοιτάζω τα πιάτα μου αλαφιασμένη και σκέφτομαι πως ευτυχώς που δεν έχω μια άσπρη λινή ποδιά κεντημένη με μαργαρίτες να τη δω να γεμίζει αίμα, τι ευτυχία θεέ μου που δεν έχω μια άσπρη ποδιά και κάθομαι στο πάτωμα και νιώθω να φοβάμαι.
Τις τελευταίες νύχτες κοιμάμαι και ξυπνώ πάντα με το ίδιο όνειρο, κοιμάμαι και ξυπνώ και ξέρω πως την νύχτα ο γιος μου θα με σκοτώσει, κάθομαι στο πάτωμα και κλαίω για τον γιο μου και τρίβω απαλά την κοιλιά μου και τον ρωτώ αγόρι μου, αγόρι μου, γιατί και σηκώνομαι μετά αποφασισμένη, στέκω στα πόδια μου με κόπο και λέω ότι απόψε δεν θα το αφήσω να τελειώσει έτσι, απόψε θα ξυπνήσω την ώρα που μπλέκω τα γαλάζια σκουφάκια στο τζάκι, απόψε δεν θα σε αφήσω αγόρι να με σκοτώσεις φτάνει να ξυπνήσω την ώρα που πρέπει, εκείνη την ώρα που μπλέκω τα γαλάζια σκουφάκια στο τζάκι.