Η συγγραφέας γεννήθηκε και ζει στην Λευκωσία. Ακολούθησε σπουδές στη
Νοσηλευτική Επιστήμη, στη Διοίκηση Νοσηλευτικού προσωπικού και
ακολούθως στην Εκπαίδευση Ενηλίκων, με εξειδίκευση στην Νοσηλευτική
Εκπαίδευση, στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Εργάστηκε για πολλά χρόνια στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας, στην
Νοσηλευτική Σχολή του Υπουργείου Υγείας και στο Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο
Κύπρου. Με τις γνώσεις και τις εμπειρίες που αποκόμισε από τους χώρους
αυτούς παίρνει διάφορες ιστορίες οι οποίες δημιουργήθηκαν στην πορεία του
χρόνου, τις αναλύει, τις αλλάζει και τις συνθέτει ξανά. Έτσι μέσα από την
αφήγηση για πολλά βιώματα και αρκετή μυθοπλασία παρουσιάζεται ένα
βιβλίο ακόμα για να ταξιδέψει ευχάριστα τον αναγνώστη. Έχει τίτλο «Με
ζάχαρη κι ατσάλι».
Το πρώτο της βιβλίο, «Σιντριβάνι χαμηλό με χρυσόψαρα», έχει διαβαστεί από
αναγνώστες στην Κύπρο, Ελλάδα, στο Ηνωμένο Βασίλειο, στην Δανία, στην
Αυστρία, Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, Αυστραλία και Νότια Αφρική τόσο στα
Ελληνικά όσο και στα Αγγλικά, με μετάφραση από την ίδια τη συγγραφέα.
Δείγματα Γραφής
.Το καλοκαίρι του 1950 σε μια παραλιακή γειτονιά στη Λεμεσό η Νιόβη
γέννησε ένα όμορφο κοριτσάκι που το ονόμασε Νεφέλη, έναν Αύγουστο
ζεστό, υγρό και συννεφιασμένο. Τριάντα χρόνια μετά όλα αλλάζουν ξαφνικά.
Η Νεφέλη αντιλαμβάνεται με τρόμο πως η ζωή της σήμερα, Αύγουστο του
1980, εξαρτάται από έναν ηλεκτρικό αναπνευστήρα. Αναγνωρίζει πως
κοιμάται έναν ύπνο παράξενο και χημικό αλλά δεν μπορεί να εξηγήσει στον
εαυτό της πως γίνεται να βλέπει μα κυρίως να ακούει τα πάντα.
Ταξιδεύει με το μυαλό της έξω από τους τοίχους του νοσοκομείου και θέλει
να επιστρέψει στο σπίτι της και στους δύο άντρες της ζωής της: τον Αλέξη και
τον Ανδρέα. Ακόμα και να ήθελε να αγνοήσει τον τελευταίο δεν θα μπορούσε
να το πετύχει με τίποτε. Ήταν πάντα πλάι της στα πάνω και στα κάτω της.
Άραγε θα επέστρεφε κάποτε στην παλιά της καθημερινότητα;
Οι φίλες, η Άντρεα και η Θεοδώρα είναι κοντά της συνεχώς, για να της μιλούν,
για να της θυμίζουν ποια είναι και ποιες είναι αυτές με όλους τους τρόπους
που διαθέτουν και με όλα τα παραμύθια που φυλάει ο νους και η μνήμη.
Αυτή, αγαπημένε μου αναγνώστη, είναι μια ιστορία για την αγάπη, την φιλία
και την οικογένεια, για τους δεσμούς που δίνουν νόημα στην κάθε μας μέρα,
μα είναι και μια ιστορία που ξετυλίγεται κάτω από το μοιρολόι του μουεζίνη
σε μια πατρίδα μοιρασμένη.
