Ο Αιμίλιος Σολωμού είναι πεζογράφος, γεννήθηκε το 1971. Σπούδασε Ιστορία και Αρχαιολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και Δημοσιογραφία σε σχολή τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Εργάστηκε ως δημοσιογράφος σε πρωινή καθημερινή εφημερίδα. Σήμερα είναι εκπαιδευτικός στη Μέση Εκπαίδευση. Διατέλεσε μέλος του Δ.Σ. της Ένωσης Λογοτεχνών. Είναι μέλος της Συντακτικής Επιτροπής του περ. Άνευ και συντάκτης του ηλεκτρονικού περιοδικού Literature.gr. Διηγήματά του έχουν δημοσιευτεί στα περιοδικά Άνευ, Νέα Εποχή, InFocus, Μανδραγόρας, Κοράλλι, Νέα Εστία, EntertheRoom (Πολωνία) και Lente (Πολωνία). Εξέδωσε τα μυθιστορήματα: Το σκιάχτρο (2000), Ώσπερ στρουθίον, τάχος επέτασας (2003-εκδόθηκε στη Βουλγαρία το 2013), Ένα τσεκούρι στα χέρια σου (2007, Άνευ- Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας, εκδόθηκε στη Βουλγαρία το 2016), Το Ημερολόγιο μιας απιστίας (2012, Ψυχογιός, Ευρωπαϊκό Βραβείο Λογοτεχνίας, εκδόθηκε στη Γερμανία, στην Πολωνία, στη FYROM, στην Αλβανία, στη Σερβία, στην Ουγγαρία, στη Σλοβενία και σύντομα αναμένεται να κυκλοφορήσει στην Κροατία και στη Βουλγαρία), Το μίσος είναι η μισή εκδίκηση (2015, Ψυχογιός, δικαιώματα έχουν πωληθεί στην Πολωνία και την Αλβανία). Βιβλία του έχουν παρουσιαστεί στην Αθήνα, στο Βερολίνο, στη Φρανκφούρτη (Έκθεση Βιβλίου), στη Λειψία (Έκθεση Βιβλίου), στη Βαρσοβία, τα Τίρανα, τη Λουμπλιάνα και το Μάριμπορ.
Δείγματα Γραφής
Κι ύστερα σηκωνόταν κι έφευγε. Η πλάτη του έμοιαζε βαριά, κύρτωνε, τα χέρια του κρέμονταν, ένα βάρος αόρατο, ασήκωτο τον γονάτιζε. Κλεινόταν στο γραφείο του. Η μάνα μου ανησυχούσε, δεν ήξερε. Το έβλεπα στο θλιμμένο της πρόσωπο. Στα όμορφα γαλανά μάτια που θόλωναν, ξεθώριαζαν ξαφνικά, έτοιμα να πλημμυρίσουν. Ναι, έβλεπα το δάκρυ να κρέμεται στην άκρη του έσω κανθού. Τον άκουγε τα βράδια, άγριες ώρες, ν’ αναδεύεται στο κρεβάτι δίπλα της. Ν’ αναστενάζει. Κι έπειτα να βγαίνει μόνος στο μπαλκόνι, πατώντας στ’ ακροδάχτυλα, να μην τον πάρει είδηση. Κάρφωνε το βλέμμα του στην ανατολή, πάνω από την κατεχόμενη Λευκωσία και τον Πενταδάχτυλο και κάπνιζε το ένα τσιγάρο μετά το άλλο. Το πρωί η μάνα μου έβρισκε το τασάκι γεμάτο. Φίσκα. Στάχτες. Αποτσίγαρα στριμμένα, πατικωμένα, τσακισμένα. Rothmans Royals. Τι τον έτρωγε, δεν της είπε ποτέ. Δεν ήθελε. Να τραβήξει μόνος του το ζόρι. Ήταν η δουλειά, το άγχος, ένα νέο κατάστημα που ήθελε ν’ ανοίξει. Τάχα. Η μάνα μου ψυχανεμιζόταν. Δεν ήταν αυτό. Δεν ήταν ποτέ έτσι ο πατέρας μου. Τώρα η άβυσσος έχασκε ανάμεσά τους. Σκοτεινή, αγεφύρωτη. Κι αυτός ήξερε πως δε γινόταν πιστευτός, αλλά πετούσε μια φτηνή δικαιολογία. Να γλιστρήσει. Την αλήθεια τη μάθαμε αργότερα. Όταν έφυγε πια, όπως έφυγε μια για πάντα εκείνο το σούρουπο από τη ζωή μας.
