Κατηγορία: Πεζογραφία
Έτος γέννησης: 1954
Τόπος γέννησης: ΑΘΗΝΑ
Σπουδές: Μαθηματικά στο Université Pierre et Marie Curie (Paris VI). Διδακτορικό στην Αλγεβρική Θεωρία Αριθμών.
Επαγγελματική σταδιοδρομία: Από το 1981 καθηγητής μαθηματικών στη Μέση Εκπαίδευση.
Από το 1992 μεταφραστής από τα Γαλλικά και τα Αγγλικά (38 τίτλοι)
Διακρίσεις:
Chevalier dans l’ ordre des palmes academiques «για υπηρεσίες προς την εκπαίδευση και τον πολιτισμό», από τη Γαλλική Δημοκρατία
Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος της Κυπριακής Δημοκρατίας για το μυθιστόρημα Αχμές ο γιος του φεγγαριού
Εργογραφία:
- Μαθηματικά Επίκαιρα – Συνειρμοί διαβάζοντας την εφημερίδα (συλλογή δοκιμίων – εκδόσεις Πόλις), 2004
- Πυθαγόρεια Εγκλήματα (μυθιστόρημα – εκδόσεις Πόλις- μεταφρασμένο σε 6 γλώσσες – βραχεία λίστα του περιοδικού Διαβάζω, βραχεία λίστα του περιοδικού Tangentes για τη γαλλική έκδοση), 2006
- Αχμές, ο γιος του φεγγαριού (μυθιστόρημα – εκδόσεις Πόλις- Κρατικό Βραβείο μυθιστορήματος Κυπριακής Δημοκρατίας, βραχεία λίστα βραβείου αναγνωστών ΕΚΕΒΙ), 2013
- Τα τέσσερα χρώματα του καλοκαιριού (μυθιστόρημα– εκδόσεις Πόλις- βραχεία λίστα βραβείου αναγνωστών ΕΚΕΒΙ), 2011
- Ο μέτοικος και η συμμετρία (μυθιστόρημα – εκδόσεις Πόλις), 2012
- Μιλώντας στην Άννα για τα μαθηματικά (νεανικό μαθηματικό αφήγημα – εκδόσεις Πατάκη – βραχεία λίστα βραβείου κοινού Public), 2014
- Εγκλήματα δημοσιονομικής προσαρμογής (Συλλογή διηγημάτων – εκδόσεις Πόλις), 2015
- Σφαιρικά κάτοπτρα επίπεδοι φόνοι (μυθιστόρημα– εκδόσεις Πόλις – βραχεία λίστα περιοδικού Κλεψύδρα), 2016
- Μιλώντας στην Αθηνά για το χάος και την πολυπλοκότητα (νεανικό μαθηματικό αφήγημα σε συνεργασία με τον Τάσο Μπούντη – εκδόσεις Πατάκη), 2017
Δείγματα Γραφής
Κείνες τις μέρες όλα ήταν τραγούδι. Το κύμα που έσκαγε στην ακροθαλασσιά: τραγούδι. Το θρόισμα των φύλλων του λιόδεντρου και της φοινικιάς: τραγούδι. Ο βρακοφόρος γέροντας που διαλαλούσε την πραμάτεια του στο δρόμο, έσιει παττίχαν τζιαι παπουτσόσυκα: τραγούδι. Το επίμονο κάλεσμα του κούκου: τραγούδι. Και η τρυφερή, αρρενωπή μορφή του Αλέξιου, το πιο μελωδικό, το πιο γλυκό, το πιο όμορφο τραγούδι.
