Η Αδελαΐδα Δήμου Παπαγεωργίου γεννήθηκε στη Πάφο και από δυο μηνών μετακόμισε στην Αμμόχωστο. Μετά την εισβολή επέστρεψε πρόσφυγας πλέον στην Πάφο και τελείωσε το Νικολαΐδειο Λύκειο Πάφου με άριστα. Μετά από εκπαίδευση ακολούθησε το λογιστικό επάγγελμα, όπου και διατηρούσε για αρκετά χρόνια λογιστικό γραφείο. Ταυτόχρονα από το 2019 παρακολούθησε σεμινάρια δημιουργικής γραφής στην Ελλάδα και Αγγλία και άλλα σεμινάρια πνευματικής ανάπτυξης. Έχει επίσης παρακολουθήσει μαθήματα ηλεκτρονικών υπολογιστώ word / excel. Είναι παντρεμένη από το 1982 και έχει πέντε παιδιά. Έχει δίπλωμα στην Γαλλική Γλώσσα, μιλά άπταιστα Αγγλικά, και παρακολουθεί τώρα και Ρωσσικά. Είναι μέλος σε διάφορους Φιλανθρωπικούς τομείς, και πρόεδρος του Παγκύπριου Συνδέσμου Ευημερίας Τυφλών Αμμοχώστου. Είναι μέλος του ΚΣΝΠΒ , μέλος της Ένωσης Λογοτεχνών Κύπρου, μέλος της Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών, μέλος του Ελληνικού Πολιτιστικού Ομίλου Κύπριων Ελλάδος και των Πνευματικών Οριζόντων Λεμεσού, του Writers capital foundation κ.α. Από την εφηβεία της έγραφε ποίηση αλλά το 2020 έκδωσε την πρώτη ποιητική συλλογή της .Ποιήματα και άλλα έργα της της έχουν διακριθεί σε Κύπρο , Ελλάδα και στο Εξωτερικό με τιμητικές διακρίσεις και επαίνους και είναι ανθολογημένα σε Φιλολογικά περιοδικά και εκδόσεις και λογοτεχνικά blogs. Είναι μέλος του ΚΣΝΠΒ , μέλος της Ένωσης Λογοτεχνών Κύπρου, μέλος της Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών, μέλος του Ελληνικού Πολιτιστικού Ομίλου Κύπριων Ελλάδος και των Πνευματικών Οριζόντων Λεμεσού, του Writers capital foundation κ.α. Από την εφηβεία της έγραφε ποίηση αλλά το 2020 έκδωσε την πρώτη ποιητική συλλογή της .Ποιήματα και άλλα έργα της της έχουν διακριθεί σε Κύπρο , Ελλάδα και στο Εξωτερικό με τιμητικές διακρίσεις και επαίνους και είναι ανθολογημένα σε Φιλολογικά περιοδικά και εκδόσεις και λογοτεχνικά blogs.
Ασχολείται συστηματικά εδώ και δεκατρία χρόνια με τη συγγραφή παραμυθιών και ποίησης. Επισκέπτεται σχολεία Δημοτικής Εκπαίδευσης και Νηπιαγωγεία με παρουσίαση των έργων της και με βιωματικά εργαστήρια, προσπαθώντας να βοηθήσει τα παιδιά ούτως ώστε να γίνουν ένθερμοι και δια βίου φιλαναγνώστες.
Εργογραφία
- 2010 Παραμύθι «Ο Πενηντατρής», εκδόσεις Επιφανίου.
- 2013 «Οι τρεις σοφές συμβουλές του Μυλωνά»,
- 2016 «Ο Βασιλιάς των Αετών και το Αεροπλανάκι» ,( βραχεία λίστα κρατικών βραβείων Κύπρου)
- 2018 «Ο Μανώλης και το λουλούδι της αγάπης» ( βιβλίο της χρονιάς 2019 ΕΠΟΚ ),
- 2012 ) «Adeline a strange princess» εκδόσειςXlibris
- 2020) »To Μαγικό Νερό»Αριστείο ανέκδοτου παραμυθιού σε παγκόσμιο διαγωνισμό και Α βραβείο ΕΠΟΚ για εκδοθέντα βιβλία 2020
- 2020 « Αμμόχωστος… και άλλοι καημοί» Αριστείο για βιβλία έκδοσης 2020 από τον ΕΠΟΚ.
