Η Νόρα Nατζαριάν είναι βραβευμένη Κύπρια ποιήτρια και διηγηματογράφος. Γεννήθηκε στην Λεμεσό και σπούδασε στην Αγγλία. Η θεματολογία των έργων της περιλαμβάνει την αγάπη, τον χαμό και την προδοσία. Στα έργα της πραγματεύεται το Κυπριακό πρόβλημα αλλά και την αρμένικη καταγωγή της.
Έχει δημοσιεύσει:
τρεις ποιητικές συλλογές:
- Η φωνή στο πάνω τέλος της σκάλας (2001)
- Σπασμένη στα δύο (2003)
- 25 τρόποι να φιλήσετε έναν άντρα (2004)
και δύο βιβλία με διηγήματά της.
- Οδος Λήδρας (2006)
- Κορίτσι, Λύκος, Oστά (2011)
Διηγήματα και ποιήματά της έχουν δημοσιευθεί στις εφημερίδες Φιλελεύθερος και Χαραυγή, στα περιοδικά Άνευ και Νέα Εποχή και στην ανθολογία Κύπρος, Καταφύγιο Μικρασιατών Προσφύγων (2015).
Έχει κερδίσει βραβεία και επαίνους σε διάφορους διεθνείς διαγωνισμούς, μεταξύ άλλων στον Διαγωνισμό Διηγήματος εις μνήμην Νίκης Μαραγκού (Φιλελεύθερος), στο Commonwealth Short Story Competition και το Féile Filíochta International Poetry Competition (Ιρλανδία). Άλλες δημοσιεύσεις περιλαμβάνουν μια δίγλωσση έκδοση (Αγγλικά-Γερμανικά) επιλεγμένων ποιημάτων του Hochroth (Γερμανία) και συμμετοχή σε διάφορες ανθολογίες.
Δείγματα Γραφής
Όταν την έφεραν στο οικοτροφείο, ήταν ένα κορίτσι πετσί και κόκαλο. Το κοίταζαν όλοι παράξενα το μελαγχολικό, αμίλητο κορίτσι με τα πελώρια, μαύρα μάτια, το μελαμψό δέρμα και τα πυκνά μαλλιά. Φορούσε ένα φαρδύ μαύρο φόρεμα και στα πόδια της ένα ζευγάρι αντρικά παπούτσια.
Όταν την ρωτούσαν το όνομά της, αυτή απαντούσε “Δεν ξέρω.” Δεν έτρωγε. Έπινε μόνο λίγο νερό, τόσο λίγο όσο ένα σπουργίτι. Μόνο τα μάτια της μαρτυρούσαν πως ζούσε, μάτια πιο μαύρα κι απ΄το κάρβουνο, μάτια που πετούσαν φλόγες, μάτια που είχαν δει περισσότερα απ’ ότι νόμιζαν οι υπόλοιποι.
Κανείς δεν ήξερε πως ξάγρυπνη κάθε νύχτα στο σκληρό στρώμα του οικοτροφείου σκεφτόταν πόσο διαφορετικά ήταν όλα σ’ αυτό το νησί, σ’ αυτή τη χώρα, τόσο μακριά από τη δική της. Κανείς δεν φανταζόταν πως χιλιάδες εικόνες και αναμνήσεις φόρτιζαν το κεφάλι της. Και το ένιωθε βαρύ, τόσο βαρύ. Πως μέτραγε κάθε νύχτα τις ανάσες της, πως την έλουζε κρύος ιδρώτας, και πως μουρμούριζε λέξεις σε μια γλώσσα την οποία δεν είχε ακούσει ποτέ κανείς.
Μια μέρα παραπάτησε στο σκαλί, έπεσε και έχασε τις αισθήσεις της.