Τώρα ήξερα γιατί τα φουσάτα των Ιγγλίνων – όπως τους λέει ο αγαπημένος μου – κίνησαν από τόσο μακριά για να κουρσέψουνε τους Άγιους Τόπους. Τώρα ήξερα γιατί η πανούργα Ελεονώρα είχε μηχανευτεί τούτο το προξενιό ανάμεσα στο γιόκα της και την κυρά μου. Τώρα ήξερα γιατί η επιπόλαια πληγή του βασιλιά είχε κακοφορμίσει τόσο που να κοντέψει ο ρήγας να διαβεί την πύλη του άλλου κόσμου. Ήταν όλα σχεδιασμένα από το χέρι Του –ας είναι δοξασμένο– για να σμίξουμε ο Αλέξιος κι εγώ. Να σμίξουνε τα χείλη μας, τα χέρια μας, τα κορμιά μας ολόκληρα, οι ψυχές μας.
Ο Ήλιος ανατέλλει κάθε πρωί, χρυσίζοντας την πλάση και κάθε βράδυ βουτάει στη θάλασσα βάφοντάς την κατακόκκινη. Οι Αιγύπτιοι λένε ότι ο Ήλιος είναι ο γιος της Νουτ, της θεάς του ουρανού. Γεννιέται από τα σπλάχνα της και φέρνει το ξημέρωμα· ολημερίς ταξιδεύει πάνω στης μάνας του το κορμί και κάθε βράδυ αυτή τον καταπίνει για τον φέρει ξανά στον κόσμο τ’ άλλο πρωί. Οι Έλληνες λένε πως τον Ήλιο τον έφτιαξε ο θεός για να υπάρξει χρόνος . Μα εγώ βαθιά μέσα μου πίστευα πως ο Ήλιος ανατέλλει μοναχά για να κάνει τις χρυσαφένιες μπούκλες του Αλέξιου ν’ αστράφτουν και δύει για να μ’ αφήσει να λατρέψω το κορμί του μέσα στο σκοτάδι.
Κείνες τις μέρες φαίνονταν όλα όμορφα. Ακόμα και η κακόβουλη, αναποδιασμένη όψη του Άνσελμου, με τα μικρά σαν κουμπότρυπες μάτια του, έμοιαζε συμπαθητική. Ξυπνούσαμε το πρωί και τρέχαμε στο προσκεφάλι του αρρώστου μας που κόντευε πια να γιάνει. Ευδιάθετος ο Ριχάρδος μάς καλοδεχόταν, όλο χαμόγελα και παίνιες σε μένα, όλο υποσχέσεις για τιμές κι αξιώματα στον καλό μου. Αλλάζαμε τους επιδέσμους, καθαρίζαμε την πληγή, του δίναμε να πιει τα φάρμακά του κι ύστερα τον βοηθούσαμε να σηκωθεί. Άφηνα τότε το ρήγα στα χέρια του Αλέξιου, να τον βγάλει να λιαστεί και να τον περπατήσει κι εγώ έτρεχα στην κάμαρα της ρήγισσας, της όμορφης, θλιμμένης Βερεγγάριας. Της πήγαινα τα νέα του άντρα της κι ύστερα φρόντιζα την ίδια – οι νύχτες στη Λεμεσό είναι πολύ υγρές και συχνά την έβρισκα με το στήθος βαρύ και την ανάσα μπουκωμένη. Την έπλενα, τη χτένιζα, την έντυνα –από την άτυχη νύχτα του γάμου της και μετά δεν είχε δεχτεί ποτέ να την φροντίσει η Λωρ– και την παρέδιδα στις φίλες της, την Ιωάννα και τη Ζηνοβία. Εκείνες, ας είναι καλά, έβρισκαν τον τρόπο να τη διασκεδάσουν και να την κάνουν να ξεχάσει τη ντροπή της.
