Η Αγάθη Γεωργιάδου κατάγεται από την Κύπρο και είναι Διδάκτωρ Φιλολογίας, συγγραφέας και κριτικός λογοτεχνίας. Σπούδασε κλασική φιλολογία στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών και εκπόνησε τη διδακτορική της διατριβή εκπόνησε στο King’s College του Πανεπιστημίου του Λονδίνου, όπου τιμήθηκε με το πρώτο βραβείο καλύτερης διατριβής στην κλασική φιλολογία στη Μεγάλη Βρετανία και Ιρλανδία το 1990. Εργάστηκε ως Ειδική Επιστήμων στο Τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης, υπήρξε μέλος της Ομάδας Λογοτεχνίας του Κέντρου Εκπαιδευτικής Έρευνας και του Τομέα Γλώσσας και Λογοτεχνίας του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου. Για σειρά ετών υπηρέτησε ως Σχολική Σύμβουλος Φιλολόγων στην Αττική. Παράλληλα, συνεργάζεται με το διαδικτυακό λογοτεχνικό περιοδικό Diastixo και άλλα λογοτεχνικά έντυπα και ηλεκτρονικά περιοδικά.
Το συγγραφικό της έργο περιλαμβάνει βιβλία για τη νεοελληνική και ευρωπαϊκή λογοτεχνία, επιστημονικά άρθρα, βιβλιοπαρουσιάσεις και κριτικές. Ενδεικτικά, έχει συγγράψει (ορισμένα σε συνεργασία) τα έργα: Προτάσεις Ερμηνείας στη Νεότερη Ευρωπαϊκή Λογοτεχνία (Καστανιώτης, 1999), Διαβάζοντας Κική Δημουλά (Ελληνικά Γράμματα, 2001), Λογοτεχνικές Διαδρομές (Ελληνικά Γράμματα, 2005), Ιδανικές φωνές κι αγαπημένες, 3 τόμοι (Μεταίχμιο, 2006), Η Ποιητική Περιπέτεια (Μεταίχμιο, 2006), Διδακτική της Λογοτεχνίας (επιμ. Εκδόσεις Γρηγόρη, 2017), Ηλίας Γκρής (Εκδόσεις Γκοβόστη, 2019) και Η διδασκαλία του ολόκληρου λογοτεχνικού έργου (Μεταίχμιο, 2022).
Σύνδεσμος biblionet για το συνολικό έργο της συγγραφέος:
https://biblionet.gr/%CF%80%CF%81%CE%BF%CF%83%CF%89%CF%80%CE%BF/?personid=1337
Αποσπάσματα συγγραφικού έργου:
Ι. ΑΠΟ ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΑ ΒΙΒΛΙΑ:
Η Ποιητική περιπέτεια, Μεταίχμιο, 2006:
Ο όρος «αισθητισμός» (esthètisme) προέρχεται από τις ελληνικές λέξεις «αίσθηση»/ «αισθητός»/ «αισθητική» και δηλώνει το ρεύμα που εμφανίστηκε στην τέχνη -τη λογοτεχνία και τη ζωγραφική κυρίως- στη Γαλλία και την Αγγλία στα μέσα του 19ου αιώνα και επηρέασε την Ελλάδα στο τέλος του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ού. Το ρεύμα αυτό εμφανίζει δύο διακλαδώσεις: προς τον παρνασσισμό και το συμβολισμό, γι’ αυτό και, εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις, καταλαμβάνει μικρή έκταση στις ιστορίες της λογοτεχνίας, επειδή τα όριά του με άλλα δύο ρεύματα είναι ασαφή και ρευστά. Οι οπαδοί του αισθητισμού, οι «αισθητές» ή «αισθητιστές» (esthètes: «εστέτ»), πίστευαν στις ίδιες αισθητικές αξίες που έθρεψαν τον παρνασσισμό και ιδιαίτερα στο δόγμα «Η τέχνη για την τέχνη». Κοινό, επίσης, γνώρισμα με τον παρνασσισμό είναι η επίμονη επεξεργασία της μορφής του έργου, ώστε να αγγίξει την τελειότητα. Ο αισθητισμός ευνόησε τη γέννηση του ρεύματος του συμβολισμού με τη νεωτεριστική ανατροπή των συμβατικών αντιλήψεων για τη ζωή και την τέχνη που καλλιέργησε και με την απόρριψη κάθε θεωρίας που επέβαλλε κανόνες ηθικής στον καλλιτέχνη αναστέλλοντας το πάθος και την ελευθερία του. Η λατρεία της ομορφιάς, η συνύφανση ποίησης και μουσικής, η απόρριψη του διδακτισμού και του ορθολογισμού, το αίσθημα της διάλυσης και της παρακμής, αποτελούν γνωρίσματα που συνδέουν στενά τον αισθητισμό και τον συμβολισμό. Και τα δύο ρεύματα είναι άμεσα συνδεδεμένα με το πνευματικό κλίμα του fin de siècle (τέλους του 19ου αι.) και θεωρούνται έκφανση της «décadence» («ρομαντικής παρακμής»).
