Η Μαρία Τσαγγάρη σπούδασε Κλασική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Κύπρου και ακολούθησε μεταπτυχιακές σπουδές στη Συγκριτική Φιλολογία στο University College London (UCL). Ζει και εργάζεται στη Λευκωσία. Προσπαθεί να πιάσει τη λογοτεχνία από μικρή ηλικία, διαβάζοντας βιβλία, κουβαλώντας βιβλία και τελευταίως προσπαθώντας να γράψει βιβλία. Παρακολούθησε μαθήματα δημιουργικής γραφής στη Σχολή των εκδόσεων Πατάκη με τον Μισέλ Φάις. Διηγήματά της βραβεύθηκαν και εκδόθηκαν στο πλαίσιο του Δικοινοτικού Διαγωνισμού για νέους λογοτέχνες της Ένωσης Λογοτεχνών Κύπρου και της Ένωσης Καλλιτεχνών και Συγγραφέων- Τουρκοκυπρίων το 2018.
Δείγματα Γραφής
1
Καθρέφτης
Φυσαλίδες φωτός κάλυπταν το οπτικό μου πεδίο. Είχα μόλις γεμίσει την μπουκάλα μου με νερό αγνό απ’ τη βρύση και την κρατούσα στο φως. Το παγωμένο πλαστικό γαργαλούσε τα δάχτυλά μου, το φως που περνούσε μέσα από το νερό τα μάτια μου. Ο κήπος ήταν γεμάτος κόσμο. Παιδάκια κυνηγιόντουσαν, ζευγαράκια αγκαλιαζόντουσαν, όλοι με τις φωτογραφικές και τα κινητά τους απαθανάτιζαν ή μάλλον προσπαθούσαν ν’ απαθανατίσουν ένα μαγικό απόγευμα. Μυρωδιές από πορτοκαλιές, φρέσκο γρασίδι και χαμομήλι. Παιδικές φωνές, ένα νωχελικό μουρμουρητό κι ένας μουσικός του δρόμου. Ένας μικρός τον πλησιάζει και μιμείται τις κινήσεις του. Χορεύουν μαζί, παίζουν ο ένας με ήχο και ο άλλος φανταστικά κι ύστερα χωρίζονται. Η υπομονή του μουσικού όση κι όλων των μουσικών του δρόμου. Η τέχνη ως μέσο για ζωή και όχι για επιβίωση, είχε γράψει κάποτε στον τοίχο ένας φίλος μου, μουσικός. Ευτυχώς είχε χιούμορ και σώθηκε.
Δυστυχώς, δεν έγινε αυτό με μένα. Στριφογύριζα, χώνευα τη θέα, τη μουσική, τον κόσμο, άνοιξα την καρδιά μου για τους ανθρώπους εκείνη τη στιγμή κι όμως δεν μπόρεσα ή δεν θέλησα να τους βάλω μέσα. Έπαιζε γι’ αυτούς τόσο ευσυνείδητα, τόσο γλυκά από καρδιάς και δεν τον άκουγαν. Δεν μπορούσαν ν’ ανοίξουν αφτιά και πνεύμα. Μικρόψυχα σχολίαζαν τον θόρυβο. Δεν ήταν μέρος της στιγμής γι’ αυτούς μα δικαιολογία για γκρίνια. Δεν θα τ’ άφηνα να περάσει έτσι. Έσπασα τη σιωπή. Την έσπρωξα κι έγινε θρύψαλα. Κομμάτια. Γυαλιστερά, μικροσκοπικά, κρυστάλλινα κείτονται στο χώμα – στο φως τα κομμάτια μου. Μ’ έσπασαν.
2
Οι διακοπές προχωρούσαν ωραία, είχαμε βγάλει ένα σωρό φωτογραφίες για το Instagram και τέτοια φάγαμε και στα πιο ακριβά και τα φωτογραφίσαμε τα ποστάραμε αμέσως γιατί ήμουν αρκετά έξυπνη ώστε να ζητώ τον κωδικό του wifi αμέσως μόλις καθόμασταν σ’ οποιοδήποτε εστιατόριο. Θ’ αλλάξω κι όλες τις φωτογραφίες του προφίλ μου σε όλα τα μέσα. Το μόνο που μου τη σπάει είναι αυτό το φως του απογεύματος που δεν βγαίνει καλό στις φωτογραφίες κι έτσι η θέα μου είναι άχρηστη όπως και κάτι κωλόπαιδα που φωνάζουν και τρέχουν ξυπόλυτα στο γρασίδι –Oh mon Dieu δηλαδή– κι αυτός εδώ με την τρομπέτα, που έπαιξε από δύο φορές το My favourite things και το Por una cabeza, θα μπορούσε τουλάχιστον να παίξει κανέναν Παντελίδη καμιά Πάολα να τη βρούμε τουλάχιστον κι όχι αυτά τα ξενέρωτα που δεν τα ξέρουμε μα μας τα μαθαίνει η ξερόλα. Γιατί έχουμε κι αυτήν… Αυτή κι αν είναι ζήτημα.