—————————————————————————————–
Απόσπασμα από το βιβλίο : Σιντριβάνι χαμηλό με χρυσόψαρα
Με τη μουσική να ξεμακραίνει στ’ αυτιά μου πλησίαζα στον τόπο της καταστροφής. Κάτι γλυκό καιγόταν, ο αέρας μύριζε καμένο χαρτί, μαρμελάδα και λικέρ. Οι πυροσβέστες που κατέβασαν το πυροσβεστικό τους όχημα από ένα δρόμο μόλις πιο πάνω, άρχισαν να πετάνε έξω τα πρώτα κιβώτια. Άνοιξαν με αγωνία τα κουτιά και πέταγαν στον χωματένιο δρόμο το περιεχόμενο. Γυαλιστερά πακέτα με σοκολατάκια άχνιζαν μέσα στον μαύρο καπνό που πλήθαινε και κατάστρεφε τη λιχουδιά. Η βεράντα έξω από το σπίτι- αποθήκη γέμισε με σοκολατάκια αμυγδάλου, φουντουκιού, λικέρ και με νουγκατίνες τυλιγμένες σε πράσινα και χρυσαφιά χαρτάκια.
Ήρθαν οι σταβλίτες με τα άλογα, τα γκαρσόνια των διπλανών ξενοδοχείων, οι καθαρίστριες, οι πλύστρες, ο κουρέας, οι αστυνομικοί υπηρεσίας. Έπαιρναν ο καθένας από ένα κουτί σοκολατάκια και δοκίμαζε το πρώτο, το δεύτερο, το τρίτο για να υπολογίσουν το μέγεθος της καταστροφής.
Ο ιδιοκτήτης ήρθε τελευταίος στον τόπο της πυρκαγιάς και ατάραχος πήρε τον αποθηκάριο του και κατέγραψαν τη ζημιά. Φυσικά, η ζημιά δεν ήταν πραγματική γιατί όλο το εμπόρευμα ήταν ασφαλισμένο. Έτσι για πρώτη φορά όλος αυτός ο κόσμος που μαζεύτηκε και θορυβήθηκε με τη φωτιά απολάμβανε ανενόχλητος τα ακριβά σοκολατάκια που προορίζονταν για τα σαλόνια της αφρόκρεμας και που με κανένα άλλο τρόπο δεν θα δοκίμαζαν οι μεροκαματιάρηδες, γιατί αποτελούσε αχρείαστο αγαθό πολυτελείας.
———————————————————————————————————————–
Απόσπασμα από το βιβλίο: Με ζάχαρη κι’ ατσάλι, σελίδα: 211
Σε τούτη τη γωνιά του πλανήτη, μετά από τόσες πτήσεις σε όλη την υφήλιο, μετά από ταξίδια σε Γη και σε Αέρα, σε αυτό το νοσοκομείο στο κεντρικό Λονδίνο που βλέποντας το απ’ έξω νόμιζες πως μόνο η θλίψη κατοικεί εκεί, ένιωθε πως άξιζε να ζει την ζωή. Ένιωθε πως εκεί τον αγαπούσαν. Πως ανήκε κάπου, κάποιος τον περίμενε με χαμόγελο σαν γύριζε όπου και να πήγαινε. Αυτό ήταν, εδώ ένιωθε πως τον αγαπούσαν αληθινά. Κι’ οι γονείς του; Και τα αδέλφια του; Και η Νεφέλη, τα παιδιά του κι’ οι γονείς της; Η Μυρτώ και ο Κένεθ που είχε και τα’ όνομα του; Ο Ανδρέας κι’ η Ράνια; Εδώ σκάλωσε. Όλοι τον είχαν επισκεφτεί και μάλιστα πολλές φορές. Με αγκαλιές, χαμόγελα και λουλούδια. Μήπως ο ίδιος είχε αλλάξει; Μήπως αυτός ήταν το πρόβλημα με ότι ένιωθε; Το ξανασκέφτηκε και έψαξε ξανά με λεπτομέρεια όλα όσα τον πονούσαν. Το κάθε τι με την ώρα το έλεγε η λογική του. Και η καρδιά του επίσης του έδειχνε τον δρόμο με όλες τις έμπρακτες αποδείξεις για την αγάπη όλων αυτών που απαριθμούσε πρωτύτερα το μυαλό του. Κατάληξε πως στ’ αλήθεια τον αγαπούσαν και σκέφτηκε τα χίλια δυο πράματα που του το έδειχναν. Όμως γιατί να νιώθει αυτούς τους ξένους ανθρώπους σε αυτό το νοσοκομείο πιο δικούς του από τους δικούς του; Υπήρχε άραγε εξήγηση για όσα περνούσαν από το μυαλό του;