Η Μαρία Σιακαλλή γεννήθηκε στη Λευκωσία το 1980. Είναι απόφοιτος του Τμήματος Τουρκικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Κύπρου και έχει ολοκληρώσει τις Μεταπτυχιακές τις σπουδές στην Κωνσταντινούπολη στον τομέα των Πολιτιστικών Σπουδών. Από το 2015 είναι υποψήφια διδάκτορας στο Τμήμα Τουρκικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Κύπρου. Η έρευνά της εστιάζεται στη Λογοτεχνία, τη Θέση της Γυναίκας και τη Δικοινοτική Δραστηριότητα στην Κύπρο. Ποιήματά της έχουν δημοσιευτεί σε διάφορα Λογοτεχνικά περιοδικά στην Κύπρο και την Ελλάδα, σε δύο Ανθολογίες Κυπριακής Ποίησης στην Κύπρο, σε μία Ανθολογία Κυπριακής Ποίησης στην Ιταλική γλώσσα και σε μία Ανθολογία Κυπριακής Ποίησης στη Βουλγαρική γλώσσα. Ποιήματά της έχουν μεταφραστεί στην Τουρκική, Αγγλική, Ιταλική, Γερμανική και Βουλγαρική γλώσσα. Επίσης συμμετέχει στο βιβλίο υπό τον γενικό τίτλο Ποίηση, το οποίο αποτελεί προϊόν του Ε΄ Δικοινοτικού Λογοτεχνικού Διαγωνισμού της Ένωσης Λογοτεχνών Κύπρου και της Ένωσης Τουρκοκυπρίων Συγγραφέων και Καλλιτεχνών και το οποίο περιλαμβάνει ανθολόγηση ποιημάτων των δυο βραβευθεισών ποιητριών, στην Ελληνική και Τουρκική γλώσσα.
Δείγματα Γραφής
Ξύπνησες νωρίς
Άνοιξες καλά τα μάτια
Τέντωσες τα χέρια
Πήρες βαθιά ανάσα
Έβαλες το πιο όμορφο σου φόρεμα
Στόλισες τα μαλλιά σου
Και άνοιξες την πόρτα.
Όλα είχαν μείνει κλειστά για πολύ καιρό.
Τόσος ήλιος και δεν είχες αρπάξει ούτε μια αχτίδα.
Δεν ήξερες αν οι λέξεις είχαν ακόμα την ίδια έννοια,
ούτε αν οι άνθρωποι χόρευαν τα ίδια τραγούδια.
Μα σου είχαν λείψει όλα.
Και έβγαινες για να τα ψάξεις.
Τόσο καιρό κλεισμένη στο σκοτάδι που σου είχαν ορίσει
έμοιαζες με πορσελάνινη κούκλα.
Τα πρώτα βήματα δύσκολα.
Ένα μπρος και ένα πίσω.
Ήταν η πρώτα φορά που περπατούσες μόνη.
Όταν μετά από μέρες έφτασες στην αγορά
Δεν θυμόσουν πώς χαιρετούν.
Έβγαλες μια άναρθρη κραυγή
Το πιο μεγάλο γεια που άκουσε ποτέ ο κόσμος.
Δεν το είχες καταλάβει
μέχρι που βρέθηκε μπροστά σου ένας καθρέφτης,
πως όσο προχωρούσες
η σχεδόν διάφανη μορφή σου
είχε γεμίσει χρώματα.
Στεκόμουν στην ουρά
Όταν αποφάσισα να βάλω τα παιδικά μου μάτια.
Είχα πολύ καιρό να τα χρησιμοποιήσω.
Τα βάζω σε κάτι τέτοιες στιγμές
Που δεν μου αρέσει αυτό που βλέπω.
Και τότε τους είδα.
Αυτοί που μέχρι πριν ένα λεπτό στεκόντουσαν ακίνητοι, μουντοί
Τώρα έγιναν πολύχρωμες φιγούρες
που περίμεναν να πάρουν εισιτήριο
Για μια κούρσα μέχρι την άκρη της γης
Γελώντας και πειράζοντας ο ένας τον άλλο.
Η αλήθεια κρύφτηκε μες στους αιώνες.
Μα ήρθε η ώρα να μιλήσω.
«Εσύ γεννήθηκες για τα μεγάλα!»
Μου είπαν… και μου έδωσαν το χρησμό.
«Εσύ θα φέρεις πίσω την αγάπη που μας κλέψανε,
τα τέρατα και οι θεοί».
Δεν έμαθε ποτέ κανείς πως οι σειρήνες εκείνο το βράδυ
δεν είπαν κανένα τραγούδι.
Άδικα με είχαν δέσει οι σύντροφοί μου στο κατάρτι.
Κανείς δε πίστεψε ποτέ
ότι δεν κατάφερα να λύσω το αίνιγμα της Σφίγγας
μα αυτή γκρεμίστηκε από το βράχο για να περάσω.
Η Μήδεια σκότωσε για μένα τα παιδιά μας
για να μπορέσω να την εγκαταλείψω χωρίς τύψεις.
Η αλήθεια θάφτηκε μες στους αιώνες.
Την αγάπη δεν την έκλεψε κανείς.
Μας άφησε για να ζήσει με τα πλάσματα της μοναξιάς.
Μην με ρωτάς πια
Για όλα αυτά που αφήσαμε πίσω
Στην εποχή της αθωότητας.
Ήταν τεράστια και εμείς μικροί
Και δεν μπορέσαμε να τα κουβαλήσουμε μαζί μας.
Είναι ψυχές που αργοπεθαίνουν
Σαν δεν πετούν.
Προσγειώνονται για λίγο
Να ζήσουν τον έρωτα
Να μπουν κάτω από μια στέγη
Να θρέψουν την ανθρώπινή τους φύση
Κι ύστερα φεύγουν πάλι…
Η αλήθεια κρύφτηκε μες στους αιώνες.
Μα ήρθε η ώρα να μιλήσω.
«Εσύ γεννήθηκες για τα μεγάλα!»
Μου είπαν… και μου έδωσαν το χρησμό.
«Εσύ θα φέρεις πίσω την αγάπη που μας κλέψανε,
Τέρατα και άνθρωποι της μοναξιάς στρατιώτες».
Δεν έμαθε ποτέ κανείς πως οι σειρήνες εκείνο το βράδυ
Δεν είπαν κανένα τραγούδι.
Άδικα με είχαν δέσει οι σύντροφοι μου στο κατάρτι.
Κανείς δε πίστεψε ποτέ ότι δεν κατάφερα να λύσω
Το αίνιγμα της Σφίγγας μα αυτή γκρεμίστηκε από το βράχο
Για να περάσω.
Η Μήδεια σκότωσε για μένα τα παιδιά μας
Για να την εγκαταλείψω χωρίς τύψεις.
Η αλήθεια θάφτηκε μες στους αιώνες.
Την αγάπη δεν την έκλεψε κανείς.
Η αγάπη μας άφησε για να ζήσει με τα πλάσματα της μοναξιάς.