Ο Χρίστος Χατζήπαπας (1947) σπούδασε Κτηνιατρική και έκανε μεταπτυχιακά.
Το 1969 και 1979 εξέδωσε αντίστοιχα δύο ποιητικές συλλογές (Ενδοσκόπιο και Εισαγωγή στην τραγωδία), ενώ μια τρίτη Τα πηγάδια της Ιστορίας κυκλοφόρησαν από τις εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2012.
Εξέδωσε τις συλλογές διηγημάτων:
Το μεγάλο ψέμα, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1981
Εντελώς φυσιολογικός, Λευκωσία, 1984 (Α΄ Κρατικό Βραβείο Διηγήματος)
Έρως εν καμίνω, εκδ. Λιβάνη, Αθήνα, 2001 (Α΄ Κρατικό Βραβείο Διηγήματος)
Το ασταθές βήμα, εκδ. Γαβριηλίδης, Αθήνα, 2009. Μεταφράστηκε στα γαλλικά, βουλγάρικα και τούρκικα.
Like a discus thrower, short stories, εκδ. Armida, 2009
Η συλλογή διηγημάτων Αλλόφυλοι εραστές είναι υπό έκδοση από τις εκδ. Γκοβόστη.
Εξέδωσε τα μυθιστορήματα:
Το χρώμα του γαλάζιου υάκινθου, εκδ. Καστανιώτης, Αθήνα, 1989
Στην ολκό του μαύρου φεγγαριού, εκδ. Δελφίνι, Αθήνα 1993 (Α΄ Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος)
Στο μάτι του φιδιού, εκδ. Καστανιώτης, Αθήνα 2000 (Α΄ Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος). Κυκλοφόρησε επίσης στα βουλγάρικα από τις εκδ. «Μπαλκάνι», 2003.
Διηγήματα και ποιήματά του μεταφράστηκαν σε πολλές γλώσσες.
Μαζί με τη γυναίκα του, συγγραφέα Βασίλκα Πετρόβα-Χατζήπαπα, μετέφρασε ποίηση, πεζό και θεατρικά έργα από τα βουλγάρικα, που παίχτηκαν από τη σκηνή του ΘΟΚ και του Σατιρικού Θεάτρου.
Διετέλεσε για σειρά ετών Πρόεδρος της Ένωσης Λογοτεχνών Κύπρου.
Είναι μέλος της Συντακτικής Επιτροπής του λογοτεχνικού περιοδικού Νέα Εποχή.
Το 2017 τού απονεμήθηκε το βραβείο «Γ.Φ.Πιερίδης» της Ένωσης Λογοτεχνών Κύπρου για τη συνολική προσφορά του στα Κυπριακά Γράμματα.
Δείγματα Γραφής
Διήγημα
«Αν έλειπε εκείνη η μέρα στο ημερολόγιο κι εκείνη η γρουσούζικη ώρα, το παιδί θα ζούσε σήμερα…» είπε ο Ερόλ κι έχωσε τα δάκτυλα του δεξιού χεριού στα γκρίζα, μακριά μαλλιά του. Διέκοψε απότομα την προηγούμενη διήγησή του. Σαν να τον είχε αρπάξει ρεύμα μικρής τάσης. μια ηλεκτροπληξία μνήμης… «Μπορεί τώρα να ήταν σήμερα ένας ακτιβιστής της ειρήνης και της επανένωσης. Όπως εμένα, εσάς…» συνέχισε, σαν να απευθυνόταν μακριά, σε κάποιον αόρατο άγνωστο.
Κατάλαβα πως η αρχινημένη κουβέντα μας, για τους «Αλλόφυλους εραστές», θα έμενε στη μέση…
«Μα, ναι, θα πρέπει πρώτα να πω αυτό! Ήρθε ξαφνικά και δεν φεύγει απ’ εδώ!» είπε ο Ερόλ, πιέζοντας και στρίβοντας τον δείκτη σαν αρίδα στον κρόταφο.
Ήθελε να πει πως εκεί κατοικούσε η μνήμη. Που αδημονούσε…
Ο μεταφραστής και φίλος μου, o Αζίζ, ένιωσε και ο ίδιος ένα τράνταγμα. Κοιτούσε μια εμένα, μια εκείνον. Δεν ήθελε να του φύγει λέξη:
«Μεσούντος του Αυγούστου, λοιπόν, και της δεύτερης εισβολής… Δεν θα ξεχάσω τους αιχμάλωτους που είχανε εγκλωβιστεί σε αγροικίες του Γεωργικού Γυμνασίου, στις παρυφές της Μόρφου. Στις εκκαθαρίσεις που ακολούθησαν την επέλαση του στρατού, λάβαινε μέρος κι ο Γιουσούφης. Φανατικός, δολοφόνος κατά συρροή, ορκισμένος της Τ.Μ.Τ. Γνωστός σ’ όλους στο χωριό σαν Γιουσουφάκι. Φοβού όσους έχουν και επεξηγηματικό παρατσούκλι…» είπε και χαμογέλασε, παρακολουθώντας αν πιάσαμε τον υπαινιγμό του. Θα του έλεγα εγώ, πως κι εμείς απ’ εδώ συνηθίζουμε κάτι ανάλογο, για ανθρώπους που, λόγω πλούσιου ποινικού μητρώου, δεν αρκούνται στ’ όνομά τους και χρήζουν διευκρίνησης. Αλλά, γιατί να διακόψω;…
«Μόλις που είχε καταφέρει το Γιουσουφάκι, πριν από κάνα μήνα, να ξεφύγει, δυστυχώς, από την Εθνική Φρουρά και τους πραξικοπηματίες που, με το που μπήκαν στο χωριό, μάζεψαν τους άντρες και τους στείλανε πακέτο στη Λεμεσό. Το Γιουσουφάκι έκανε επάγγελμα το φονικό. Yırtıcıhayvan, ύαινα! Κυκλοφορούσε μ’ ένα αυτόματο, δίπλα στους τούρκους στρατιώτες, αγρίμι που οσμιζόταν το ζεστό αίμα από μακριά.
