Ο Συμεωνίδης Δημήτρης κατάγεται από την Κύπρο και συγκεκριμένα τη Λευκωσία. Σπούδασε στο Middlesex University Γραφικές Τέχνες. Έχει εργαστεί ως Δημιουργικός διευθυντής σε μεγάλες διαφημιστικές εταιρείες στην Κύπρο. Για δεκαπέντε χρόνια διαχειρίζονταν τις δίκες του εταιρείες επικοινωνίας. Το «Γαρυφαλλάνθη» είναι το πρώτο του βιβλίο.
Δείγματα Γραφής
Σκιάχτρο αχυρανθρώπου δεν ήμουν ποτέ στης ζωής μου το σπαρμένο. Με τις χούφτες σκορπούσα τα σπόρια. Για μένα δεν κρατούσα. Και τα σπουργίτια, τσούρμο, εκεί, να τα κλέβουν. Χαλάλι τους! Πάντα με αρκούσε η σοδειά για την επόμενη σπορά.
Χάρμα ήταν οι παιδικές μου ανάσες στη Μυτιλήνη. Ορφάνια από μάνα στη γέννα και από πατέρα, γιατί του έπεφτα θηλυκιά και οι κοτσίδες κόστιζαν.
Υιοθεσία· μου είπαν τη λέξη και με ξεμπάρκαραν στο Σουδάν. Και εκεί που βρήκα μετά από χρόνια τους παλμούς της καρδιάς μου σε αλλοτινού το κορμί, να σου και με σέρνει η μοίρα στην Αλεξάνδρεια για παντρειά. Φρεσκομόσχαρο εβδομηντάρικο ήταν ο νιόγαμπρος. Μέχρι που κακόψοφο ξημέρωμα του σέρβιραν και το χάρηκα. Θεέ μου, συγχώρα με!
Με μπάζωσαν σε σαπιοκάραβο με τους γονείς μου και καταλήξαμε στην Κύπρο για να αναπνεύσουμε καθαρό αέρα, τρομάρα μας. Άσπρη μέρα δεν είδα στα μπουντρούμια των Άγγλων. Με τη θηλιά στον λαιμό και δυο πλευρά σπασμένα για παράσημο έβγαλα τις φυλακές, αλλά λέξη δεν πήραν από το στόμα μου.
Στα εικοσιπέντε μου έβαλα ανθοστόλιστο στεφάνι μπας και χάσω το προξενεμένο κελεπούρι. Που να’ξερα ότι λαχείο είναι αυτού του είδους οι γάμοι· άλλοτε κτυπάς τον πρώτο αριθμό άλλοτε σου μένει ο λαχνός στο χέρι. Γκαντέμα ήταν η τύχη μου. Ένα λαχείο σκέτο ήταν ο έρημος. Γυναικάς, χαρτόμουτρο και όλα τα αϊπια του κόσμου είχε μέχρι που ξεψύχησε από καρκίνο. Αντί για κοινωνία και μετάνοια από τα άγια δώρα του ιερέα και την ευωδία του θυμιατού, σάλπαρε για τον άλλο κόσμο με τον τσιγαρόκαπνο στο στόμα. Αφού μου έφαγε σαρανταπέντε χρόνια από τη ζωή μου στη διάρκεια των οποίων τον εκλιπαρούσαως επαίτης για λίγα ψίχουλα αγάπης.
Ο καταραμένος πόλεμος του ’74 στην Κύπρο με βρήκε σε μια εκκλησιά. Μπήκα με τα τρία παιδιά μου κατατρεγμένη και βγήκα με τα δυο. Αλλά στάθηκα όρθια. Τα έσυρα μόνη στην Αθήνα για μια δεκαετία να τα ζήσω σφουγγαρίζοντας κατουρημένες από τη ζωή σκάλες.
Και όταν επέστρεψα ξανά στην Κύπρο για να δώσω μια δεύτερη ευκαιρία στο σπιτικό μου, ο άντρας μου πουλούσε γυναίκες και χαλούσε σπίτια αλλωνών.
Ας είναι καλά εκείνη η Σμυρνιά στην Αθήνα που μου έμαθε το φλιτζάνι και η θετή μου μάνα που μου έμαθε τα μπαχαρικά της ζωής. Αυτά με στήριζαν και με ξελάσπωναν.
Ογδοντάρισα και πάω, αλλά τι να κάνω τα χρόνια τα πολλά και τα αμέτρητα κεράκια σε μια τούρτα… Αυτά σβήνουν και ξεχνιούνται με ένα φύσημά μου. Με στιγμές ζει ο άνθρωπος. Όταν κλείνω τα μάτια αυτές μετρώ και όχι χρόνια. Στον τάφο μου επάνω εγώ έδωσα εντολή να μην γελαστούν να γράψουν πόσο χρονών ήμουν. Να γράψουν πόσες στιγμές έζησα. Για να ξέρουν αν άξιζα το οξυγόνο που σπατάλησα σε τούτη τη γη.