Ο Αντρέας Τιμοθέου γεννήθηκε στη Λάρνακα το 1990. Είναι απόφοιτος του Τμήματος Επιστημών της Αγωγής του Πανεπιστημίου Κύπρου, υπότροφος του κληροδοτήματος Γεωργίου και Μαρίας Τυρίμου. Έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στη Διδακτική του Γλωσσικού μαθήματος, ως υπότροφος του Ιδρύματος Κρατικών Υποτροφιών Κύπρου. Έχει εκδώσει οχτώ ποιητικές συλλογές και μία συλλογή διηγημάτων, η οποία βρέθηκε στη βραχεία λίστα για το Κρατικό Βραβείο Νέου Λογοτέχνη. Ποιήματα και διηγήματά του μεταφράστηκαν σε δέκα γλώσσες και δημοσιεύτηκαν σε λογοτεχνικά περιοδικά και ανθολογίες. Συμμετείχε σε διεθνή λογοτεχνικά φεστιβάλ και το 2014 εκπροσώπησε την Κύπρο, με διήγημά του, στη δράση Flash Europa 28 της Αντιπροσωπείας της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην Κίνα, σε συνεργασία με τον λογοτεχνικό οργανισμό Bookworm.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ:
Βραβείο εις μνήμη της εκπαιδευτικού Πόπης Παπαχριστοφόρου-Κυριακοπούλου από το Πανεπιστήμιο Κύπρου, 2012.
Έπαινος για ποίημά του από την Ομάδα Φίλων Ελληνικού Πολιτισμού Στουτγάρδης, 2012.
Βραβείο Ανδρέα Καραγιάν εις μνήμη Καρμέλας Καραγιάν από το Πανεπιστήμιο Κύπρου, 2013.
Α΄ βραβείο στον 30ο διαγωνισμό λόγου και τέχνης «Σικελιανά», για την ποιητική του συλλογή «Τα Άνθη του Φωτός», 2014.
Έπαινος για ποίημά του από τον Δ΄ Πανελλήνιο Ποιητικό Διαγωνισμό «Καισάριος Δαπόντες», 2015.
Έπαινος στον 34ο Πανελλήνιο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό της Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών, 2016.
Βραβείο από την Ένωση Λογοτεχνών Κύπρου σε δικοινοτικό διαγωνισμό Ποίησης, 2016.
Έπαινος από την Ένωση Θεατρικών Συγγραφέων Κύπρου για το έργο του «Ο Μονόλογος της Αριάδνης», 2017.
ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ
ΠΟΙΗΣΗ
Για μια στιγμή και μια αιωνιότητα, εκδ. Αναζητήσεις, 2011
Όλα αυτά που θα ’θελα να ξέρεις, εκδ. Αρμίδα, 2013
Τα Άνθη του Φωτός, εκδ. Αρμίδα, 2014, β΄ έκδοση, 2019
Οι μέρες τ’ Αυγούστου, εκδ. Βιβλιεκδοτική, 2016
Ποιήματα-Siirler, Ένωση Λογοτεχνών Κύπρου, 2016
Πλανόδιος στα Σύνορα της Εδέμ, εκδ. Παράκεντρο, 2019
Το Δείπνο του Σώματος, εκδ. Μανδραγόρας, 2021
«Ενδύματα Οδύνης», 100 χρόνια από τη γέννηση της Μαρίας Κάλλας, εκδ. Μανδραγόρας, 2023
ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ
Ιστορίες με Δαντέλα , εκδ. Παράκεντρο, 2016, β΄ έκδοση, 2019, γ΄ έκδοση 2021
Δείγματα Γραφής
ΕΓΧΩΡΙΟΣ ΤΟΥΡΙΣΜΟΣ
Φτάσαμε στην πράσινη γραμμή των υδάτων.
Ο Dean Martin χαμήλωσε για λίγο
και η ξεναγός με φωνή ανταποκριτή
χωρίς φόβο, αλλά με βέβαιο πάθος
κατέθετε γεγονότα
απ΄ το ΄63 μέχρι το ΄74.