«Μην γίνεστε αντικοινωνικές» φωνάζει σαν πιάσουμε για δυο λεπτά το κινητό απλώς για να δούμε τι νέο παίζει στο Facebook –ένα scroll down πάμε να κάνουμε και μας το βγάζει από τη μύτη– «Πώς γίνεται να μην ξέρετε τον Γκαίτε;» ωρύεται – κάτσε ρε αδερφέ, αυτός με ξέρει; Δεν με ξέρει. Κι ακόμα, όπως της υποδείξαμε, δεν τον μάθαμε στο σχολείο! Άρα;… Τι; Εμείς φταίμε και γι’ αυτό τώρα; Και πώς να ξέρουμε ό,τι ξέρει κι αυτή; Αδύνατον, βρε αδερφέ, και πώς να το κάνουμε είναι από ανέκαθεν γνωστό ότι αυτά τα πράματα δεν είναι και τόσο χρήσιμα: ούτε δουλειά σού βρίσκουν ούτε λεφτά κάνεις ούτε άντρα βρίσκεις ούτε σπίτι χτίζεις. Ε, στ’ αρχίδια μας.
Και τώρα κάνει την Οσία Μαρία την Αιγυπτία: έμεινε ξαπλωμένη στο γρασίδι με τα μάτια γυάλινα σε μια αφύσικη, ακόμα και γι’ αυτήν, πόζα, λες κι έπεσε από εδώ πάνω κι έσκασε σαν καρπούζι μα ξέρουμε πως είναι αδύνατον αυτό και το προσπερνούμε. Κάτι γυαλίζει στο τσιμέντο. Παιχνίδια του φωτός είναι. Ε ρε το άτιμο και να μην βγαίνει στις φωτογραφίες θα σάρωνε τα like και θα έσκαγαν κι από τη ζήλεια τους γιατί εμείς είμαστε σε τέτοιο τόπο διακοπές. Κι αυτός δεν λέει να σκάσει. “Chim chiminey, chim chiminey Chim chim cheroo! I draws what I likes and I likes what I drew”!Τη σπρώχνω με το πόδι – τίποτε. Ρε μπας κι έπαθε… έχω μήνυμα. 100 like. Ε ρε, θα σπάσουμε πάλι το ίντερνετ.
3
Ήταν κάπως νευρικοί οι δικοί μου σήμερα. Πήγαμε με τα μικρά στο πάρκο. Έτρεχαν, τσίριζαν κυλιόντουσαν στο γρασίδι μαζί μας. Ο Byron κι εγώ τρέχαμε στο πλευρό τους, ξύναμε την πλάτη μας στο χώμα μέσα στις χρυσαφιές ανταύγειες του φωτός. Μόνο οι πολύ μικροί και οι πολύ ερωτευμένοι φαίνεται να πρόσεχαν το φως ή τα δέντρα που συζητούσαν αργόσυρτα με τον αέρα ή τα κοράκια που έψαχναν για κάτι να γυαλίζει κρώζοντας παράλληλα ιστορίες παλιές για μια προτομή της Αθηνάς κι έναν άντρα που τον έλεγαν Έντγκαρ.
Μας κοίταζε και χαμογελούσε. Μια τα μικρά, μια εμάς, μια τον άντρα με το καλάμι το χρυσό που έβγαζε ήχους. Κοίταξε με λύπη το φουσκωμένο πόδι μου – έχω όγκο για μήνες κι όποτε το συζητούμε με τους ανθρώπους μου σκοτεινιάζουν. Κι αυτή σκοτείνιασε. Κάτι θα της λεν. Κάτι από εκείνα τα δικά τους τα ψεύτικα τα ανόητα. Κάτι ίσως για τις ώρες που περνούν για το τι δεν έχουν και θα ’θελαν να έχουν και λοιπά.
Μια πεταλούδα κάθισε στη μύτη μου και με χάιδεψε με τα φτερά της. Κούνησα την ουρά μου και τη χαιρέτησα μ’ ένα γάβγισμα καθώς έφευγε. Έτσι είναι αυτά, της στιγμής. Και κρατούν όσο ένα βλεφάρισμα μετά το αναπάντεχο χάδι.
Την κοιτώ ξανά. Σκοτεινές ρίζες ξεπηδούν απ’ τη γη και την τυλίγουν από πάνω ώς κάτω. Την πιέζουν όλο και πιο πολύ μέχρι που σπάει. Αρπάζω στον αέρα ένα κομμάτι της. Έγινε έκρηξη. Βιάστηκε πολύ να φύγει.