Η Ολυμπία Στυλιανού γεννήθηκε στη Λευκωσία το 1954. Σπούδασε Οικονομικά στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου και στη συνέχεια εργάστηκε στη Δημόσια Υπηρεσία της Κυπριακής Δημοκρατίας. Υπηρέτησε στο Γραφείο Προγραμματισμού, ως Διευθύντρια Βιομηχανίας και Ενέργειας στο αρμόδιο Υπουργείο, ως Γενική Διευθύντρια του Υπουργείου Παιδείας Πολιτισμού, Αθλητισμού και Νεολαίας και ως Γενική Διευθύντρια του ΥπουργείουΓεωργίας, Αγροτικής Ανάπτυξης και Περιβάλλοντος. Η νουβέλα «Σελίμ» είναι το πρώτο της λογοτεχνικό έργο που έχει εκδοθεί.
Όταν ένας αποφασίσει να γράψει έργο,καθώς άλλοι στην ίδια ηλικία τα παρατούν κι όταν έχει κουλτούρα και πλούσιες εμπειρίες από ένα σωρό υψηλά επαγγελματικά πόστα τα οποία έχει υπηρετήσει με αγάπη και αφοσίωση, όταν είναι πια απελευθερωμένος να γράψει όσα άλλοι δεν τόλμησαν και να τα πει με γλώσσα γλαφυρή, με έντονη πλοκή, φαντασία και γλώσσα ρέουσα, τότε αποτελεί σπουδαία περίπτωση για τον αναγνώστη να σκύψει, να διαβάσει και να θαυμάσει. Αυτό συνέβηκε και σε μένα, και τολμώ να πω ότι ο «Σελίμ» της Ολυμπίας Στυλιανού είναι η πιο ευχάριστη έκπληξη που είχα τα τελευταία χρόνια σε σύγκριση με αρκετά βιβλία, που διάβασα και έγραψα κριτική. Στην ώριμη ηλικία που γράφει η Ολυμπία, αποδεικνύεται ότι είναι πανέτοιμη για σπουδαία γραφή,και άλλωστε έχει γευτεί πολλούς χυμούς της ζωής, γλυκούς και πικρούς!
Είναι βιβλίο που διαβάζεται δεύτερη και τρίτη φορά. Κάθε φορά ο αναγνώστης ανακαλύπτει νέες αρετές, ανύποπτα κρυμμένες κατά την πρώτη ανάγνωση. Η νουβέλα θέλει τη δική της μαστοριά, γιατί σε μερικές δεκάδες σελίδες πρέπει να σε συγκινήσει, αλλού να σε ενθουσιάσει, να σε προβληματίσει και μάλιστα να σου επιφυλάξει ένα μαγικό τέλος που όταν κλείνεις το βιβλίο το θυμάσαι έντονα, μια για πάντα.
Θα απολαύσετε το τέλος, αφού πρώτα ζήσετε την απίστευτη ιστορία του Σελίμ, μέσα σε σελίδες αγάπης, πολέμου, εισβολής και ανατροπών, που μας δωρίζει η ταλαντούχα Ολυμπία Στυλιανού. Κέρδισε με την πρώτη μια θέση στη λογοτεχνική οικογένεια και την προτρέπω να συνεχίζει να μας προσφέρει δώρα και από το ανέκδοτο έργο της.
Δρ Ιωσήφ Σ. Ιωσηφίδης
Δείγματα Γραφής
«Χαράματα. Ο καθαρός καλοκαιριάτικος ουρανός αρχίζει να παίρνει ρόδινο χρώμα, χωρίς ο ήλιος να έχει ξεπροβάλει ακόμα. Η θάλασσα ήρεμη, ξεχωρίζει σιγά σιγά από τον ουρανό.
Ξάφνου, ένα μαύρο σύννεφο φαίνεται στον ορίζοντα. Έρχεται προς τη στεριά. Ένα βουητό που ολοένα δυναμώνει σπάζει τη σιωπή.
Ένα σμήνος πουλιά σκοτεινιάζει τον ουρανό. Πολλά πουλιά, μεγάλα, μαύρα. Άγρια. Όσοπλησιάζουν γίνονται πιο μεγάλα, πιο μαύρα, πιο άγρια.
Το μικρό αγόρι τα κοιτάζει μαρμαρωμένο από φόβο. Δεν μπορεί να φωνάξει. Δεν μπορεί να τρέξει.
Δυο χέρια το κλείνουν σε ζεστή γνώριμη αγκαλιά. Της μητέρας του. Το αγόρι χώνεται εκεί μέσα και κλείνει τα μάτια του σφικτά. Να μην βλέπει, να μην ακούει.
Μια σπαρακτική κραυγή το κάνει να ανοίξει τα μάτια. Βλέπει ένα θεόρατο γίγαντα. Σκοτεινό, μαύρο, χωρίς πρόσωπο. Τα τεράστια χέρια του απλώνονται από πάνω τους……»
**********************************************
«…..Παρόλο που είχε ήδη ζήσει εκεί, ο Μουσταφά δεν ήξερε πολύ καλά την Ισταμπούλ. Τότε αφιέρωνε όλο τον χρόνο του στις σπουδές του γιατί ήξερε ότι το φτωχό χωριατόπαιδο έπρεπε να δουλέψει πολύ πιο σκληρά από τους άλλους με τους πλούσιους πατεράδες και τις γνωριμίες και γιατί τα χρήματά του ήταν πολύ λίγα για να μπορεί να τα ξοδεύει σε εξόδους και διασκεδάσεις. Επιπρόσθετα, η τεράστια αυτή πόλημε την επιβλητική αρχοντιά και το πολύμορφο πλήθος της, πολύ διαφορετικό από ό,τι είχε γνωρίσει μέχρι τότε, του προκαλούσε δέος. Έχοντας μέσα του τον φόβο του επαρχιώτη για τη μεγαλούπολη, περιόριζε τις κινήσεις του στις απόλυτα αναγκαίες για να διεκπεραιώσει τις σπουδές του.
Τώρα, έχοντας μια καλή θέση και περισσότερη εμπειρία του κόσμου, έβλεπε την πόλη με άλλο μάτι. Μπορούσε να γνωρίσει και να απολαύσει τις ομορφιές της και τις ευκαιρίες για καλή ζωή που πρόσφερε. Παρόλο που από τη φύση του δεν ήταν κοινωνικός, ήξερε τη σημαντικότητα των κοινωνικών συναναστροφών σε όλους τους τομείς της οικονομικής και πολιτικής ζωής και θεωρούσε πως το να γίνει στέλεχος της κοινωνικής ελίτ ήταν αναγκαίο για να πετύχει τους στόχους του. Είχε αποκτήσει μια καλή φήμη μεταξύ των στρατιωτικών και έτσι δεν ήταν δύσκολο να αρχίσει να εισχωρεί στους κύκλους της καλής κοινωνίας της πόλης.
Γνώρισε τη Χαζάλ σε μια φιλική συγκέντρωση. Γοητεύτηκε αμέσως από την όμορφη κοπέλα με τα μπλε μάτια που ξεχώριζε με τη χάρη και τη φινέτσα της. Φρόντισε να πάρει πληροφορίες για την οικογένειά της και όταν έμαθε πως ήταν από τις πλούσιες και καλές οικογένειες της Ισταμπούλ, αποφάσισε ότι αυτή ήταν η γυναίκα που θα παντρευόταν……..»