Η Όλγα Οικονομίδου γεννήθηκε στη Λεμεσό το 1975. Είναι αριστούχα απόφοιτη του Πανεπιστημίου Κύπρου, Επιστήμες της Αγωγής, και του Πανεπιστημίου του Birmingham. Εργάζεται ως εκπαιδευτικός στη Δημοτική Εκπαίδευση και ως Σύμβουλος Μουσειακής Αγωγής του Υπουργείου Παιδείας, Αθλητισμού και Νεολαίας. Είναι ενεργό μέλος σε εκπαιδευτικούς και πολιτιστικούς ομίλους, συμμετέχει σε ευρωπαϊκά προγράμματα και έχει παρουσιάσει πρακτικές της εκπαίδευσης σε επιστημονικά συνέδρια. Ποιήματά της έχουν δημοσιευτεί σε λογοτεχνικά περιοδικά. Έχει βραβευτεί σε παγκύπριους, πανελλήνιους και διεθνείς διαγωνισμούς ποίησης. Η πρώτη της ποιητική συλλογή με τίτλο «Θαμνολίβαδα» έχει κυκλοφορήσει πρόσφατα σε Κύπρο και Ελλάδα (Εκδόσεις Μανδραγόρας, Σύγχρονη ελληνική ποίηση, Αθήνα, Ιούνιος 2023).
Με την πρώτη της ποιητική συλλογή η Όλγα Οικονομίδου επιχειρεί μια αναδιατύπωση ζωής, μια αναψηλάφηση πορείας αλλά και σχέσεων με τους γύρω: εξωστρεφής ποίηση μιας εσωτερικής αναζήτησης. Συμμέτοχες σκέψεις, μνήμες, αισθήματα, εικόνες και μικρά ενσταντανέ ζωής: [ ] μια μάζα αέρινη/ το φως, το γέλιο, γαλάζιες λίμνες, τη ζωή μας.// Στο τραπεζάκι κι αυτό λευκό/ αφήνω τελειωμένους τους καφέδες/ μήπως και αναστείλω/ τη ροή τετελεσμένων.// Το βράδυ/ στο φως της εξασθενημένης πανσελήνου/ καταγράφω τη συνάντηση/ στο τετράδιο των ευχών μου./ Ξέρω καλά τον τρόπο να ξεχάσω («Απόγευμα Κυριακής»). Ωραίες αλληγορίες και συμβολισμοί, οικονομία στην έκφραση, βλ. «Νέοι της Σιδώνος 1992»: Στο υπόγειο/ σκοτεινά τα πρόσωπα των νέων./ Βουβές σκιές σε λερωμένους τοίχους./ Ιδανικά κρεμασμένα/ σε στενόμακρες βεράντες./ Τσιγάρα, καπνοί, κλάματα.// Τα γηρατειά είναι/ έννοια σχετική. Η χλωρίδα και η ταπεινή πανίδα σε ημερήσια διάταξη: αναρριχώμενα φυτά αειθαλή και φυλλοβόλα, πόες, θαμνολίβαδα [στην Οικονομίδου δεν υπάρχουν θεόρατα δέντρα αλλά ταπεινοί θάμνοι], βλάστηση αυτοφυής, λεβάντες, αγριολούλουδα, οι γλάστρες της μητέρας, πεταλούδες, μια πυγολαμπίδα, βλέμμα αλιευμένου χρυσόψαρου, πολύβουες μέλισσες, σιωπηλά πουλιά, σαλιγκάρι σε μονοπάτι βρεγμένο… Αλλά και τα σημεία της φύσης, άνεμοι, βροχές [Γίνομαι βροχή/ σε πλατείες κυλάω/ όλο χάνομαι «Δέκα χαϊκού κάνουν παρέα»] εποχές και βέβαια ο χρόνος που ’ρχεται να προστεθεί άλλοτε στις προσμονές και κάποτε στις απώλειες. Και βέβαια οι λέξεις, τα γράμματα, τα ποιήματα ποιητικής όλα τακτοποιημένα στη θέση τους με τα σημαίνοντα και τα σημαινόμενά τους: Νυχθημερόν ψάχνω ένα κλαδευτήρι/ να κόψω τις ρίζες μου,/ αυτές που μεγαλώνουν/ το δέντρο της εμμονής μου. [ ] Ενδύομαι τα παραπονεμένα μου αποσιωπητικά/ κατεβαίνοντας τις σκάλες της αιώνιας μνήμης./ Δε φταίω εγώ που μεγαλώνω./ Φταίει εκείνο το παιδί μέσα μου/ που τρέφει ακόμη ψευδαισθήσεις/ Η επανάληψη μήτηρ παθήματος («Αντίγραφο»). Ωραίοι στίχοι, ενδιαφέρουσες ποιητικές στιγμές, πλούσιο το υλικό στην πρώτη εμφάνιση.
Δείγματα Γραφής
Θα ’θελα να ’μουν
εκ γενετής
ανεμολόγιο.
Αδιάκοπα να χαράσσω
ροές και πορείες ανέμων.
Να διαιρούμαι σε τεταρτοκύκλια,
προς ενενήντα μοίρες έκαστο
και να ’χουνε στραμμένα
προς το μέρος μου
των ναυτικών τα μάτια.
Στην πραγματικότητα,
υπάρχω ως γυναίκα.
Αγαπώ τους ανέμους,
τους αφουγκράζομαι καθώς
σηκώνουν τη σκόνη μου
ή ελαφρώς το φόρεμά μου.
Άπταιστα τους γράφω στο
τετράδιο ορθογραφίας.
Λεβάντες, Όστρια, Γαρμπής
Πουνέντες, Τραμουντάνα
Έπειτα σηκώνω πανιά
και φεύγω…