Ύστερα ερχόταν η ώρα του Κιτάπαλ Μαναζίρ. Καθόμασταν πλάι πλάι με τον Αλέξιο και μελετούσαμε τη σκέψη του Άραβα σοφού. Θαυμάζαμε τη συγκροτημένη, δομημένη επιχειρηματολογία του και την ιδιαίτερη φροντίδα του να δικαιολογεί κάθε του ισχυρισμό με βάση παρατηρήσεις και πειράματα χωρίς να εμπιστεύεται τα λόγια κανενός, αν δεν στηρίζονταν σε απτές αποδείξεις. Ακολουθώντας τις επιταγές του, ούτε και τα δικά του γραφτά εμπιστευόμασταν άκριτα. Nullius in verba, μου θύμιζε ο Αλέξιος κάθε φορά που είχα την τάση να παρακάμψω ένα εδάφιο χωρίς να το καλοεξετάσω. Nullius in verba του απαντούσα εγώ όποτε επικαλούνταν θέσεις κάποιου αρχαίου σοφού που έμοιαζαν αυτονόητες. Δεν περνούσε μέρα χωρίς τουλάχιστον ο ένας από τους δυο μας να επικαλεστεί τα λόγια του Οράτιου.
Ο Αλέξιος είχε καταφέρει να εξασφαλίσει άφθονα φύλλα άγραφης περγαμηνής κι έτσι παράλληλα με την προφορική μετάφραση, κατέγραφα το κείμενο. Όποτε κρίναμε ότι κάποιο εδάφιο ήταν σημαντικό ή δυσνόητο φρόντιζα να μεταφέρω στο περιθώριο και το αραβικό κείμενο, ώστε ο μελλοντικός αναγνώστης να μπορεί να παραβάλει τα δυο κείμενα και να κρίνει μόνος του το περιεχόμενο. Έγραφα με άνεση στα Αραβικά, προκαλώντας το θαυμασμό του Αλέξιου. Δεν είμαι κιόλας σίγουρη πως ο κύριος λόγος που γέμιζα τα περιθώρια με αραβικά αποσπάσματα δεν ήταν ακριβώς αυτός: να προκαλέσω το θαυμασμό του καλού μου. Άλλες φορές πάλι, όπως συνήθιζαν κι άλλοι, τρανότεροι από μας σοφοί εκείνο τον καιρό, σημειώναμε –στα λατινικά– τις παρατηρήσεις και τις αντιρρήσεις μας στο περιθώριο του βιβλίου, εγώ με μικρά όρθια γράμματα κι ο Αλέξιος με την περίτεχνη, πλαγιαστή καλλιτεχνική γραφή των καλογήρων. Μέρα με τη μέρα λοιπόν, η επιθυμία του δασκάλου μου να μεταφράσω το Κιτάπ γινόταν πραγματικότητα.
Μια μέρα, την ώρα που προσπαθούσα να μεταφράσω ένα δύσκολο, στριφνό σημείο, ένιωσα ξαφνικά την όρασή μου να θολώνει, σαν κάτι να άστραφτε μπροστά στο πρόσωπό μου. Σήκωσα το κεφάλι. Από μια χαραμάδα που άφηναν οι μισόκλειστες κουρτίνες είχε εισβάλει μια ακτίνα φωτός που είχε προσκρούσει στο ασημένιο μου λαγήνι κι είχε ανακλαστεί στα μάτια μου.
«Κοίτα! Οι ακτίνες του ήλιου εκπέμπονται σε ευθεία γραμμή και ανακλώνται από οποιοδήποτε στιλπνό αντικείμενο, έστω και αν αυτό δεν είναι επίπεδο» είπα γελώντας στον Αλέξιο.
«Αναρωτιέμαι τι νόημα θα είχε σε αυτή την περίπτωση το τέλος της φράσης: υπό ίσες γωνίες», είπε εκείνος σκεπτικός.