- 2021 « Η Άλλη όψη μου» ποιητική συλλογή
- 2022» Εγκλειστοι στίχοι» ποιητική συλλογή
- 2022 « Παππού να σου πω ένα παραμύθι; Ο πέμπτος Πρίγκηπας»
- 2024 « Αμμόχωστος δεν σε ξεχνώ», Επετειακή ποιητική συλλογή 1974-24
Δείγματα Γραφής
Ποιήματα από την Επετειακή ποιητική συλλογή1974-2024 «Αμμόχωστος δεν σε ξεχνώ»
Η πόρτα
Άφησα την πόρτα ανοιχτή,
έφυγα για να ξαναγυρίσω.
Δεν ήξερα πως δεν θα γύριζα πίσω…
Πέρασε μπροστά της ο πόλεμος
ξερνώντας φωτιά και αίμα,
πέρασε μια μέρα, ένας χρόνος,
πενήντα χρόνια,
πέρασε το Καλοκαίρι, το Φθινόπωρο,
οι εποχές έσβησαν τα χνάρια,
ο κήπος χορτάριασε,
οι χρόνοι λιθάρια πετροβολούσαν
το πλατύσκαλο,
η πόρτα γενναία, έμενε ανοιχτή.
Άνθρωποι έφυγαν,
φεύγουν ο ένας πίσω από τον άλλο,
απουσίες μαχαιρώνουν την ψυχή,
η πόρτα αλύγιστη,
τα παράθυρα τρίζουν
τα τζάμια θαμπώνουν απ’ το κλάμα
Δεν ξέρω ποιος θα μπορέσει
να γυρίσει πίσω…
Δεν ξέρω αν τα καταφέρω
να γυρίσω πίσω
να κλείσω την πόρτα
Δεν ξέρω αν θα έχει υπομονή
να με περιμένει…
Η χώρα μου έχει δυο χέρια
Η χώρα μου έχει δυο χέρια,
το ένα στο Βορρά
υψώνει πεισματικά τα δάχτυλα,
αλύγιστο ικετεύει για λευτεριά.
Στην παλάμη με πυρωμένο σίδερο
τυπωμένη η σημαία της συμφοράς…
Από την άλλη μια σφιχτή γροθιά το Τρόοδος.
Η πιο ψηλή του κορυφή
αναποδογυρισμένο ποτήρι,
ντυμένη με ολόλευκο τραγανό χιόνι
φοράει την καρδιά του Χειμώνα
και αντηχούν τα ξέγνοιαστα γέλια της
σπάζοντας το φράγμα
κάθε ανησυχίας
Έτσι είναι,
όσο ψηλότερα ανεβαίνεις
τόσο πιο λίγο ανησυχείς.
Είναι που βλέπεις
όσο που μακραίνουν οι κηλίδες
τόσο μικραίνει η ανησυχία
κι εκμηδενίζεται ο πόνος
στην απεραντοσύνη του λευκού.
Κι έτσι σαν περνώ
απ’ τη λευκοντυμένη γραμμή των ελάτων
από τα μαρκωμένα κυπαρίσσια
με το σκληροτράχηλο πετσί τους
που δεν κατάφερε να δαμάσει ο χρόνος,
έτσι όπως γλιστρούν οι ρόδες
στο παγωμένο κορμί του δρόμου
ο Όλυμπος με χαιρετά
με το πιο άδολο του χαμόγελο
Τα δέντρα τινάζουν τις λευκές νιφάδες στο κατόπι μου,
οι χυμοί του δάσους παγωμένοι
μα κάπου μια αρτηρία κελαρύζει ξέγνοιαστη.
