Η Ειρήνη Ανδρέου είναι από την Κύπρο.
Έχει δύο παιδιά και πέντε εγγόνια.
Είναι μια επαναστάτρια της ζωής
και των γραμμάτων μακριά
από καθωσπρεπισμούς,
λογοτεχνικά καλλιστεία και “φατρίες” .
Τηρεί το “Λάθε βιώσας”του Επίκουρου
και το “Όσο μπορείς”του Καβάφη.
Η ποίηση της λιτή, κατανοητή,
άκρως καυστική, καταγγελτική,
αντιπολεμική αλλά συνάμα λυρική, ανθρώπινη και βαθιά συναισθηματική.
Κύρια θέματα της η προδομένη κι ως εκ τούτου μοιρασμένη Κύπρος,
το παιδί, η παγκόσμια ειρήνη
κι ο αγώνας της
για προσωπική ελευθερία.
Απεχθάνεται την αδικία,
την βία, την υποκρισία,
την χυδαιότητα, την αιματοχυσία,
την προπαγανδιστική ποίηση θανατολατρείας
και την θρησκοληψία.
Γράφει στον επίλογο της:
Θρησκεία μας η Αγάπη!
Πατρίδα μας η Γη!
Σημαία μας η Ειρήνη!
Αυτό μονο αν γίνει
ο κόσμος θα σωθεί.
Προηγούμενα βιβλία της:
Της ψυχής μου τα κομμάτια
και “Φτου μας… με αγάπη.
Δείγματα Γραφής
Κι η προδοσία στέφθηκε με κλάδο ελιάς
Εσείς που πάνω από ηρώων μνήματα κομπάζετε
με δάφνινα στεφάνια και λόγια πατριωτικά
μα την θυσία τους ασύστολα ντροπιάζετε…
μέχρι τα μπούνια βουτηγμένοι στην βρωμιά…
Αυτοί που αμούστακα παιδιά ζώναν μ’ εκρηχτικά
κι είχαν για σύνθημα Πατρίς Θρησκεία Λευτεριά
τα στέλνανε σφαχτάρια τρυφερά στου λύκου την φωλιά
δεν ‘ξεραν πως ο θάνατος τα καρτερούσε στην γωνιά ;
Για ποια Πατρίδα ποιά Θρησκεία , Λευτεριά καυχιέστε
εσείς που επροδώσατε κάθε ιδανικό;
Τον θάνατο Αθάνατο με στόμφο τον ελέτε
της Μάνας δεν σηκώσατε ποτέ σας τον σταυρό……….
Κι αυτοί που δεν ζωστήκανε μ’ εκρηκτικά
μα μόνο φανατίζανε αμούστακα παιδιά
για ένα μίσος που το λέγανε αγώνα λευτεριάς
ήταν οι ίδιοι που ήρθανε ξανά και φέρανε την συμφορά.
Κι η προδοσία στέφθηκε με κλάδο ελιάς
Ποίηση και οίηση
Κάποτε δεν κοιμόμουνα
με έβρισκε η ήλιος
καθώς αγωνιζόμουνα
να φτιάξω ένα βασίλειο
που μέσα όλοι να’μαστε
λευκοί κίτρινοι μαύροι
παντού αυλές ολάνθιστες
κάμποι γιομάτοι στάρι
όλοι να χόρταιναν ψωμί
κανείς να μην πεινούσε
το δίκαιο σ’ αυτή τη γη
τ’αδικο να νικούσε.
Στο μέσα μου ένα παιδί
με έσπρωχνε με πάθος
να μην σιωπώ ούτε στιγμή
γι άλλα παιδιά να γράφω.
Γι αυτά που ξέχασ’ ο Θεός
κι οι άνθρωποι συνάμα
να κάνω ξίφος κοφτερό
της πένας μου την λάμα
για κάθε ανθρωποειδές
που μόλυνε την πλάση
τον κόσμο γέμιζε πληγές
και την ψυχή είχε χάσει
εξολοθρεύοντας λαούς
σαν λυσσασμένο ζώο
ξεπέρασ’ ολους τους φραγμούς
αδίσταχτο,, αιμοβόρο.
