H Μαρία Χατζηαυξέντη είναι μέλος πολύτεκνης οικογένειας, παντρεμένη και μητέρα 3 παιδιών. Κατάγεται και διαμένει μόνιμα στους Τρούλλους της πόλης Λάρνακας, στην Κύπρο. Εργάζεται ως εκπαιδευτικός στο Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού Κύπρου και υπηρετεί σε σχολείο της Λάρνακας. Είναι μεταπτυχιακή απόφοιτος του Πανεπιστημίου Κύπρου, του τμήματος Επιστημών της Αγωγής, με κατευθύνσεις τη Διαπολιτισμική Εκπαίδευση και τη Μαθηματική Παιδεία και κάτοχος του μεταπτυχιακού προγράμματος MBA (EDP) του Cyprus International Institute of Management (CIIM): Executive Development Programme.
Γράφει ποιήματα και στίχους
- 2018: Παρουσίαση της τρίτης ποιητικής συλλογής της , με τίτλο “Ενοικιάζεται/Πωλείται”
- Μάιος 2008: Παρουσίαση της δεύτερης ποιητικής συλλογής, με τίτλο «Μεταίχμιο»,
- Μάρτιος 2004: Παρουσίαση της πρώτης ποιητικής συλλογής της με τίτλο «Παλίρροια»
- Σεπτέμβριος 2006: Βράβευση από τη βασίλισσα της Αγγλίας, γιατί συνέβαλε με αγγλικούς στίχους στη δημιουργία ενός δίσκου τραγουδιών για τις χώρες της Κοινοπολιτείας. Το ανθολόγιο τραγουδιών (cd) «Goodenough Voices of the Commonwealth» κυκλοφόρησε στο Λονδίνο, το Σεπτέμβριο του 2006.
Δείγματα Γραφής
Με τις χειροπέδες στα χεριά τον σπρώχνουν και τον ξυλοφορτώνουν αλύπητα. Ένας μεσήλικας, αξύριστος εδώ και μέρες, με το κεφάλι του σκυφτό διαπομπεύεται στον κεντρικό δρόμο της φωταγωγημένης μεγαλούπολης. Κουρελής και άκουρος, έμοιαζε σαν ασυνάρτητος παλιάτσος. Τη μια γελούσε και την άλλη έκλαιγε σαν παιδί. Ποιος ξέρει τι ήπιε; ποιος ξέρει τι είχε; ποιος ξέρει το γιατί; Όλοι τον έβλεπαν με το ίδιο σιχαμερό βλέμμα, λες και ήταν ένα αρρωστημένο σκυλί, που θα τους δάγκωνε. Ανήθικοι οι λόγοι της αποφυγής, απάνθρωποί … λες και το ανθρώπινο σκυλί μετέδιδε τη λύσσα. Μέσα στο τραμ σκεφτόμουνα, τι άδικη που είναι η ζωή, τι λόγος για να ζεις … όταν ο αδερφός σου γίνεται ένα σκουπίδι για τους νυχτερινούς οδοκαθαριστές της παρανομίας.
Τι ντροπή να σέρνεται κάτι τέτοιο μπροστά στο μεγαλόπρεπο μεσαιωνικό χτίριο, εκεί όπου οι κάθε λογής λεφτάδες απολαμβάνουν τα ωραία και τα μεγάλα. Όταν ακόμη οι μελωδίες από το μέγαρο μουσικής παίζουν το δικό τους θέατρο, όταν τα πλήκτρα του πιάνου είναι ακόμη ζεστά, και οι χορδές των βιολιών ακόμη να ξεκουραστούν. Και αμέσως ξεκινά μια αλλιώτικη όπερα, με σειρήνες, κραυγές, γέλια, κλάματα, χτυπήματα και τυμπανισμούς. Μια αλυσοδεμένη αρκούδα υπακούει στον δικό της μαέστρο. Οι φτηνές αλήθειες είναι εδώ, και ξεσκίζουν σαν γεράκια τη σάρκα της ανθρωπότητας. Παρόλα αυτά όμως, υπάρχουν κι αυτοί που συγκινούνται με τα πολύ μικρά, με τα πολύ φτηνά. Οι αντίθετες όψεις της ίδιας κοινωνίας είναι αυτές που ερεθίζουν τον αληθινό καλλιτέχνη, κι ας προσπαθούν πάντοτε να αποκρύψουν την αμαυρωμένη. Η μονόπλευρη προβολή, των ύψιστων και μόνων θεαμάτων ξεθωριάζει με το χρόνο. Χάνεται στο φως της μέρας, όταν ο απλός εργάτης περπατάει στο δρόμο για να φτάσει έγκαιρα στο αφεντικό του … αλλά εγώ είμαι ακόμη στο τραμ και συνεχίζω να σκηνογραφώ τη συνέχεια του ευτελούς γεγονότος. Τα όργανα της τάξης εκτελούν το καθήκον τους πέραν του δέοντος, ανακρίνουν τον νεόφερτο εγκληματία, του δίνουν καινούριο και καθαρό ασπρόμαυρο πουκάμισο, και τον οδηγούν στο μπουντρούμι του σωφρονισμού. Εμείς οι υπόλοιποι σώφρονες ας κοιταχτούμε ενδελεχώς στο καθρέφτη, κι ας αντιληφθούμε ότι η ζωή μας είναι ένα υγρό και υπόγειο μπουντρούμι, με ελάχιστες αχτίδες φωτός. Ανάλογα με το πόσο βαθιά θάβεσαι.