Κι έτσι ατενίζοντας πέρα στο βάθος
μου φαίνεται πως το άλλο χέρι
με χαιρετά συνωμοτικά.
Τούτο το χέρι ζωγραφίζει
το άλλο μισό της πατρίδας μου,
μια καρδιά που περιμένει την Άνοιξη.
Χαμογελώ.
Τίποτα δεν μπορεί να τα χωρίσει,
ούτε το φριχτό τατουάζ του μισοφέγγαρου
Η Χώρα μου είναι αρτιμελής,
έχει ένα κορμί και δυο χέρια
και τούτο εδώ το χέρι
σημαδεύει τα χρόνια υπομονής της…
Να ’ρθει μόνο η ώρα
Αμμόχωστος
Σαν θα ’ρθει η ώρα του γυρισμού
και φύγουνε τ’ αγρίμια που σε μόλυναν,
ένα-ένα τα παιδιά σου θα ξαναγυρίσουν
στην αγκαλιά σου να χωθούν.
Σίγουρα όχι όλα
Κάποια χαθήκανε
με το όνομα σου στα χείλη τους,
κάποια ξενιτεύτηκαν…
Όσα απέμειναν
θα ξαναχτίσουν την πόλη μας.
Να ’ρθει μόνο η ώρα
στο ίδιο σπίτι να ξαναμπούμε.
Κι αν γκρεμίστηκε δεν λυπούμαι,
θα κτίσω καινούργιο
πάνω στα παλιά θεμέλια,
μέσα σε νέους τοίχους,
θα χτίσω τις μνήμες
των προγόνων μου.
Πεζά αποσπάσματα:
Απόσπασμα από το παραμύθι «Παππού να σου πω ένα παραμύθι; Ο πέμπτος πρίγκηπας»
«Ο τρίτος πρίγκηπας ο Γενναίος πήγε προς τη Δύση,πέρασε από δάση και βουνά, και έφτασε σε μια μεγάλη Χώρα. Πύργοι και κάστρα υψώνονταν αλλά πιο πάνω απ’ όλα βρισκόταν ένα πανύψηλο κάστρο που άστραφτε στον ήλιο. Θαμπωμένος έφτασε εκεί και ζήτησε τον άρχοντα του κάστρου. Εκείνος εντυπωσιάστηκε από το όμορφο και γενναίο Πρίγκηπα. Δεν ήξερε να του πει τίποτα για την οικογένεια του. Όμως ο ίδιος είχε ένα μεγάλο πρόβλημα στη χώρα του. ΄Ένας μεγάλος δράκος , πετούσε μια φορά την βδομάδα στη χώρα τους και άρπαζε τα ζώα που έβοσκαν στα λιβάδια . Κανένας δεν τολμούσε να τα βάλει μαζί του, και ο κόσμος τρομοκρατημένος κλειδωνόταν στο σπίτι του. Ο Γενναίος σαν το άκουσε ,υποσχέθηκε να τους βοηθήσει να απαλλαγούν από αυτόν. Έτσι έμεινε στο κάστρο και παραφύλαγε πότε θα δει τον δράκο για να τον πολεμήσει. Και δεν άργησε . Μια μέρα εκεί που καθόταν με τον άρχοντα στην δροσιά του κήπου, είδαν ένα τεράστιο όγκο να πετά από πάνω τους και να κατευθύνεται στο διπλανό λιβάδι. Ο άρχοντας τρομοκρατημένος έτρεξε να κρυφτεί στο κάστρο του . Ο Γενναίος δεν έχασε καιρό, πήρε το σπαθί του και έτρεξε να αντιμετωπίσει τον δράκο. Μα δεν ήταν εύκολο, γιατί εκείνος ήταν τεράστιος. Έγινε μια πολύωρη μάχη, και ο Γενναίος κατάφερε να τραυματίσει στο πόδι τον δράκοντα που πέταξε με δυσκολία μακριά από τον Πρίγκηπα , βγάζοντας άναρθρες κραυγές από τον πόνο.
