Η Μαρία Α. Ιωάννου γεννήθηκε το 1982 στη Λεμεσό. Σπούδασε αγγλική λογοτεχνία και λογοτεχνία του 20ού αιώνα στο Ηνωμένο Βασίλειο (King’s College London, University of Reading) και είναι υποψήφια Διδάκτορας Δημιουργικής Γραφής. Το διήγημά της με τίτλο “Standing Mountain” έχει βραβευθεί στον παγκόσμιο διαγωνισμό Sea of Words του Anna Lindh Foundation και του IEmed, το 2008. Εκπροσώπησε την Κύπρο στη 14η Μπιενάλε νέων δημιουργών Ευρώπης και Μεσογείου το 2009, ενώ διάφορα έργα της έχουν διακριθεί σε τοπικούς και διεθνείς διαγωνισμούς συγγραφής. Τον Ιούλιο του 2011 εξέδωσε την πρώτη της συλλογή διηγημάτων με τίτλο Η γιγαντιαία πτώση μιας βλεφαρίδας (Εκδόσεις Γαβριηλίδης). Η συλλογή τιμήθηκε με το Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Λογοτέχνη, στα Κρατικά Βραβεία Λογοτεχνίας Κύπρου, και επιλέγηκε να παρουσιαστεί στο Φεστιβάλ Πρώτου Βιβλίου Βουδαπέστης και στο Φεστιβάλ Διηγηματογραφίας Κικίντα στη Σερβία. Από το 2013 μέχρι το 2015 έγραφε μικρές ιστορίες για το Σημείο Στίξης, μια συνεργασία της με την εικαστικό Μαρίνα Γεραλή, στο Παράθυρο της εφημερίδας Πολίτης. Το 2013 ίδρυσε το Διεθνές Φεστιβάλ Εναλλακτικών Λογοτεχνικών Αναγνώσεων ΣΑΡΔΑΜ. Η δεύτερή της συλλογή διηγημάτων με τίτλο Καζάνι κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Νεφέλη (Αθήνα, 2015). Η συλλογή επιλέγηκε να παρουσιαστεί στο 3ο Φεστιβάλ νέων λογοτεχνών της 13ης Διεθνούς Έκθεσης Βιβλίου Θεσσαλονίκης και έχει συμπεριληφθεί στις υποψηφιότητες για το Βραβείο Νέου Λογοτέχνη 2016 (ελληνικό περιοδικό Κλεψύδρα / Έναστρον), ενώ πρόκειται να μεταφραστεί στα ουγγρικά και σερβικά. Τον Μάιο του 2017, η Μ. Α. Ιωάννου προσκλήθηκε από τον λογοτεχνικό οργανισμό Lettretage στο Βερολίνο, ως συγγραφέας του διεθνούς προγράμματος φιλοξενίας CON_TEXT.
Δείγματα Γραφής
Εγώ κι ο μπαμπάς τυλιγμένος σε σελοφάν μιλούμε τα βράδια.
Όταν κοιμάται η μαμά, ανοίγω το ερμάρι του ξενώνα. Του δείχνω τα καινούργια μου παιχνίδια, το μεγάλο τρακτέρ με το τηλεχειριστήριο και το αρκουδάκι που γράφει grandson κι αυτός μουντζουρώνει το σελοφάν με την ανάσα του και μου σχηματίζει καρδιές με τη μύτη. Προσπαθώ να τον πλησιάσω και να τον φιλήσω σαν Εσκιμώος μα δεν φτάνω και τα σχέδια στο σελοφάν σβήνουν γρήγορα, δεν έχει χώρο για περισσότερα. Στέκεται σαν μούμια Τουταγχαμών ακίνητος μέσα στο ξύλο. Aυτό μου θυμίζει τις κάσες που κρατούν καλά κλειστούς τους πεθαμένους. «Οι ζωντανοί δεν αντέχουν τους πεθαμένους», έλεγε η γιαγιά. Οι ζωντανοί φοβούνται τους πεθαμένους γι αυτό και τους κλείνουν σε κουτιά για να μην ξυπνήσουν και πάρουν εκδίκηση σαν βρικόλακες! Αυτό το λέω εγώ.