Πέσαμε με τα μούτρα στη δουλειά. Σβήναμε, γράφαμε και ξανασβήναμε στις κερωμένες πινακίδες που χρησιμοποιούσαμε όταν θέλαμε να ξεκαθαρίσουμε μια δύσκολη έννοια, πριν καταγράψουμε το τελικό μας κείμενο στα πολύτιμα φύλλα περγαμηνής. Στο τέλος βρήκα κάτι που έβγαζε νόημα: «Νομίζω πως κατάλαβα», είπα δείχνοντάς του το σχέδιό μου:
«Σε κάθε σημείο μιας καμπύλης γραμμής μπορούμε να φέρουμε μια ευθεία που να την αγγίζει μόνο σε αυτό το σημείο. Η έννοια της εφαπτομένης του κύκλου, όπως τη δίνει ο Ευκλείδης στο τρίτο βιβλίο των Στοιχείων, θα μπορούσε να γενικευτεί για οποιανδήποτε καμπύλη», άρχισα να εξηγώ.
«Κάπως έτσι;» ρώτησε περνώντας απαλά την παλάμη του πάνω από το στήθος μου.
Ανατρίχιασα ολόκληρη. Ένιωσα τις ρώγες μου να σκληραίνουν και τον πόθο να φουντώνει μέσα μου. Σκέφτηκα να τα παρατήσω όλα και να τον παρασύρω στο κρεβάτι. Με υπεράνθρωπη προσπάθεια, κρατήθηκα. Μετά από εκείνο το πρώτο μας αγκάλιασμα, την ώρα που οι πριγκίπισσες στην αυλή έπαιζαν πελότα, είχαμε συμφωνήσει ν’ αφήσουμε τον έρωτα για τη νύχτα, προστατευμένοι από τα κακόβουλα βλέμματα. Κάθε βράδυ, όταν πια είχαν όλοι πλαγιάσει έβγαινα από την κάμαρή μου και πήγαινα να τον ανταμώσω στη δική του. Λίγο πριν φέξει επέστρεφα απαρατήρητη –έτσι πίστευα τουλάχιστον– στο δικό μου διαμέρισμα.
Πήρα μια βαθιά ανάσα, του χαμογέλασα τρυφερά και απάντησα, «ναι, κάτι τέτοιο». Από την παράξενη λάμψη στα μάτια του κατάλαβα ότι ένιωθε κι αυτός τον ίδιο πόθο. Ωστόσο κράτησε κι αυτός την ψυχραιμία του:
«Για ψάξε, αναφέρει πουθενά κάτι σχετικό το βιβλίο σου;»
«Ακόμα κι αν αναφέρει», του είπα μισοαστεία μισοαυστηρά, «καθήκον μας είναι να γίνουμε εχθροί όσων διαβάζουμε και να τα αμφισβητούμε από κάθε άποψη».
«Εντάξει, εντάξει» γέλασε αυτός, «αλλά για να τα αμφισβητήσουμε πρέπει πρώτα να τα διαβάσουμε!»
Άρχισα να ξεφυλλίζω το βιβλίο, αναζητώντας κάποια αναφορά σε σφαιρικά κάτοπτρα. Στο πέμπτο κεφάλαιο το βρήκα. «Όχι μόνο το αναφέρει», του είπα, «αλλά διατυπώνει κι ένα πολύ ενδιαφέρον πρόβλημα». Ξεφύλλισα τις επόμενες σελίδες. «Έχω την εντύπωση ότι το λύνει κιόλας», πρόσθεσα. «Βέβαια η λύση μοιάζει δύσκολη και περίπλοκη. Θα μας φάει πολύ χρόνο και δουλειά για να την καταλάβουμε».
«Και να την αμφισβητήσουμε», πρόσθεσε χαμογελώντας ο Αλέξιος. «Για να δούμε λοιπόν το πρόβλημα».
«Με δεδομένη μια φωτεινή πηγή κι ένα σφαιρικό κάτοπτρο, να βρεθεί σημείο στο κάτοπτρο από το οποίο το φως θα ανακλαστεί στο μάτι του παρατηρητή».
Αρπάξαμε και οι δυο τα κονδύλια μας.
«Κάπως έτσι;» ρώτησε ο Αλέξιος.
«Ναι! Πρέπει να βρούμε ένα σημείο πάνω στο κάτοπτρο, έτσι που οι ακτίνες να ανακλώνται υπό ίσες γωνίες».