***
Σωριάστηκα χάμω και σκέφτηκα πως πέθαινα, πως ήμουν η γυναίκα με το ξεσκισμένο σώμα που κάθε τόσο έπεφτε πάνω στην καυτερή άμμο της ερήμου και σηκωνόταν μετά από ώρα με νέες πληγές στο ξεφλουδισμένο της κορμί, που βάδιζε κι έκλαιγε, γυρεύοντας απεγνωσμένα τα δύο της παιδιά και μια σταγόνα νερό. Μέσα στην έρημο των πτωμάτων, μέσα σ’ αυτόν τον εφιάλτη, πέθανα κι εγώ.
Μια σιγανή φωνή με ρώτησε ποια ήμουν. Ήταν μια φωνή απαλή σαν βάλσαμο.
“Δεν ξέρω”, απάντησα. “Το μόνο που ξέρω είναι ότι δε ζω.”
“Κι όμως,” απάντησε και πάλι η φωνή. “Ζεις. Και σε λένε Βαρτανούς.”
Με λένε Βαρτανούς και είμαι δεκαέξι χρονών. Ο πατέρας μου πουλάει υφάσματα όλων των ειδών στο κέντρο του χωριού. Αλατζά, κρέπια, μετάξια, κασμίρια με τον πήχη. Όταν περνάω απ’ το μαγαζί, βλέπω γύρω μου λογιών-λογιών ανθρώπους που σπρώχνουν, βιάζονται, παζαρεύουν, αγοράζουν και πουλούν, ρίχνουν σκουπίδια, άντρες με μουστάκια και κοιλιές που πίνουν καφέ και αϊράνι, γυναίκες που διαλέγουν υφάσματα και κορδέλες. Στο παζάρι ακούγονται καβγάδες, φωνές, διάφορες γλώσσες, μουσικές.
Ο παράλληλος δρόμος που ανηφορίζει λίγο οδηγεί στο σπίτι μας, το σπίτι χτισμένο με πέτρινους λίθους, βαμμένο στα άσπρα. Μπροστά υπάρχει κι ένας μικρός κήπος με κληματαριές και τριανταφυλλιές. “Από σένα θα δούμε χαΐρι”, μου λέει πάντοτε η μητέρα μου και με καμαρώνει. “Από σένα θα δούμε χαΐρι, μάτια μου. Δεν είσαι όπως την άλλη, την αδερφή σου. Άκου κει τραγουδίστρια! Μας έχει ρεζιλέψει σ’ολόκληρο το χωριό!” Η αδερφή μου η Άννα με τα πυκνά μαλλιά και τη μεθυστική φωνή έχει αποφασίσει στα δεκαοκτώ της πως θα γίνει η μεγαλύτερη τραγουδίστρια της Μικράς Ασίας. “O Θεός μού έδωσε φωνή, κι αυτό πρέπει να κάνω,” λέει συνέχεια γελαστά.
Τα θυμάμαι όλα. Ξεσκονίζω. Ο μπακλαβάς μοσχομυρίζει. Ο ήλιος λάμπει. Πώς γίνεται να θυμάμαι μια νύχτα τα ωραιότερα και την επόμενη τα πιο φριχτά; Σε κάθε ιστορία υπάρχουν και τα δύσκολα, τα επικίνδυνα, τα ανείπωτα. Ποιος από μας ήξερε τι ακριβώς μας περίμενε; Ποιος θα το φανταζόταν πως από τη μια στιγμή στην άλλη, από τη μια μέρα στην άλλη, θα τρέχαμε πανικόβλητοι για να σωθούμε, θα φτάναμε μέχρι τον γκρεμό και θα γυρεύαμε να πιαστούμε από κάπου, πως θα φωνάζαμε με κραυγές πνιχτές και φοβισμένες, θα γινόμασταν μέρος μιας σιωπηλής παρέλασης ανθρώπων που σέρνονται προς τον θάνατο;
Τους έχω χάσει όλους, τα έχω χάσει όλα. Δέκα, είκοσι, πενήντα τόσα χρόνια μετά, φτιάχνω αναπαραστάσεις της ζωής μου σαν να μην έχει αλλάξει τίποτα. Σαν να μην πέρασε ο χρόνος, ο αιώνας. Τους βλέπω όλους κάθε νύχτα. Τον πατέρα μου με το σοβαρό του ύφος και τον πήχη στα χέρια, τη μάνα μου να φτιάχνει σιρόπι για τα γλυκά και να σιγοτραγουδάει ένα νανούρισμα και την Άννα, τη θαρραλέα μου Άννα, να τραγουδάει κάποια ανατολίτικη μελωδία και να χορεύει ανέμελα. Με επισκέπτονται κάθε νύχτα, στα όνειρά μου, κάθε νύχτα και μια αρμένικη βίζιτα. Όταν πλησιάζουν την πόρτα για να φύγουν, φωνάζω “Mη!” και το όνειρο γίνεται εφιάλτης που τελειώνει πάντοτε με έναν πυροβολισμό. Και ξυπνάω.