Τα Βαρώσια πρόβαλλαν περίλαμπρα
σαν καρτ ποστάλ που συναντάς
σε αποσκευές περαστικών.
Πιο πέρα είναι ο τόπος μας.
Ο τόπος μας…
Από παιδί ζήλευα
όσους είχαν το σπίτι της γιαγιάς για εξοχικό.
Το σπίτι στο βουνό
το σπίτι στη θάλασσα
το σπίτι που ήταν για όλους μια δεύτερη ευκαιρία.
Εγώ είχα μόνο το σπίτι στον συνοικισμό.
Παλάτι και Φρούριο
Καταφύγιο και Διωγμός
Χαρά και Βάσανο
ώσπου σκόνη έγινε
και περιμένει.
Η ρίζα χάθηκε ολότελα.
Ο τόπος μου, τσίμπι τζιαι κλώσι ραμμένο πάνω μου
εν η Σκάλα τζιαι τα Λεύκαρα που αγάπησα.
Η Καρπασία, χωσμένη μες στα σύννεφα
κάμνει πιπίλες τζιαι κεντήματα,
πλουμιά της βούφας
βουβά τζιαι ξηλωμένα.
Αννοίω το ερμάρι μου
τζιαι συντυχάνω με το χώμα της.
***
τσίμπι τζιαι κλώσι: Τα κυριότερα είδη τελειώματος του λευκαρίτικου κεντήματος
χωσμένη: κρυμμένη
πιπίλα: πλεγμένο τελείωμα υφαντού σε διάφορα σχέδια
βούφα: αργαλειός
αννοίω: ανοίγω
συντυχάνω: συνομιλώ
Η ΓΛΩΣΣΑ ΤΟΥ ΓΑΤΟΥ ΜΟΥ
Η θλίψη
είναι σαν τη γλώσσα του γάτου μου.
Αν και τραχιά
αγκάθινο τοπίο
σαν εθισμένος
δεν μπορώ να την αρνηθώ.
Με γλείφει
σε ώρες απρόσμενες
μετά από χάδια
ή μάχες της ζωής.
Παγώνει για λίγο τη χρήση των χεριών
κουρνιάζει καταδιωγμένη
στο μαξιλάρι των ποδιών μου.
Την παίρνει ο ύπνος
κι ανθίζω παράνομα
μα ξέρω, παραμονεύει με το νύχι
έτοιμο για λίγο αίμα
έστω μια εκδορά του δέρματος.
Αναθέτει του μέλλοντος
τη συντριβή που φτάνει.
(Ανέκδοτα Ποιήματα)
ΕΠΙΣΚΕΨΕΙΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ
Στην εκκλησία σήμερα, κάποια κυρία φορούσε το άρωμα sunflower της Elizabeth Arden. Ήταν το αγαπημένο άρωμα της γιαγιάς. Είχα να το μυρίσω από τότε. Της το είχα πρωτοφέρει από ένα ταξίδι μου στην Φλωρεντία, κρατάω ακόμα το τελευταίο μπουκάλι. Ξεχνάω ονόματα, μα ποτέ πρόσωπα και αρώματα…
Καθόμουν πίσω από τον σκάμνο της, ανάμεσα σε άλλες γιαγιάδες, φίλες της δικής μου. Έπειτα, πήρε το βλέμμα μου τον γιο του κ. Ιωακείμ ή αλλιώς του κ. Ακείμη, έτσι τον έλεγα παιδί, μάλλον για ευκολία. Έφερα το πρόσωπό του στην μνήμη μου και έπειτα δεν μπορούσα να ελέγξω τις σκέψεις μου… Ο κ. Ιωακείμ είχε ένα μικρό μπακάλικο, πολύ κοντά στο κομμωτήριο της γιαγιάς. Η γιαγιά για χρόνια είχε ένα καθιερωμένο ραντεβού τα απογεύματα Παρασκευής για χτένισμα και κάθε τρεις Παρασκευές για βάψιμο. Με θυμάμαι να χαζεύω όσο την περιποιούνταν και ως ανταμοιβή μου έδινε τότε μια ολόκληρη λίρα την οποία χαλούσα αμέσως στο μπακάλικο του κ. Ιωακείμ, παίρνοντας του κόσμου τα γλυκά (από τότε είχα αυτή την αδυναμία κι ας μη μου φαίνεται). Επέστρεφα στην ώρα μου με τις αγορές μου, η γιαγιά πλήρωνε τη κοπέλα του κομμωτηρίου, έδινε πάντα πουρμπουάρ στα άλλα κορίτσια και φεύγαμε. Αυτό γινόταν για χρόνια. Έπειτα αυτή η ίδια κοπέλα που αγάπησε τόσο πολύ τη γιαγιά μου, όταν δυσκολευόταν να μετακινηθεί με τα πόδια, φρόντιζε να την παραλαμβάνει, να τη χτενίζει και να τη φέρνει πίσω στο σπίτι η ίδια. Ώσπου η γιαγιά έχασε εντελώς τα μαλλιά της από τις θεραπείες και έπρεπε να βάζει περούκες.