«Δεν γλυτώσαμε από αυτόν», είπε φοβισμένος ο άρχοντας. «Μόλις νοιώσει καλύτερα θα επιστρέψει. Έκανες ότι μπορούσες παλικάρι μου αλλά πολύ φοβούμαι πως μόνος σου δεν θα μπορέσεις να τον νικήσεις».
«Εισηγούμαι να εκπαιδεύσω ένα τάγμα με στρατιώτες ώστε όταν επιστρέψει να μπορούμε να τον αντιμετωπίσουμε», εισηγήθηκε ο Γενναίος. Και αφού πήρε έγκριση από τον άρχοντα, ενθουσιασμένος άρχισε να εκπαιδεύει τους στρατιώτες και αφοσιώθηκε και αυτός τόσο πολύ με αυτό, που ξέχασε την αποστολή του.
Ο τέταρτος πρίγκηπας ο Χαλαρός, διάλεξε το δρόμο που έβλεπε στο Νοτιά, κάλπαζε με την ησυχία του, και κάθε τόσο σταματούσε να ξεκουραστεί . Σε κάποια στιγμή κάθισε κάτω από μια βαλανιδιά και έβγαλε το φαγητό του να γευματίσει. Εκεί που έτρωγε πετάχτηκε τρομαγμένο μπροστά του ένα μικρόσωμο ανθρωπάκι
«Γρήγορα, έλα να με βοηθήσεις, έκλεισε η πόρτα και κλείστηκα έξω από το σπίτι μου», του λέει.
«Μπορείς να περιμένεις ένα λεπτό σε παρακαλώ να τελειώσω το φαγητό μου»; του είπε εκείνος και ατάραχος συνέχισε και τέλειωσε το φαγητό του. Μετά ακολούθησε το ανθρωπάκι μέσα στο δάσος. Έφτασαν σε ένα ξέφωτο. Το ανθρωπάκι στάθηκε μπροστά σε μια μπρούντζινη καταπακτή.
«Εδώ είμαστε» του είπε, «πρέπει να τραβήξεις αυτό το μοχλό».
Ο Χαλαρός προσπάθησε να τραβήξει τον μοχλό αλλά ήταν πολύ βαρύς. Έβαλε τα δυνατά του, και μετά από πολλή προσπάθεια τα κατάφερε και την άνοιξε. Μια πέτρινη σκάλα κατέβαινε βαθιά μέσα στην γη
«Σου είμαι υπόχρεος» , είπε χαρούμενο το ανθρωπάκι και κατέβηκε γρήγορα την σκάλα χωρίς να κοιτάξει πίσω του.
Αφηρημένος ο Χαλαρός τον ακολούθησε και κατέβηκε πίσω του τη σκάλα που έμοιαζε ατέλειωτη. Χίλια σκαλιά μέτρησε ο Χαλαρός. Σαν έφτασε κάτω έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Μπροστά του ήταν μια πολιτεία αλλά με σπιτάκια μικροκαμωμένα σαν μινιατούρες, με κήπους με σιντριβάνια που πέταγαν χρωματιστά νερά και ολόχρυσα αγάλματα που έλαμπαν στο φως που έδιναν χιλιάδες πυγολαμπίδες που κρέμονταν ψηλά . Μικροσκοπικά ανθρωπάκια πηγαινοέρχονταν σπρώχνοντας αμαξάκια με πολύτιμους λίθους.
Τότε είδε το ανθρωπάκι που μπήκε σε ένα πολύχρωμο σπίτι. Με μεγάλη έκπληξη ο Χαλαρός τον ακολούθησε και χώρεσε χωρίς καμμιά δυσκολία μέσα σε εκείνο το σπιτάκι που του φαινόταν τόσο μικρό! Μέσα τα μικροσκοπικά τους έπιπλα ήταν καμωμένα από κεχριμπάρι και ρουμπίνια που έλαμπαν ..