– Μη!
– Θα ξανάρθουμε. Αύριο.
***
Την αποκαλούσαν “το Κορίτσι Χωρίς Όνομα”.
Κάποια μέρα έσπασε τη σιωπή της κι άρχισε να κλαίει με λυγμούς. Κάτι μουρμούριζε μόνη της, κάτι μονολογούσε, σαν να μην υπήρχαν άλλοι εκεί, σαν να είχε επιστρέψει στη ζωή. Το βλέμμα της είχε πάρει μια ασυνήθιστη, μια παράξενη λάμψη. Και μιλούσε, όλο μιλούσε παθιασμένα σε μια μελωδική γλώσσα, κάτι έλεγε, κάτι συγκλονιστικό,κάτι φοβερό.
H φωνή της θύμιζε φουρτουνιασμένη θάλασσα.
Κάποιος είπε πως μιλούσε για ένα καράβι γεμάτο πρόσφυγες που κουνιόταν πέρα δώθε, πέρα δώθε. Με τα πόδια παγωμένα, με τα χέρια σφικτά κλεισμένα γύρω από τα κορμιά τους, έκαναν την προσευχή τους και μόλις πάτησαν τα πόδια τους σε γη έκλαψαν από ανακούφιση. Άλλος είπε πως είχε χάσει την οικογένειά της μέσα σε μια έρημο, πως την είχαν βιάσει και πως είχε χάσει τα λογικά της.
Κανείς δεν ήξερε τίποτα με σιγουριά. Και το κορίτσι μιλούσε ασταμάτητα.
***
Με λένε Βαρτανούς και είμαι Αρμένισσα.
Αυτό που θέλω να πω είναι ότι είμαι ορφανή. Κρατιέμαι από το κατάρτι μιας βάρκας, βλέπω μια απέραντη θάλασσα μπροστά μου. Έχω χάσει τα πάντα, εκτός από τις αναμνήσεις μου και προσπαθώ να τις κρατήσω ζωντανές μέσα μου. Πολλές φορές νιώθω πως πνίγομαι, πως καταπίνω το νερό αυτής της θάλασσας, άλλες φορές πάλι είμαι γλάρος, πετάω και ξεφεύγω ατάραχα. Κάποια μέρα θα σας τα εξηγήσω όλα.
Φτιάχναμε γλυκά από χώμα και νερό και γελούσαμε με την καρδιά μας, εγώ και η αδελφή μου η Άννα. Τότε που ήμασταν παιδιά, κάποτε. Στο τελευταίο μου όνειρο εκείνη φαινόταν διάφανη, σαν λευκή δαντέλα μπροστά στο φως.
– Θα ξανάρθεις;
– Ναι.
– Πότε;
– Aύριο.
Αύριο είναι μια καινούργια μέρα κι αυτό μού είναι αρκετό. Κρατιέμαι σφιχτά πάνω σ’ αυτή τη λέξη. Αύριο.