Ήταν μόλις είχα αποκτήσει την πρώτη μου πιστωτική κάρτα, (η εποχή της λίρας είχε τελειώσει προ πολλού), ίσως και η πρώτη μου διαδικτυακή αγορά, όταν περήφανα της παράγγειλα την πρώτη της περούκα. Είχε κατενθουσιαστεί και εγώ χαιρόμουν με τη χαρά της. Έπειτα, όποτε πάλιωνε, μιας και τα νέα της μαλλιά ήταν συνθετικά, παραγγέλναμε άλλη. Τον τελευταίο της Απρίλη, στην επίσκεψη στο ογκολογικό, η γιατρός μας είχε πει πως ήταν θέμα ημερών και μέσα στην τραγικότητα των ειπωμένων της γιατρού, προέκυψε στην διαδρομή πίσω στο σπίτι η επιθυμία της για μια νέα περούκα. Η γιαγιά δεν είχε ιδέα, αυτό έδειχνε τουλάχιστον. Για δυο βδομάδες με ρωτούσε αν είχα κάνει την παραγγελία και της έλεγα ψέματα, μέχρι που κατάλαβα πως η γιαγιά ήθελε να ζήσει και έτσι έπειτα από τρεις μέρες παραλάβαμε τη νέα περούκα.
«Αυτή θα βάλω και στην αποφοίτησή σου, μου είπε». Φρόντιζε να τη βλέπω ελάχιστα χωρίς μαλλιά, ακόμα και το βράδυ όταν μέναμε οι δυο στην αυλή δεν την έβγαζε μέχρι να φύγω. Θυμάμαι να μπαίνω στο αυτοκίνητο για να φύγω και να την αφαιρεί αμέσως. Ο ιδρώτας του καλοκαιριού τη δυσκόλευε πολύ, μα αγαπούσε τόσο πολύ την εικόνα της. Η γιαγιά έφυγε με αυτή την ίδια περούκα που θα φορούσε στην αποφοίτησή μου και με το αγαπημένο της άρωμα να συνοδεύει το σώμα της.
Η λειτουργία τέλειωσε και μέσα μου είχε γεννηθεί μια αγωνία να δω αν υπήρχε ακόμα το μπακάλικο του κ. Ιωακείμ, μια ανάγκη να επιβεβαιώσω την ομορφιά των παιδικών μου χρόνων. Περπατώντας στην περιοχή, είδα πως τη θέση του μπακάλικου πήρε ένα πρόσφατα ανακαινισμένο σπίτι και το κενό της γειτονιάς μου φάνηκε τεράστιο, σαν τα μέσα μου θα ’λεγε κανείς… Είσαι παντού γιαγιά, είσαι παντού!