… /Η μαμά δεν μιλάει πολύ / Έκαψα το χαλί με τον αναπτήρα σου / Συγγνώμη μπαμπά / Δε ζεσταίνεσαι εκεί μέσα; / Γιατί δε μιλάς; / Μπορείς να με τυλίξεις κι εμένα με το σελοφάν από το κατάστημα DIY; / Σ’ αγαπώ μπαμπά / Η μαμά σήμερα μου είπε να σκάσω! / Ναι. Θα ‘μαι καλό παιδί / Ναι. Υπόσχομαι! / Παράτα με!, μου είπε / Κι εγώ μπαμπά… / Πεινάς; Έχει κοτόπουλο / Καληνύχτα… / Θα μιλήσεις κι άλλο αύριο; / Δεν έχω φίλους! Εσύ; / …
Περνώ αρκετές ώρες μέσα στο ντουλάπι μαζί του. Χαϊδεύω το σελοφάν του. Το καταλαβαίνει όταν τον αγγίζω, είμαι σίγουρος. Βλέπω σταγόνες στο σελοφάν. Μάλλον ιδρώνει απ’ τη χαρά του. Αν δεν μ’ είχε κι εμένα θα βαριόταν μες το σκοτάδι. Μου λέει πως ακόμη ακούει τον ήχο απ’ τις ρόδες.
Χρρρρρρρρρρρρρρρ
Δεν πρέπει όμως να μιλώ γι’ αυτό.
Θέλω να πω στη μαμά πως ο μπαμπάς δεν έφυγε, πως πρέπει να σταματήσει να κλαίει τα βράδια και να μου φωνάζει, γιατί ο μπαμπάς είναι ακόμη εδώ, μαζί μας, και πως εγώ του μιλώ και τον ρωτώ κι αυτός μου απαντά. Θέλω πολύ να της πω πως μου είπε πως υπάρχουν δισεκατομμύρια αστέρια στον ουρανό και πως μπορώ να γίνω ακόμη κι αστροναύτης αν το θελήσω (ακόμη κι αν έχω μυωπία) και πως δεν πρέπει να ακούω ποτέ τους άλλους γιατί απλά θα γίνω αυτό που θέλουν αυτοί και πως η λέξη «πούστης» σημαίνει πολλά πράγματα και πως το λεξικό λέει, αν κοιτάξω καλά, πως η λέξη χρησιμοποιείται: «(σε ένδειξη θαυμασμού) για κάποιον που κατάφερε κάτι αξιοθαύμαστο». Θέλω να της πω επίσης πως το ότι ανακάλυψα τον μπαμπά τυλιγμένο σε σελοφάν μέσα στο ντουλάπι είναι πράγματι «αξιοθαύμαστο» γιατί αν δεν ήμουν εγώ θα πέθαινε από την πείνα, τη δίψα, τη μοναξιά, τον σκόρο και χιλιάδες άλλους μικροοργανισμούς.
Χθες το βράδυ, ο μπαμπάς κι εγώ μιλούσαμε ώρες ολόκληρες. Τον ρώτησα αν ήθελε να βγάλω το σελοφάν από πάνω του ώστε να μπορέσει να κουνηθεί. Δεν μου απάντησε.
Σήμερα το πρωί βρήκα τον μπαμπά έξω, πεταμένο στο μεγάλο κάδο που γράφει SKIP. Ήταν ακόμη σε σελοφάν, με το ένα χέρι να εξέχει.
Φώναξα «Ααααααααααααααα» κι άρχισα να κλαίω δυνατά.
Η μαμά με τράβηξε με δύναμη.
«Ένα κουστούμι είναι να πάρει ο διάολος! ‘Ένα κουστούμι…», μου είπε, και κλείστηκε στην τουαλέτα.
(Η γιγαντιαία πτώση μιας βλεφαρίδας, Εκδόσεις Γαβριηλίδης, Αθήνα 2011)