Η Ελένη Ρίμπα γεννήθηκε μια Πρωτομαγιά και Μεγάλη Παρασκευή του 1959 σ’ένα χωριό της Φλώρινας τον Τροπαιούχο. Φοίτησε στο Δημοτικό σχολείο του χωριού της και μετέπειτα στο Οικονομικό Γυμνάσιο- Λύκειο στη Φλώρινα.Το 1979, τελειώνοντας το Λύκειο, πήγε στην Αθήνα όπου φοίτησε σε σχολή Λογιστών.Το 1984 παντρεύτηκε με τον Κύπριο δάσκαλο Χαράλαμπο Χαραλάμπους, αιχμάλωτο του 1974 και πρόσφυγα από την κατεχόμενη Άσσια και απέκτησαν τρία αγόρια.Το 1986 εγκαταστάθηκε μόνιμα στη Λευκωσία.Τα τελευταία χρόνια ασχολείται επαγγελματικά με την λαϊκή οικοτεχνία της κεντητικής και με διάφορες κατασκευές πλεξίματος.Είναι και εξωτερική συνεργάτης της Υπηρεσίας Κυπριακής Χειροτεχνίας και προσκαλείται σε διάφορα παραδοσιακά και λαογραφικά φεστιβάλ Δήμων και Κοινοτήτων της Κύπρου.Είχε πάντα ως ενδιαφέρον την συγγραφή….αλλά λόγω οικογενειακών υποχρεώσεων δεν κατάφερε να ασχοληθεί συστηματικά με το γράψιμο.Δραστηριοποιήθηκε λίγο αργά, ίσως… το πρώτο της βιβλίο το ολοκλήρωσε στα 59 της χρόνια.Το 2020 εκδόθηκε στην Κύπρο από τις εκδόσεις Ηλία Επιφανίου το πρώτο της βιβλίο με τίτλο:«Χαράλαμπος Χαραλάμπους, αιχμάλωτος ετών 16: Η πορεία του από το χωριό του την Άσσια, στην προσφυγιά». Το 2023εκδόθηκε, πάλι από τις εκδόσεις Ηλία Επιφανίου, το δεύτερό της βιβλίο με τίτλο:«Μακεδονικός Αγώνας-Κατοχή-ΕμφύλιοςΚαι ο Γολγοθάς της Αιμιλίας». Αναμένονται για έκδοση άλλα δύο βιβλία της.
Δείγματα Γραφής
Το «Νούμερο 31328» τον έκανε να ωριμάσει λόγω των πολύ παραστατικών περιγραφών του Βενέζη αναφορικά με τις απάνθρωπες συμπεριφορές των Τούρκων απέναντι στους αιχμαλώτους Έλληνες … και τον συγκλόνισε.
Πού να φανταζόταν τότε ότι μετά από μερικούς μήνες θα ζούσε κι αυτός το ίδιο «Νούμερο 31328»…
Η παραμονή του μετέπειτα στην αιχμαλωσία ήταν φρικτή.
Αμέσως ήρθαν στο μυαλό του σκηνές που είχε διαβάσει στο βιβλίο και ήταν πανομοιότυπες με αυτές που έζησαν και οι Ελληνοκύπριοι αιχμάλωτοι στην Κύπρο.
Ήταν εδώ ο πρωταγωνιστής του έργου.
……………………………………………………………………………………………………………….
…… Η ψυχή του Χαράλαμπου, βλέποντας τον πατέρα του να ελευθερώνεται, (όπως νόμιζε) και να φεύγει, πλημμύρισε με διάφορα περίεργα συναισθήματα.
Από τη μια πλευρά της καρδούλας του σκέφτηκε ότι θα χάσει, έστω και αυτήν την σκληρή και απατηλή επαφή με τον πατέρα του, αλλά υπερίσχυσε το άλλο μισό κομμάτι της καρδιάς του που ξεχείλισε από μια κρυφή χαρά μέσα του, που δεν μπορούσε να τη μοιραστεί με κανέναν, γιατί σκέφτηκε ότι θα γλύτωνε ο μπαμπάς του και θα πήγαινε στο σπίτι τους να βρει τη μητέρα και τα αδέρφια του.
Υπερίσχυσε, λοιπόν, η χαρά…
Ήταν πιο δυνατό το συναίσθημα αυτό για τον μικρό Χαράλαμπο.
Η 21 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ ΕΜΕΛΛΕ ΝΑ ΗΤΑΝ ΚΑΙ Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΜΕΡΑ ΠΟΥ ΕΒΛΕΠΕ ΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ ΤΟΥ.
Εκείνη η φορά, που έβλεπε τον πατέρα του ζωντανό, χωρίς να μπορεί να τρέξει να σπάσει τα δεσμά του και να χωθεί στην αγκαλιά του και να μείνει μαζί του, ήταν και η τελευταία…
Έμεινε ακίνητος με τα δάκρυα να κυλούν στο πρόσωπό του… και τον πατέρα να μην μπορεί να εκφραστεί, φοβούμενος βιαιοπραγία σε βάρος του.
Έμεινε μετέωρη μόνο κάποια ελπίδα… που όμως, δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ.
Γιατί δεν υπήρξε ποτέ γυρισμός. Και η αναμονή έμεινε χωρίς τέλος.