»Οι αιχμάλωτοι, καμιά εικοσαριά, κρατούνταν στην αυλή του σχολείου. Τυχαία, στη σκηνή βρέθηκε ένας Τούρκος γιατρός, απ’ αυτούς που είχε φέρει μαζί του ο στρατός. Στους ώμους του πολλά σιρίτια. Οι βοηθοί του τον φώναζαν αρχίατρο. Πάνω στην κουβέντα τού ξέφυγε πως, ευτυχώς, χρόνια τώρα στον στρατό, δεν του έτυχε ποτέ να δει να θανατώνεται άνθρωπος μπροστά στα μάτια του. Δεν θα το άντεχε… Πιθανότατα, μέσα στην κόλαση των ημερών, να είχε νιώσει ξαλαφρωμένος με κάποια καινούργια διαταγή από το αρχηγείο…
»Τί ήθελε να το πει, αυτό, ο γιατρός!
»Αυτοστιγμεί, το Γιουσουφάκι, βγήκε μπροστά, σαν κακομαθημένο παιδί, κουνιστός λυγιστός, κοντός, μια σπιθαμή, και παρίστανε λες, πως επιθεωρούσε την ομάδα των αιχμαλώτων. Εκείνοι στάθηκαν προσοχή μπροστά του. Στη φάτσα του κόλλησε μια μάσκα με κάτι δόντια που της λείπανε».
Ο Ερόλ άγγιξε μηχανικά, δυο τρεις φορές, το χέρι στη θέση της καρδιάς. Εκεί που οι καπνιστές βάζουν συνήθως το κουτί με τα τσιγάρα …για να την προστατέψουν . Άναψε ένα. Πρότεινε αφηρημένα και σ’ εμάς, αν και ήξερε πως δεν καπνίζουμε.
«Το Γιουσουφάκι», συνέχισε ο Ερόλ, «απευθύνθηκε χλευαστικά σ’ έναν από τους αιχμαλώτους, δυο φορές το μπόι του: ‘Έλα εδώ εσύ, καλός μου φαίνεσαι!’
» Ήταν ένα ψηλό, λιγνό παιδί, γύρω στα είκοσι πέντε. Του μίλησε στα ελληνικά. Χωρίς να χάνει χρόνο, τον έστησε σαν δίσκο σκοποβολής στα είκοσι μέτρα, μέσα στην πλατεία του σχολείου. Ο γιατρός σαν κατάλαβε τις σατανικές προθέσεις του, έμπηξε τις φωνές.
’Τουρ, τουρ! Μη, μην το κάνεις αυτό! Υπάρχει διαταγή!’
»Πριν τελειώσει όμως τα λόγια του, είδε τα αίματα να πιτσιλίζουν τη μικρή πλατεία, και τον αιχμάλωτο να σωριάζεται σακί κάτω.
»Ο γιατρός έκανε εμετό και λιποθύμησε».
»’Αμ’ τέτοιοι είναι οι Τούρκοι αξιωματικοί;’ ακούστηκε η ύαινα να βρίζει, φτύνοντας κάτω με θόρυβο τη θερινή σκόνη που είχε ζυμωθεί με τον ιδρώτα στις γωνιές των χειλιών του. «Γιαζίκ, για αξιωματικοί!», φτου, για αξιωματικοί…’»
«Πιθανότατα ο δολοφόνος γνώριζε για τη διαταγή, η οποία είχε φτάσει κατά το απομεσήμερο από το Κεντρικό Αρχηγείο. ‘Να μην δολοφονούνται οι αιχμάλωτοι, για να ανταλλαγούν με δικούς μας!’.
»Και να φανταστείς, δεν είχαμε μέχρι τότε σοβαρά επεισόδια με τους Έλληνες συγχωριανούς μας. Τα μάζεψαν, βέβαια και φύγανε το ’58, με την ΕΟΚΑ και τις φασαρίες. Ήτανε οι λίγοι. Μετακόμισαν στην Πέτρα, το κεφαλοχώρι δίπλα. Όπως είχε γίνει και με δικούς μας σε άλλα χωριά, όπου ήταν μειονότητα. Κράτησαν όμως οι πιο πολλοί τα κτήματά τους, ερχόντουσαν και τα δουλεύανε, πίναμε μαζί τον καφέ μας στα καφενεία. Και στους γάμους μας έρχονταν και στους δικούς τους πηγαίναμε. Διατηρούσαμε καλές σχέσεις μέχρι το ’74. Τον Γιουσόυφη τον τραβούσε το αίμα. Μέσα στην τρέλα του πολέμου, που η ευθύνη δεν βαραίνει προσωπικά κανένα, ο καλός χάνει τα νερά του κι ο κακός, γίνεται θηρίο ανήμερο. Yırtıcıhayvan, ο Γιουσούφ!
Με την τελευταία λέξη, ο Ερόλ πέταξε οργισμένος το τσιγάρο μακριά, σαν να σημάδευε κάποιον. Αμέσως, όμως, σηκώθηκε, πήγε και τον πάτησε, λιώνοντας τον με το τακούνι του.
Επιστρέφοντας, είπε: «Αν έλειπε εκείνη η μέρα του Αυγούστου από το ημερολόγιο, εκείνη η γρουσούζικη ώρα, το παιδί θα ζούσεσήμερα…»