Η Ευαγγελία Χαραλάμπους-Παυτίνου γεννήθηκε το 1980 στην Πάφο (Κύπρος). Σπούδασε Ελληνική φιλολογία (E.K.Π.Α.) (2001) και θέατρο στο «Νέο Ελληνικό Θέατρο» του Γιώργου Αρμένη (2003). Κατέχει Μεταπτυχιακό και Διδακτορικό δίπλωμα στην Ηθική φιλοσοφία (Ε.Κ.Π.Α.) (2006, 2011). Επιπλέον, το 2020 έχει παρακολουθήσει: α) μέσω e-learning σεμινάριο με Πρακτικές Ασκήσεις Δημιουργικής γραφής (Ε.Κ.Π.Α.) και β) σειρά σεμιναρίων δημιουργικής γραφής με την ομάδα συγγραφέων ΔΙΑΒΑΣΕΙΣ.
Άρθρα της έχουν δημοσιευτεί σε διάφορα περιοδικά (Ηθική, C.S.R). Έχει συμμετάσχει σε παραστάσεις, εργαστεί ως βοηθός σκηνοθέτης και ως επιμελήτρια σε περιοδικά σε Κύπρο και Ελλάδα. Έχει διακριθεί στον δεύτερο διεθνή λογοτεχνικό διαγωνισμό της ιστοσελίδας του eyelands.gr με θέμα «Ελλάδα» και διήγημά της με τίτλο «Καρτ ποστάλ και βουκαμβίλιες» έχει εκδοθεί σε ανθολογία με τίτλο «Ιστορίες για την Ελλάδα». Έχει διακριθεί στον 3ο διεθνή λογοτεχνικό διαγωνισμό ζωοφιλίας, παραμύθι της έχει διακριθεί στον 19ο λογοτεχνικό διαγωνισμό Κερατσινίου (Ε.Τ.Ε.Π.Κ.) και έχει διακριθεί στον λογοτεχνικό διαγωνισμό των εκδόσεων Καλλιτεχνείον, με θέμα «Άνθρωπος δίχως προσωπείο». Η συλλογή παραμυθιών της με τίτλο Τζόκο, ο γρύλος και το καραβάνι με τις ιστορίες διακρίθηκε από τον Κυπριακό Σύνδεσμο Παιδικού-Νεανικού Βιβλίου (2021). Διηγήματα, άρθρα και παραμύθια της υπάρχουν στο λογοτεχνικό blog lemilou.blogspot.com, σε λογοτεχνικά περιοδικά: 121 words, Άνευ, koukidaki.gr., diastixo.gr, hartismag, ftactalart, monoklread.gr, peri ou.gr, paideia.news. Στην παρούσα φάση εργάζεται στο Παιδαγωγικό Ινστιτούτο Κύπρου και έχει εκδοθεί το πρώτο της μυθιστόρημα, με τίτλο Κατακαλόκαιρο, από τις εκδόσεις Μωβ Σκίουρος (Οκτώβρης 2021).
Δείγματα Γραφής
«Θα σε ξαναρωτήσω: γιατί έφυγες;»
«Τη στιγμή που φόρτωνα τα πράγματά μου, μες στη νύχτα, πίστευα ότι θα είναι καλύτερα χωρίς εμένα. Ότι δεν έχω τίποτα να του δώσω. Ότι έχει το δικαίωμα να ζήσει μια πιο φυσιολογική παιδική ηλικία».
Στο δικό μας σπίτι η μιζέρια είχε βγάλει ρίζες στους τοίχους. Μόνο ένταση και καβγάδες ζούσε αυτό το παιδί. Και μετά απομόνωση και μοναξιά. Ο καθένας στο κλουβί του. Ήθελα να πάρω αέρα, δεν γινόταν αλλιώς.
«Γιατί δεν τον πήρες μαζί σου;»
«Γιατί νιώθω άδεια. Νεκρή μέσα μου», παραδέχεται η Ζακλίν.
Σαν ποτάμι που έχει στραγγίσει. Θέλω να χαθώ, να μη σκέφτομαι…
«Έχεις σκεφτεί πόσο θα του κοστίσει όλο αυτό; Για την υπόλοιπη ζωή του;» τη ρωτάει.
«Κάθε λεπτό. Αλλά δεν έχω να του δώσω τίποτα. Δεν έχω», επαναλαμβάνει. Αυτή είναι η αλήθεια της.
«Δεν το βρίσκεις λίγο εγωιστικό; Υπάρχουν γυναίκες που δεν έχουν ούτε τα βασικά για να μεγαλώσουν το παιδί τους, αλλά το παλεύουν. Κι εσύ;»
«Κι εγώ δεν έχω ούτε τα βασικά μέσα μου».
Μια μητέρα με τα δύο της παιδιά περνάει από μπροστά τους. Έχει το ένα στον μάρσιπο και κρατάει το άλλο από το χεράκι. Το μεγαλύτερο παιδάκι τραγουδάει και η μαμά τού χαϊδεύει τα μαλλιά. Η Γαλλίδα νιώθει μια μικρή ναυτία.
«Από τη στιγμή που γίνεσαι μάνα, δεν υπάρχει πια “εγώ”. Το ξεχνάς». Της μιλάει απίστευτα ήρεμα, η φωνή του δεν έχει κανένα χρώμα κι αυτό την πονάει ακόμα πιο πολύ. Για λίγο απολαμβάνουν και οι δύο τη σιωπή.