«Δηλαδή πρέπει να ανακαλύψουμε έναν τρόπο να προσδιορίζουμε με ακρίβεια αυτό το σημείο», μου είπε χαράζοντας βιαστικά στην πινακίδα του μερικές ακόμα γραμμές.
«Ναι. Νομίζω πως αυτό ζητάει ο ιμπν Χαϊτάμ».
Ο Αλέξιος έμεινε σκεφτικός: «Το έχει ζητήσει πριν από αυτόν και ο Πτολεμαίος», παρατήρησε. «Αλλά, απ’ ό,τι θυμάμαι, δεν αναφέρεται πουθενά ότι βρήκε και τη λύση. Για να δούμε αν τα κατάφερε καλύτερα ο δικός μας!»
«Αυτές οι σελίδες μοιάζουν να περιέχουν τη λύση. Θέλει πολλή μελέτη. Αύριο όμως. Τώρα πρέπει να πας εσύ στο βασιλιά κι εγώ στη βασίλισσα». Χωριστήκαμε μ’ ένα πεταχτό φιλί.
**************
Έπρεπε να το περιμένω. Αυτή η απόλυτη ευτυχία άγγιζε τα όρια της ύβρης και δεν θα μπορούσε να κρατήσει για πάντα. Ξημερώματα το άλλο πρωί, ενώ έβγαινα αλαφροπατητά από το δωμάτιο του Αλέξιου, βρέθηκα πρόσωπο με πρόσωπο με τη Λωρ. Ήταν φανερό πως με παραμόνευε.
«Έχεις αϋπνίες, δόνα Εστεφάνα;» μου είπε ειρωνικά.
Ξαφνιάστηκα: «όχι,… ναι, ήθελα… κάτι», ψέλλισα.
«Και πήγες στον Κύπριο γιατρό να ζητήσεις αυτό το… κάτι; Σ’ ένα μοναχό; Σ’ έναν άνθρωπο αφιερωμένο στο Θεό; Ή μάλλον θα έπρεπε να πω σ’ ένα αιρετικό που ισχυρίζεται ότι είναι άνθρωπος του Θεού για να εκμαυλίζει τις κόρες τις εκκλησίας μας;».
Ήταν αστείο ν’ ακούει κανείς τη Λωρ να κάνει κηρύγματα περί θρησκείας και ηθικής, ήταν όμως και επικίνδυνο. Προσπάθησα να ανακτήσω την αυτοκυριαρχία μου: «Τι σε ενδιαφέρει εσένα Λωρ για το τι κάνω και τι δεν κάνω; Ασχολήσου καλύτερα με τις δικές σου τις πομπές».
«Όλα με ενδιαφέρουν εμένα δόνα Εστεφάνα», μου είπε μ’ ένα κακό χαμόγελο. «Και θα ενδιαφέρουν κι άλλους, αν αποφασίσω να τους τα πω. Ξέρεις τι θα πάθει ο καλόγερός σου, αν μαθευτεί το πώς περνά τις νύχτες του; Ξέρεις σε τι μαρτύρια θα υποβληθεί; Έχεις ακούσει για το Κρεβάτι του Προκρούστη; Για τo Λίκνο του Ιούδα; Για το Αχλάδι της Οδύνης;* Ε λοιπόν θα τα γνωρίσεις από κοντά. Πρώτα θα σε υποχρεώσουν να παρακολουθήσεις τον καλό σου ν’ αργοπεθαίνει σφαδάζοντας από τους φριχτούς πόνους κι ύστερα θα έρθει η σειρά σου. Ξέρεις τι είναι πιο φριχτό από το να βλέπεις κάποιον να σπαράζει καθώς τον ευλογούν με Μολυβένιο Ψεκαστήρα; Είναι να υφίστασαι η ίδια τον εξαγνισμό. Καυτό μολύβι στα στήθη σου… Πίσσα στ’ αυτιά σου… Κατράμι στο αιδοίο σου…». Μιλούσε με μια ουδέτερη φωνή, συνοδεύοντας την κάθε φράση της με μια τσιμπιά στο αντίστοιχο μέρος του σώματός μου.