Δεν έζησε εύκολα χρόνια ο πατέρας μου. Όχι. Εγκατέλειψε το χωριό του, τον Άγιο Επίκτητο στην Κερύνεια, κυνηγημένος μέσα στην κόλαση του πολέμου. Την ώρα που οι εισβολείς έφταναν στα πρώτα σπίτια, στην αναμπουμπούλα, τη στιγμή που τα αεροπλάνα καταβυθίζονταν, έτοιμα να ρίξουν τις βόμβες τους, να ξεράσουν φωτιά και θάνατο, ανήμερα του Προφήτη Ηλία, αυτός μούσκεμα, ιδρώτας κι αγωνία και φόβος μαζί, έτρεξε να σωθεί. «Φύγε, φύγε προς τον Πενταδάχτυλο», θα σε προλάβουμε του είπαν οι γονείς του που ήθελαν να μαζέψουν έναν μπόγο ρούχα ακόμα από το σεντούκι, να ξεθάψουν κάτι πενταροδεκάρες. Η αδελφή του έλειπε σε κατασκήνωση στο Τρόοδος. Ήταν μακριά, δεν κινδύνευε. Βαστούσε στα χέρια του, τυλιγμένα με ένα κομμάτι πανί, ρετάλι παλιοσέντονου, την παμπάλαιη κουμπούρα και το γιαταγάνι του προ-προπάππου του. Του τα ’δωσε ο πατέρας του την τελευταία στιγμή. «Το νου σου!» Τον ξεπροβόδισε στην πόρτα, τον χτύπησε στην πλάτη, τρέξε, έφυγε. Τα κρατούσε κι έτρεχε, έτρεχε πίσω από τον κόσμο που το ’σκαγε αλαφιασμένος. Ήταν μόλις δέκα χρόνων. Προσπέρασε αυτοκίνητα τυλιγμένα στις φλόγες, καρβουνιασμένα πτώματα. Η μυρωδιά της καμένης σάρκας. Τα πετρωμένα κορμιά. Τα ανασηκωμένα χέρια, στραμμένα στον ουρανό. Ο πόνος και ο τρόμος στο παραμορφωμένο πρόσωπο. Θεέ μου! Φρίκη. Απέστρεψε το κεφάλι. Και έσπευσε να φύγει, λαχανιασμένος. Κοίταγε πίσω να δει, μα οι δικοί του δεν ήταν πουθενά, άφαντοι. Διέσχισε μόνος τον Πενταδάχτυλο, έγειρε την κορφή του και έφτασε στη Λευκωσία. Βρήκε καταφύγιο σ’ ένα δημοτικό σχολείο, κόσμος πολύς. Σαρδέλες. Ξάπλωνε κατάχαμα, στεκόταν στην ουρά για το συσσίτιο κι είχε πάντα στα χέρια του το πανί με τα κειμήλια. Ήταν η έγνοια του, να μην τα χάσει, να μην τ’ αρπάξει κανείς. Να μην κοπεί ο ομφάλιος λώρος με τις ρίζες, την ιστορία του. Μετά από δυο-τρεις μέρες άκουσε την ανακοίνωση του Ερυθρού Σταυρού στο ραδιόφωνο. Το όνομά του, το χωριό του, πού χάθηκε. Τον αναζητούσαν οι δικοί του που στο παρά πέντε κατόρθωσαν να ξεφύγουν. Κι έτσι έσμιξαν ξανά. Ρίχτηκε στην αγκαλιά της μάνας του. Πάνω στο στήθος της άκουγε τον υπόκωφο ήχο της καρδιάς της, που άρχισε πάλι να χτυπά, τα δάκρυά της έσταζαν στα μάγουλά του. Είχαν πιστέψει πως δε θα τον ξανάβλεπαν, πως χάθηκε μέσα στη φωτιά. Ανάμεσα σε τόσο θάνατο, προσφυγιά και δυστυχία, εκεί στον καταυλισμό, αυτοί, παράταιροι, έμοιαζαν πάλι ευτυχισμένοι. Αλλά ποτέ πια τα πράγματα δε θα ’ταν τα ίδια. Όχι, τέρμα η ανέμελη ζωή, τέρμα η παιδική αθωότητα, τέρμα ο παράδεισός του. Ένα αόρατο χέρι, δρεπάνι, χτύπησε τον αγέρα και τον ξερίζωσε από το όνειρο. Για μήνες έζησαν στα αντίσκηνα, για χρόνια σε προσφυγικούς συνοικισμούς. Τσιμεντομπλόκ. Νοβοπάν. Λαμαρίνες. Ο παππούς μου πέθανε σ’ ένα καμαράκι στενό, φυλακή. Καρκίνος. Μαράζι. Τις