Ο Άρης ακόμα προσπαθεί να καταλάβει γιατί κάθισε μαζί της. Κάτι τον γοητεύει σ’ αυτήν. Το βλέμμα της, το πόσο εύθραυστη είναι.
Τον Αύγουστο όλα επιτρέπονται. Κανονικά είμαι σε άδεια, και αν δεν μου το ζητούσε η αδερφή μου, δεν θα τη συναντούσα, δικαιολογείται στον εαυτό του.
Τον ιντριγκάρει και κάτι άλλο πάνω της: θέλει να μάθει το γιατί μια μητέρα μπορεί να εγκαταλείψει το παιδί της. Την άφησε να μιλήσει, να το βγάλει από μέσα της, αλλά ακόμα δεν έχει πάρει τις απαντήσεις που να τον καλύπτουν.
«Και τώρα, ακολουθεί μια κρίσιμη ερώτηση. Το έχεις μετανιώσει;» τη ρωτάει.
Η Γαλλίδα το σκέφτεται για λίγο.
«Μετανιώνεις όταν έχεις να επιλέξεις κάτι. Όταν υπάρχει μόνο ένας δρόμος και καμία άλλη επιλογή, πώς να μετανιώσεις; Εγώ όταν έφυγα ήταν σαν να έχει πιάσει φωτιά το σπίτι. Έχεις επιλογή στη φωτιά;»
Ο Άρης το σκέφτεται για λίγο. Αυτό είναι το πρόβλημα με τις ιστορίες. Ο καθένας από τη μεριά του έχει δίκιο. Κανείς δεν φταίει και όλοι φταίνε.
…Νιώθω να γιατρεύομαι ολόκληρη. Δεν σου είπα, βέβαια, από τι, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία. Είμαι πολύ κοντά στο να βγω από το πηγάδι, να επιστρέψω στην κανονική ζωή. Φυσιολογική ζωή. Για μένα φυσιολογική ζωή είναι να μην χρειάζεται να κάνω αγώνα κάθε πρωί για να βρω κάτι που θα με κάνει να θέλω να σηκωθώ από το κρεβάτι.
Ελπίζω να είσαι καλά. Γράψε μου τα νέα σου. Baadaye! Kwaheri! Με άλλα λόγια Γεια! Στο επανιδείν! Έτσι, για να μάθεις και λίγα σουαχίλι. Η γλώσσα τους δεν είναι σαν μουσική; Όλα εδώ πέρα είναι μουσική.
Το ποτάμι ξεράθηκε μ’ αυτό το λιοπύρι. Αναγκαζόταν να διασχίζει όλη την πλαγιά για να βρει νερό, αλλά δεν την ένοιαζε γιατί είχε κάτι να περιμένει τα βράδια. Είχε φτιάξει στην άκρη του ποταμιού μια καλύβα από καλάμια και ξυλάκια κανέλας και τον περίμενε. Όλη τη μέρα χόρευε και του μαγείρευε για το βράδυ. Όλοι ψιθύριζαν και την έδειχναν με κρυφά γελάκια. Η τρελή του χωριού, αλλά τι την ένοιαζε; Οι τρελοί είναι ευτυχισμένοι, έτσι κι αλλιώς. Οι λογικοί είναι που δεν τα βγάζουν πέρα.
Φορούσε πάντα ένα λευκό, δαντελένιο φόρεμα όταν τον περίμενε. Παραγγελιά απ’ αυτόν. Δεν άντεχε τα μαύρα, όλη μέρα μέσα στο σπίτι του, μαύρο σήμαινε πόρτες κλειστές και μυρωδιά από καντήλια. Κι αυτός λευκή, μαυριτανική δαντέλα περίμενε να αγγίξει.
Στην αρχή συναντιόντουσαν στα κρυφά. Περίμενε μέχρι να αποκοιμηθεί η γυναίκα του και έτρεχε στο καλυβάκι της, με τις κανέλες στα παράθυρα. Για να γευτεί τη δροσιά της, που κρυβόταν κάτω από τη λευκή δαντέλα.
Μετά, το έμαθε η γυναίκα του.
«Δεν θα την έχεις για πολύ», του είπε ένα βράδυ. Φλόγες πεταγόντουσαν από τα μάτια της προς κάθε κατεύθυνση. Μέχρι την πλατεία έφτασαν.
Πήγε κοντά της και όταν την βρήκε, την έσφιξε πάνω του δυνατά, σαν να την αποχαιρετούσε.
Κι αυτή κατάλαβε πως η ευτυχία δεν κλειδώνεται, κομμάτι τούρτας που καταβροχθίζεις επιτόπου, δεν χωράει σε ταπεράκι για το σπίτι. Η ευτυχία της, αυτός. Το μαζί τους.
Την επομένη, κίνησε πάλι να πάει στην καλή του.
«Δεν είναι εκεί, μην κάνεις τον κόπο» του είπε η γυναίκα του.
Εκεί ήταν μόνο το σώμα της, θαμμένο έξω από την καλύβα.
Κάποιοι σ’ αυτό το χωριό υποφέρουν με την ευτυχία των άλλων. Δεν αντέχουν τα λευκά φορέματα και τα λουλούδια στα μαλλιά.
Λιοπύρι. Κι αυτός ένιωσε το στόμα του στεγνό, να καταπίνει χώμα, σαν αυτό που σκεπάζει το λευκό, δροσερό της φόρεμα.