Πάγωσα. Ήξερα πως η Λωρ ήταν αδίστακτη, μονάχα όμως όταν αυτό μπορούσε να της αποφέρει κάποιο κέρδος.
«Τι θέλεις;», ρώτησα κάνοντας μια υπεράνθρωπη προσπάθεια να φανώ αδιάφορη.
«Απ’ ό,τι φαίνεται τα καταφέρατε. Σε λίγες μέρες ο βασιλιάς θα έχει γιάνει και θα πιστεύει πως χρωστά σε σας τη ζωή του. Για λίγες μέρες ο λόγος σας θα έχει μεγάλη πέραση στ’ αυτιά του Ριχάρδου. Μη διανοηθείς να εκμεταλλευθείς την ευγνωμοσύνη του προς όφελος της Βερεγγάριας. Ξέρω πως η κυρά σου θα προσπαθήσει να βρει το δρόμο προς την κλίνη του. Μην τολμήσεις να τη βοηθήσεις».
Ρώτησα αν και ήξερα την απάντηση: «Μα γιατί; Τι σε πειράζει, αν μια στις τόσες τιμήσει ο βασιλιάς και τη νόμιμή του σύζυγο; Τόσο πολύ τον αγαπάς;».
Κάγχασε. «Η αγάπη δεν έχει καμιά δουλειά σ’ αυτή την ιστορία. Το παιδί του θέλω να γεννήσω. Μετά ας χαρίσει την αγάπη του όπου του κάνει κέφι. Ακόμα και σ’ αυτή τη χωριάτα από τα Πυρηναία, την κυρά σου». Τα μάτια της στένεψαν. «Λοιπόν για το καλό σου ελπίζω να με κατάλαβες. Θέλω να μαθαίνω με λεπτομέρειες όλες τις κινήσεις της Βερεγγάριας. Αν βλέπει το βασιλιά, αν επικοινωνεί μαζί του, αν στέλνει ή αν λαβαίνει γράμματα. Δεν αποκλείεται να σου αναθέσει εσένα να του μεταφέρεις κάποιο γραπτό ή προφορικό μήνυμα. Θα ’ρθεις πρώτα σε μένα να το πεις και θα κάνεις ό,τι εγώ θα σε διατάξω. Αλλιώς θα δεις το μορφονιό σου να λιώνει σα λαμπάδα πριν να υποστείς και συ την ίδια τύχη».
Με παραμέρισε κι έφυγε μεγαλοπρεπώς χωρίς να περιμένει απάντηση, βέβαιη πως δεν είχα άλλη επιλογή παρά να υποταχτώ. Σίγουρα δεν αντιλήφθηκε την ανεπαίσθητη κίνηση μιας βαριάς κουρτίνας που προστάτευε το παράθυρο του διαδρόμου. Εγώ πάλι, που είδα την κίνηση, ήμουν τόσο ταραγμένη που δεν έδωσα καμιά σημασία. Αυτή ήταν και η τελευταία φορά που την έβλεπα ζωντανή. Ή μάλλον η προτελευταία. Η τελευταία ήταν μερικές μέρες αργότερα, όταν, ακολουθώντας τον Ιωνά, τη βρήκα να ψυχομαχά στο πάτωμα καταμεσής της κάμαράς της, έχοντας καταπιεί ένα ολόκληρο μπουκάλι λάδι από πικραμύγδαλα· το δικό μου λάδι, που φύλαγα στο κασελάκι με τα γιατρικά μου.
*Μεσαιωνικά όργανα βασανισμού. Τα δύο τελευταία προορίζονταν κατά κύριο λόγο για κατηγορούμενους για σεξουαλικά αδικήματα.