Μόλις το ανθρωπάκι τον είδε πίσω του, τρομοκρατήθηκε
«Αχ τι έπαθα» , είπε, «δεν σε πήρα είδηση πως με ακολούθησες, κανένας δεν ξέρει για την πολιτεία μας, και αν σε πάρει κανείς είδηση θα σε τιμωρήσουν και σένα και μένα. Όμως μιας και ήρθες έλα να συστήσω στη γυναίκα μου τη Μαλαματένια που περιμένει το πρώτο μας μωρό, είπε και έδειξε μια μικροκαμωμένη γυναίκα που καθόταν σε μια βελουδένια πράσινη πολυθρόνα. Εγώ είμαι ο Χρυσάφης και αυτή είναι η Διαμαντένια πολιτεία».
«Όνομα και πράμα, από ότι πρόσεξα έχετε αφθονία από πολύτιμες πέτρες, αλήθεια που τους βρίσκετε»; τον ρώτησε.
«Ου… εδώ είναι η Χώρα παραγωγής τους», είπε εκείνος «είναι μυστικό, στον πάνω κόσμο δεν το ξέρει κανένας και είσαι ο πρώτος που το μαθαίνει», του εμπιστεύθηκε εκείνος. Σε παρακαλώ όταν πας πίσω στον πάνω κόσμο, να μην το πεις σε κανένα, του είπε. Εδώ που λες έχουμε τις μοναδικές φυτείες χρυσού, διαμαντιών ρουμπινιών και όλων των πολύτιμων λίθων. Εκτός από τις πολύτιμες πέτρες στο έδαφος ευδοκιμούν όλων των λογιών φρούτα εκτός από φράουλες και μούρα. Η γυναίκα μου τα λατρεύει κι εγώ όταν ωριμάζουν στο δάσος βγαίνω έξω κρυφά και της μαζεύω . Δεν επιτρέπεται να βγαίνουμε πάνω παρά μόνο μια φορά τον χρόνο, την Πρωτοχρονιά. Εγώ όμως είμαι ο θυρωρός, η δουλειά μου είναι να φυλάω την πόρτα να μην βγαίνει κανένας, και έτσι μπορώ εύκολα να μπαινοβγαίνω στο δάσος. Σήμερα όμως δεν ξέρω πως έκλεισε η πόρτα κι έμεινα έξω και αν δεν ήσουν εσύ θα έμενα αποκλεισμένος από την οικογένεια μου ως την Πρωτοχρονιά».
«Δεν έκλεισε τυχαία η πόρτα, εμείς σε κλείσαμε έξω», ακούστηκε μια θυμωμένη φωνή και συνέχισε να φωνάζει αγριεμένα.
« Νομίζεις ότι μας ξεγελάς, αλλά αυτή την φορά σε τσακώσαμε στα πράσα. Καλά μου έλεγαν οι πληροφορίες ότι βγαίνεις κρυφά έξω στον κόσμο. Τώρα όμως θα χάσεις και την δουλειά σου και τον μουσαφίρη σου θα τον κρατήσουμε μαζί μας ως την Πρωτοχρονιά».
«Μεγαλειότατε, συγχωρέστε με η γυναίκα μου, περιμένει παιδί και άρχισε να λιγουρεύεται τα μούρα γιατί ξέρει πως είναι εποχή τους και δεν θέλω να χάσει πάλι το μωρό για λίγα μούρα», είπε το ανθρωπάκι και γονάτισε μπροστά σε ένα ανθρωπάκι στο ίδιο ύψος με ολόχρυση στολή και μια κορώνα στο κεφάλι γεμάτη διαμάντια. Τα μάτια του άστραφταν από θυμό όμως σαν άκουσε τη δικαιολογία του σαν να μαλάκωσε. Ήξερε πως η γυναίκα του Χρυσάφη ήταν πολύ εύθραυστη και έκαναν πολλά χρόνια να κάνουν μωρό και μαλάκωσε.
