Ο Κλείτος Ιωαννίδης γεννήθηκε στο Μουτουλλά. Από το 1967 έως το 1974 σπούδασε στο Παρίσι φιλοσοφία, θρησκειολογία και κοινωνικές επιστήμες. Το 1973 ανακηρύχθηκε διδάκτωρ της φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου της Σορβόννης. Καθηγητές του οι Pierre Vidal-Naquet, Pierre Hadot, Jean-Pierre Vernant.
Εργάστηκε ως ερευνητής και καθηγητής στο Παρίσι και στην Αθήνα (1973-1976) και από το 1977 μέχρι το 1999 εργάστηκε ως ερευνητής στο Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών Κύπρου. Από το 1988 είναι επιστημονικός συνεργάτης της Ι. Μονής Κύκκου. Από το 2002 μέχρι το 2013 εργάστηκε ως Καθηγητής της Φιλοσοφίας και Αισθητικής στα Πανεπιστήμια Frederick και ΤΕΠΑΚ. Συνεργάστηκε με πολλά Πανεπιστήμια της Κύπρου, της Ελλάδας και του εξωτερικού.
Ασχολήθηκε συστηματικά, εκτός από τη θρησκειολογία, τη φιλοσοφία και την Ιστορία της νεότερης κυπριακής λογοτεχνίας, με την επιστημονική έρευνα, τον ευαγγελικό, πατερικό και μυστικόcλόγο, την ποίηση, τοcδοκίμιο, την αρθρογραφία, τη μελέτη, την κριτική, τη μετάφραση, τη συγγραφή και την παρουσίαση χιλιάδων ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών εκπομπών. Ημερήσια και περιοδικά έντυπα της Κύπρου, της Ελλάδας και του εξωτερικού φιλοξένησαν εκατοντάδες εργασίες και άρθρα του. Ποίηση και άλλες εργασίες του μεταφράστηκαν στα γαλλικά, αγγλικά, ρωσικά, ιταλικά, γερμανικά, σερβικά, βουλγαρικά, ουγγρικά, ισπανικά, σλοβενικά, ρουμανικά, εσθονικά, πορτογαλικά. Καλλιέργησε συστηματικά την Προφορική Ιστορία, με πολλές εκδόσεις και τη δημιουργία Ιστορικών αρχείων.
Έχει δημοσιεύσει στα ελληνικά και ξένα έντυπα πέραν των 1700 κειμένων και οι αυτοτελείς τόμοι του υπερβαίνουν τους 60. Τιμήθηκε για την προσφορά του στα γράμματα από το Πανεπιστήμιο Κύπρου, την Ακαδημία Αθηνών και πάμπολλα πνευματικά σωματεία και οργανώσεις.
Δείγματα Γραφής
Στη Βηθλεέμ του δεν ήρθαν άγγελοι
να υμνούν και να δοξολογούν
ούτε μάγοι εξ ανατολών να καταθέσουν
τα δώρα της αγάπης τους.
Και στον ενταφιασμό του δεν ήταν παρών
ο ευσχήμων βουλευτής.
Απουσίαζαν κι οι μυροφόροι γυναίκες.
Κι ας ζήτησε συγγνώμη συγχωρώντας
τους υβριστές του
πιστός στη δύναμη του ελάχιστου
γνώστης τέλειος του τιμήματος των στίχων.
Ο μοναχός ποιητής δεν ήταν από τους συνήθεις.
Η ανωνυμία του μεγάλου κόσμου
τον κατάκλυζε συχνά.
Είχε για συντροφιά τις κορυφές του απείρου.
Στον αισθησιασμό της ποίησης αυτός μαυροφορούσε.
Η άνοιξη των λόγων ποτέ δεν τον παρέσυρε.
Σπυρί πιστός στον μέγα κόσμο
θεατής των άστρων
και βραχοθραύστης
κινούσε για του πάγου το άνθισμα
με τον ήλιο στην καρδιά
και την πρώτη ποίηση να κατευθύνει.
Στην κάθε νέα πράξη
είχε στο νου ο ασκητής
το «μεταβέβηκεν από του θανάτου εις την ζωήν»
την νεκρώσιμον ακολουθίαν των ανθρώπων.
Κι όμως δεν ήταν καθόλου δυστυχής.
Γνώριζε ως τ’ άκρα την αντοχή των χαρταετών.
Όπως τον Κλαζομένιο
έκτιζε στους θόλους τ’ ουρανού
υπηρετώντας την πατρίδα.
Κι όλο ευγνωμονούσε τη γη
που του πρόσφερε μια τέτοια χάρη.
Η θέα από χαμηλά ήταν γι’ αυτόν ευεργεσία
ο ατελείωτος Πελοποννησιακός της ποίησής του.