Ο Στέφανος Στεφανίδης είναι ποιητής, δοκιμιογράφος και απομνημονευματογράφος, μεταφραστής, εθνογράφος και ντοκιμαντερίστας. Γεννήθηκε στο Τρίκωμο της Κύπρου. Στα οκτώ του, ο πατέρας του τον μετέφερε στο Η.Β., όπου και μεγάλωσε. Απέκτησε διδακτορικό τίτλο από το Πανεπιστήμιο του Κάρντιφ (Ουαλία), ενώ κατά τη διάρκεια των σπουδών του έζησε κατά περιόδους σε Ισπανία, Πορτογαλία και Ελλάδα. Για έξι χρόνια δίδασκε λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο της Γκουϊάνας, όπου ανέπτυξε ενδιαφέρον για τις διασπορικές κοινότητες των Κρεολών της Καραϊβικής και των Ινδών. Η βαθιά σχέση του με την Ινδία συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Για επτά χρόνια έζησε στην Ουάσιγκτον, προτού επιστρέψει στην Κύπρο το 1992 ως μέλος του ιδρυτικού διδακτικού προσωπικού του Πανεπιστημίου Κύπρου. Το 2017 συνταξιοδοτήθηκε με τον τίτλο του Καθηγητή Αγγλικής και Συγκριτικής Λογοτεχνίας.
Επιλεγμένα ποιήματά του έχουν δημοσιευτεί σε περισσότερες από δώδεκα γλώσσες. Γράφει στα αγγλικά, αλλά στο έργο του αντηχούν και άλλες γλώσσες. Έχει διατελέσει υπότροφος του Ιδρύματος της Κοινοπολιτείας στο Πανεπιστήμιο του Warwick, του Ιδρύματος Bogliasco στην Ιταλία, του Ινστιτούτου Προηγμένων Σπουδών Τζαβαχαρλάλ Νεχρού στην Ινδία, και του Διεθνούς Προγράμματος Συγγραφέων του Πανεπιστημίου της Iowa. Φιλοξενήθηκε ως συγγραφέας στο Διεθνές Κέντρο Συγγραφέων και Μεταφραστών Ρόδου. Έχει τιμηθεί με πρώτο βραβείο ποίησης από τον Αμερικανικό Ανθρωπολογικό Σύνδεσμο, το 1988, και πρώτο βραβείο βιντεοποίησης στο Διεθνές Κινηματογραφικό Φεστιβάλ Λευκωσίας για την παραγωγή Ποιητές στη νεκρή ζώνη, το 2012. Ήταν δύο φορές κριτής για το Βραβείο Συγγραφέων της Κοινοπολιτείας (περιοχή Ευρασίας, 2000, 2010,) ενώ φέρει τους τίτλους FEA (Fellow of the English Association) και Cavaliere της Ιταλικής Δημοκρατίας. Έχει εκδώσει, ανάμεσα σ’ άλλα, τα βιβλία Translating Kali’s Feast: the Goddess in Indo-Caribbean Ritual and Fiction (2000), και Blue Moon in Rajasthan and other poems (2005).
Είναι παντρεμένος και έχει μία κόρη.
Δείγματα Γραφής
Πόσο ζυγίζει η ζωή;
Κάποιες φορές τόσο βαριά
όσο και η στιγμή που άφησες
το σώμα της μάνας σου στο χώμα
Πιο βαριά και από
εκείνο τον στερνό, πέτρινο ασπασμό
πριν της κλείσεις τα μάτια
για πάντα
και θάψεις το φορτίο της μνήμης
Όταν προβάρεις της ζωής τις συνήθειες
και μια φωνή σε προστάζει
Ξέπλυνε το καρπούζι πριν το κόψεις
είναι λασπωμένη η φλούδα
Ακούμπα την ντομάτα από την άγουρη μεριά
Να κοχλάσει το νερό προτού ρίξεις τα λάχανα
Θυμάσαι πως κάποτε σου είπε κάποιος
είναι τρελές όλες οι μάνες
και κάθε πράμα έχει τη λύση του.
Αν είναι ανάγκη το παιδί να ’χει μητέρα
τότε να θάβουν τελετουργικά τον ομφάλιο λώρο
να χτυπούν βαρύ ταμπούρλο και να σβουρίζει η φλόγα
ώσπου το σώμα μαγεμένο να υψώνεται
να φανερώνεται ξανά στον κόσμο
εκ του ανεσπέρου φωτός
να βγάζει απρόσμενα φτερά και να πετάει
τα πόδια στροβιλίζονται, ανεβαίνουν
αναδύεσαι με την ανεμελιά της νύχτας στο πρόσωπο
λες κι η μνήμη δεν υπήρξε ποτέ
λες και ποτέ δεν ανήκες σε μια νήσο χαμένη
δεν έγλειψες τα νερά της στάλα-στάλα
δεν τα κατάπιες λαίμαργα από ρυάκια και ρωγμές
Ένα νησί που δεν υπάρχει πια
Και που μπορεί να μην υπήρξε ποτέ
Το μόνο που μετρά είναι η στιγμή τούτη
σε μια γη μακρινή
Στης αιώρας το λίκνισμα
Ακούς ένα σφύριγμα βαθιά στο στέρνο
κι η καρδιά σου σηκώνεται ψηλά, πάνω
απ’ το φύλλωμα των καρύδων
κι η κούλισσα σου φέρνει μια κούπα ρύζι και νταλ
Σφραγίζουν πάλι τα πλευρά σου και πέφτει
με γδούπο η καρύδα
καθώς ακούς τον μόχθο στα γυμνά της πόδια
ν’ αντηχεί με της γιαγιάς σου τα βήματα
Θυμάσαι το σπίτι της και ρωτάς
πόσα συντρίμμια να μαζέψεις
για να το ξαναχτίσεις απ’ τα κομμένα άκρα
ή άραγε να τ’ αφήσεις στους ξένους που το κατοικούν
κι έτσι ξένοι που είναι μοιάζουν με δικούς μας
όπως ξαπλώνουν στο δώμα τις νύχτες του Αυγούστου
και πετούν συνεπαρμένοι με τα πεφταστέρια
Μπορεί να’ ναι αρκετό να ακούσεις την αιώρα
να σε σπαργανώνει την ώρα που κοιτάς
τα φευγαλέα σύννεφα-νομάδες
έτοιμα πάντα να ξαμολήσουν τα νερά τους
άμορφα υγρά που θες να τα μαζέψεις σε κουβάδες
να σου θυμίσουν τη δική σου χειμαρρώδη φύση,
του δέρματός σου τη γλυκάδα
βρίσκοντας την ισορροπία
ανάμεσα στο τώρα και το τότε
Ανάμεσα στη χαρά και τη μοναξιά
η ζωή ελαφραίνει τις πιο παράξενες στιγμές
Στην αρχή της παράνοιας του έρωτα
και όταν οι φίλοι σου χαμογελούν αγγίζοντας
ανοίγοντας, γεμίζοντας κενά κι εσύ αναρωτιέσαι
πόσες ζωές να έζησες;
Είναι άραγε η ταυτότητα μονάχα μια ζωή
ή τάχα είναι πολλές που σε κοιτούν με μύρια μάτια
Κι εμείς αστέρια που στάχτη γινόμαστε
στη μέθη μας
Εικάζεις
ποιος βλέπει ποιος ακούει
Μπορεί και να κλείσεις τα μάτια σου
και να τα σβήσεις όλα
αφημένος
στη σάρκα δίχως μνήμη
Στέφανος Στεφανίδης, Λευκωσία, 2004
Μετάφραση: Δέσποινα Πυρκεττή