τελευταίες του στιγμές, την ώρα που ο θάνατος σήκωνε ψηλά το ξίφος του, αυτός θαρρούσε πως ήταν πάλι στο λεμονόδασός του. Σούρουπο. Πώς κρατούσε το φτυάρι και πότιζε το περιβόλι του. Μύρισε ξανά το βρεγμένο χώμα και τους λεμονανθούς του. Και τα σφιγμένα χείλη από τον πόνο χαλάρωσαν. Και πριν τον τελευταίο ρόγχο του θανάτου, το αχνό του χαμόγελο σχηματίστηκε στις άκρες των χειλιών. Έτσι έφυγε ο παππούς μου, χαμογελαστός. Η γιαγιά μου τον ακολούθησε λίγα χρόνια αργότερα. Ίσα ίσα που πρόλαβαν να παντρέψουν την αδελφή του πατέρα μου. Το αντρόγυνο έφευγε σε μια βδομάδα για την Αυστραλία. Μετανάστες. Είχαν στρώσει δυο τρία τραπέζια για τους καλεσμένους. Ένα φτωχό, φτωχικό γαμήλιο δείπνο. Δείπνο αποχαιρετισμού. Η γιαγιά μου κάθε τόσο έτρεχε παράμερα, την έπαιρνε το παράπονο. Βούρκωναν τα μάτια της. Τέτοια χαρά… Δεν ξανάδαν ποτέ το σπίτι τους, το παλιό αρχοντικό με το μεγάλο μπαλκόνι στην άκρη της θάλασσας. Ούτε το λεμονόδασος του παππού μου. Ούτε αυτό.
[…]
Και τότε, ήρθε η καταστροφή. Εξπρές. Οι μετοχές άρχισαν να κατρακυλούν. Κανείς δεν αγόραζε. Ο πατέρας μου έχασε όλα του τα χρήματα. Και μαζί την ισορροπία του. Ό, τι έκτισε με τόσο κόπο, κατέρρευσε σε μια στιγμή. Ήξερε πως η επιχείρησή του χρεοκόπησε πια. Τα χρέη ήταν υπέρογκα. Η πλάτη του κύρτωνε μέρα με την ημέρα, καμπούριαζε, λύγιζε. Στην αρχή καθόταν για λίγο μαζί μας στον κήπο, ίσα ίσα η συνήθεια. Βυθιζόταν στη σιωπή, κάτι ψιθύριζε στα άναιμα χείλη του, έχανε σιγά σιγά τη φωνή του. Εκείνος ο συμπαγής, ψηλός όγκος δίπλα δεν ήταν ο πατέρας μου. Ήταν ίσκιος. Αέρας. Τώρα δεν έβλεπε τα φώτα της πόλης από κάτω, αλλά το χάος, ένα δυσθεώρητο κενό, μιαν άβυσσο που τον κατάπινε. Κι έπειτα σερνόταν στο γραφείο, κλεινόταν εκεί με τις ώρες, μόνος. Το βράδυ σηκωνόταν από το κρεβάτι, την έβγαζε στο μπαλκόνι καπνίζοντας μέχρι την ανατολή του ήλιου.
[…]
Κι ένα απόγευμα, ακούσαμε το μπαμ! Μπαμ, ο αναθεματισμένος ξερός ήχος, σύντομος, διαπεραστικός έσκισε τον αγέρα, έφτασε κοντά μας. Μπαμ…
Στην αρχή δεν καταλάβαμε. Είπαμε θα έπεσε κάτι. Κάτι βαρύ, μεγάλο. Έσπασε. Πήγε μέσα η μάνα μου. Όταν άνοιξε την πόρτα του γραφείου, έσυρε μια κραυγή. Στο πρόσωπό της είδα τον τρόμο. Τα μάτια γουρλωμένα, θάλασσα φουρτουνιασμένη, οι μυς τεντωμένοι, το δέρμα πανιασμένο. Κοίταξα πίσω από τον πλάτη της, την ώρα που πισωπατούσε έντρομη. Τον είδα, τον είδα τον πατέρα μου. Ήταν γερμένος μπροστά, πάνω στο γραφείο. Τα χαρτιά, οι ξύλινες συλλεκτικές πίπες, ήταν όλα βαμμένα με αίμα. Στην οθόνη του υπολογιστή η πορφυρή γραμμή σερνόταν ακόμα αργά αργά προς τα κάτω. Στον δεξιό κρόταφο έχασκε μια τρύπα. Απ’ εκεί χώθηκε η σφαίρα, βγήκε από τον αριστερό κρόταφο και σφηνώθηκε στον τοίχο. Στο έπιπλο, στο γραφείο, κάτω στο πάτωμα είχαν κολλήσει τρίχες, αίμα, μυαλά».