Ποίηση; Γράμματα ψιλά
για το χοντρό πετσί τους
χρήμα στις φλέβες τους κυλά
τρώνε κι οι αυλικοί τους
και μεγαλώνει ο φασισμός
παίζοντας τον σωτήρα
που ξεγελά τον κάθε νιο
αχ ποίηση μου στείρα
γι αφύπνιση μαχόμουνα
δεν κυνηγούσα δόξα
τις νύχτες δεν κοιμόμουνα
μου λέγαν έχω λόξα
αυτοί που δεν τους ένοιαζε
τι γίνεται στον κόσμο
μα η κοιλιά να γέμιζε
και το τομάρι μόνο.
Δεν ήταν τα παιδάκια τους
στα ερείπια θαμένα
η μες στα σεντονάκια τους
άψυχα, ματωμένα….
Κι ετσι καθώς πλησίασα
στην τρίτη ηλικία
κι απ’ όλα πια απηύδησα
δεν πήρα ούτε βραβεία,
αφού δεν διαγωνίστηκα
σ’ οίησης καλλιστεία
τους στιχους μου απαξίωσαν
σχολεία κι εκκλησία
δεν ήμουνα του συναφιού
κλικών λογοτεχνίας
βαλτοί, κριτές να μ’ επαινούν
μου φαίνονται γελοία.
Στην τελική η ποίηση
τον κόσμο δεν αλλάζει
μα σαν γίνεται οίηση
πολύ μ’ αηδιάζει.
Φυλλάδες σιδηρόδρομοι
σαν να’μαι νομπελίστας
βροχή συγχαρητήρια
μέσα στα διαδίχτυα.
Θαυμάζω αυτούς τους ταπεινούς
που την ψυχή τους βγάζουν
κατεστημένα πολεμούν
και δόξες δεν τους νοιάζουν.
Κι εφόσον δεν κατόρθωσα
τον κόσμο αυτό ν’ αλλάξω
να ΖΗΣΩ αποφάσισα
λίγο πριν τα τινάξω.
Ειρήνη Ανδρέου
5 Ιουνίου 2024
Δεν την γιόρτασα ποτές μου
Ξεφυλλίζοντας το χτες μου
το κρατώ μόνο για μένα
σε δεφτέρια ξεσκισμένα…..
Κάθε μια μας κουβαλάει
σιωπηλά κι ένα σταυρό
μα στο έξω της γελάει
ας μην κρίνουμε λοιπόν.
Σκέφτομαι κι άλλες γυναίκες
που τις έχουνε σαν σκλάβες
τις κτυπάνε τις βιάζουν
και τις ακρωτηριάζουν.
Ζωντανές τις παν στον Άδη
πριν γευτούν φιλί και χάδι..
Ειναι κι άλλες που πεινούν
και το σώμα τους πουλούν
από μια σταλιά κορίτσια
σε “κυρίους” με καπρίτσια.
μα κι αυτές στα γηρατειά
που τις ξεχνάνε τα παιδιά.
Και αυτές που μεγαλώνουν
τα παιδιά τους μοναχές τους
μα κι αυτές που τα’ χουν χάσει…
ξεριζώσαν τις καρδιές τους.
Τις γυναίκες των πολέμων
που τις διώξαν απ’ τη γη τους
με στον ώμο ενα μπόγο
και στο βλέμμα τους τον τρόμο.
ΔΕΝ ΞΕΧΝΩ και τις δικές μας
πρόσφυγες στον ίδιο τόπο,
του αγνοούμενου τη μάνα
είναι ασύλληπτο το δράμα…
Δεν την γιόρτασα ποτές μου
της γυναίκας την γιορτή
ανήκει σ’ όποιες υποφέρουν
κι ειν’ ππολλές στη γη αυτή.
Δεν είν’ μέρα για λουλούδια
και ξεφάντωμα στις πίστες.
Είναι κάποιες που πονάνε
κλαιν κρυφά νύχτες και νύχτες………..
Μελοποιημένα Ποιήματα στο YouTube:
https://youtu.be/gaWTg1RrbN4?si=Pd3TG75Dssi6XjIN