«Δεν θα σε τιμωρήσω εσένα, όμως ο κύριος από εδώ θα μείνει αιχμάλωτος μέχρι την Πρωτοχρονιά, θα μένει μαζί σας και θα σε βοηθά στη νέα σου δουλειά στις φυτείες. Λοιπόν μίλησα και τα λόγια μου είναι νόμος, είπε και βγήκε έξω με μεγαλόπρεπα βήματα»
Ο Χαλαρός δεν πρόλαβε να του μιλήσει πως έπρεπε να ψάξει να βρει την αδελφή και τους γονείς του. Εξ άλλου ήταν πολύ περίεργος να δει τις φυτείες με τους πολύτιμους λίθους και δεν τον πείραξε που θα έμενε για λίγο στη Διαμαντένια Πολιτεία.
Με τούτα και με εκείνα λοιπόν, πέρασαν οι σαράντα μέρες και ο μεγαλύτερος αδελφός πήγε στο σημείο που υποσχέθηκαν να βρεθούν όλοι μαζί. Περίμενε τα αδέλφια του αλλά μάταια. Έδυσε ο ήλιος και κανένας δεν φάνηκε. Λυπημένος γύρισε στο Παλάτι, και κάθισε σκεφτικός στον θρόνο του πατέρα του κρατώντας το κεφάλι του. Η γριά παραμάνα που τον είδε , τον ρώτησε γιατί ήταν τόσο στενοχωρημένος.
«Νάνα της είπε, ( έτσι την φώναζαν χαϊδευτικά όλοι) έστειλα τα αδέλφια μου να βρουν τους γονείς και την αδελφή μου , και είπαμε να συναντηθούμε σήμερα στο σταυροδρόμι αλλά κανένας δεν φάνηκε . Τώρα έμεινα μόνος μου, δεν ξέρω τι να κάνω και δεν έχω κανένα να πω τον πόνο μου».
«Έχεις ένα ακόμα αδελφό», του εξομολογήθηκε η γριά γυναίκα. «Η μητέρα σου σαν γέννησε και πέμπτο αγόρι, δεν ξέρω γιατί, σιχάθηκε το μωρό και μου το έδωσε να το μεγαλώσω. Έτσι σαν μεγάλωνα και σας, παράλληλα φρόντιζα και τον αδελφό σας που τώρα είναι σαν δικό μου παιδί. Όμως δεν παύει να είναι πρίγκιπας και αδελφός σου και τώρα που δεν έχεις άλλο κανένα στο κόσμο ίσως αυτός σε βοηθήσει. Ξέρει όλη την αλήθεια, γιατί σαν μεγάλωσε δεν βαστούσε η ψυχή μου και του είπα πως είναι βασιλόπαιδο όμως αυτός ποτέ δεν κράτησε κακία στους γονείς σας που τον απαρνήθηκαν».
«Έχεις δίκαιο Νάνα μου , τώρα θυμήθηκα τον μικρούλη τον αδελφό μου. Μόλις γεννήθηκε η μητέρα μας είπε ότι τον έδωσε σε σένα για να τον αναλάβεις. Βλέπεις κι εγώ μικρός ήμουν περίπου εφτά χρονών, δεν τον αναζήτησα ποτέ. Πες του να έρθει να με δει», της είπε, και ένα φως ελπίδας έλαμψε στα μάτια του.
Πράγματι την άλλη μέρα ο Δημοσθένης στάθηκε μπροστά στον μεγάλο αδελφό του με σκυμμένο το κεφάλι. Ο Συνετός κατέβηκε αμέσως από τον θρόνο του και τον αγκάλιασε με αγάπη.»
ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ
Μια ανεμόσκαλα για την Αμμόχωστο https://www.youtube.com/watch?v=MAv-Kksw3EQ
Αμμόχωστος Βασιλεύουσα https://www.youtube.com/watch?v=XVmjXx3H2Yo