ΜΙΑ ΑΠΟΤΥΧΗΜΕΝΗ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ ΖΑΧΑΡΟΠΛΑΣΤΙΚΗΣ
σε ημέρες υποχρεωτικού εγκλεισμού
Πήρα τη λευκή κατσαρόλα με τα τριαντάφυλλα. Ένα ροζ κι ένα γαλάζιο. Αλοιφτή, δική Της. Έριξα μέσα το αλεύρι, μαλακό σαν σύννεφο. Μαγιά, αλάτι, ζάχαρη, νερό, λάδι, κανέλα και γαρύφαλλο και λίγο ξύσμα πορτοκαλιού στο τέλος. Έβαλα τα χέρια μου μέσα του μέχρι που έγινε σαν κοιλιά μωρού. Βρέθηκα στην κουζίνα Της, στο πίσω μέρος του σπιτιού. Μύρισα μαυρόκοκο, μαχλέπι, ζυμωμένα κουλούρια, λάδι στον πάγκο. Έκατσα στην αυλή και έφαγα παγωμένους λουκουμάδες, αυτούς που μένουν στο ψυγείο για την επόμενη και τραβάνε όλο το μέλι. Εμένα αυτοί ήταν οι αγαπημένοι μου. Έκοψα κιούλι, τότε το βάζαμε στο γλυκό καρπούζι, τραγανό και δροσερό το καλοκαίρι. Έστελνε και της μάνας Της στην Αγγλία. Πέρασα απ’ το σαλόνι με το θαυμασμό που περνούσα τα πρώτα χρόνια των ταξιδιών μου στα παλάτια της Ευρώπης. Η ίδια τάξη… Μια μέρα γεμάτη ήλιο ήταν άλλωστε. Έβγαζε την πρώτη δόση και σταγόνες ιδρώτα έδιναν μια υγρασία στο άνω μέρος των φρυδιών Της. «Έλα να δεις πως γίνονται, κάποτε θα ψήνεις και θα με μακαρίζεις». Φαινόταν τόσο απομακρυσμένο το ενδεχόμενο… Οι λευκές κουρτίνες δίπλα από το εικονοστάσι είχαν ένα σχήμα σαν χαμόγελο κι εγώ τα πήγαινα πάντα καλά με τα μοτίβα. Προτίμησα να παρατηρήσω αυτές. Καθάρισα τα χέρια μου και άρχισα να πλάθω. Καλά νόμιζα πως τα πήγαινα. Μύριζαν τόσο όμορφα πριν μπουν στο λάδι. Φούσκωναν και δεν χωρούσαν στο τηγάνι. Μετά σιρόπι και πιάτο, ξανά και ξανά. Η γιαγιά στην απέναντι πολυκατοικία πάλι απλώνει ρούχα, δυο χρόνια είμαι εδώ, ποτέ δεν μου χαμογέλασε. Αν έσπαγε ο πάγος ίσως και να της έπαιρνα. Να δοκιμάσω όμως πριν τη διανομή. Και τότες περισσότερη χαρά για τη διανομή ένιωθα παρά για το αποτέλεσμα. Έξω τραγανές, μέσα ζυμάρι. Κάτι δεν θα πήγε καλά φαίνεται, ανοίγω δεύτερη, ανοίγω τρίτη, το ίδιο. Η κουζίνα του νέου μου σπιτιού χάος όσο ποτέ και αποτέλεσμα κανένα. Πήρα τη μάνα μου και γελάσαμε, μετά καθάρισα. Βγήκα στην κάπως μεγαλύτερη βεράντα και κοίταξα τα σπίτια, μια σειρά σπιτιών επιβλητικών σε μέγεθος και σε σιωπή τώρα πια. Τα σπίτια… Τα σπίτια που κατοικήσαμε και μας κατοίκησαν, τα σπίτια που κι αν δεν τα κατοικούμε πια, μας κατοικούν… Τα σπίτια μας αυτές τις μέρες… Θα είναι τα ίδια μετά από όλο αυτό; Τα σπίτια μας από δω και πέρα, πώς θα τα κοιτάζουμε, πώς θα τα κατοικούμε αφού γεμίσαμε από αυτά. Άραγε να έλαχε και στους γείτονές μου, μια κουζίνα να επιστρέφουν;
(Ανέκδοτα Διηγήματα)