Ηλίας Γκρής, Γκοβόστης, 2019:
Με βεβαιότητα μπορούμε να υποστηρίξουμε για όλη την ομάδα των ποιητών τα ακόλουθα:
Α) Το όνομα «Γενιά του ’70» έχει πια κατακυρωθεί γι’ αυτή την ομάδα ποιητών έναντι άλλων ονομάτων, όπως «Γενιά της αμφισβήτησης» ή «Γενιά της άρνησης» ή «Τρίτη μεταπολεμική Γενιά», ενώ δεν χρησιμοποιείται πια ο επιφυλακτικός (ενίοτε και υποσκαπτικός/ μειοτικός) προσδιορισμός της ως «λεγόμενης» (γενιάς του ’70).
Β) Όλοι οι ποιητές έχουν κοινά βιώματα: μεγαλώνουν στο κλίμα του Ψυχρού Πολέμου έχοντας τραυματικούς απόηχους του Εμφυλίου και της διάψευσης των οραμάτων για μια καλύτερη και ισόνομη πολιτεία. Όλοι σχεδόν οι ποιητές συνειδητοποιούνται κατά τη δεκαετία του ’60 σε μια διαφορετική ελληνική κοινωνία, καταναλωτική πια. Επίσης, όλοι έζησαν στην εφηβεία ή την πρώτη νεότητά τους τα συγκλονιστικά γεγονότα της «δεκαετίας-φωτιάς» (1965-1975): τη δικτατορία 1967-1974, τον Μάη του ΄68, τον πόλεμο του Βιετνάμ, τις μεταρρυθμιστικές απόπειρες του Αλιέντε στη Χιλή, την επαναστατική πορεία του Τσε Γκεβάρα, τα γεγονότα της Νομικής και του Πολυτεχνείου το 1973, το πραξικόπημα κατά του Μακάριου και την τουρκική εισβολή τον Ιούλιο του 1974, τη μεταπολίτευση και τη διάσπαση του ΚΚΕ.
Γ) Είναι κυρίως ποιητές της πόλης ή ποιητές που προέρχονται από την ελληνική ενδοχώρα αλλά ζουν στο άστυ. Η ελληνική επαρχία πάντως σ’ αυτή την περίπτωση έχει σημαντική παρουσία στο έργο τους.
Δ) Στη μεγάλη πλειοψηφία τους έχουν μελετήσει σε βάθος λογοτεχνία, φιλοσοφία και ιστορία και είναι ιδιαίτερα καλλιεργημένοι και στοχαστικοί.
Ε) Ένας μεγάλος αριθμός ποιητών αυτής της γενιάς έχει τιμηθεί με διάφορα ποιητικά βραβεία και το έργο τους έχει μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες.
ΣΤ) Εμφανίζουν πολύπτυχη λογοτεχνική δραστηριότητα, καθώς, εκτός από την ποίηση, ασχολούνται με την πρόζα, το δοκίμιο, την κριτικογραφία, τις ανθολογίες, τις μελέτες και τη μετάφραση.
Διαβάζοντας Κική Δημουλά, Ελληνικά Γράμματα, 2001 (σε συνεργασία):
Ακόμα και ένας βιαστικός αναγνώστης των ποιημάτων της Δημουλά, που δεν έχει το χρόνο να εμβαθύνει στο έργο της και να συλλογιστεί, θα ένιωθε, τελειώνοντας την ανάγνωση των ποιημάτων της, πιο έμπειρος και πιο ώριμος, ίσως ακόμα και πιο δυνατός για να αντιμετωπίσει τη ζωή και την καθημερινότητά του. Κι αυτό, γιατί τα ποιήματα της Δημουλά βρίθουν από αποφθεγματικούς στίχους (που μοιάζουν με γνωμικά), από σχόλια, απόψεις, διαπιστώσεις, προτάσεις ζωής, προτροπές ή και αποτροπές, που όμως είναι εμφανές ότι δεν διατυπώνονται ούτε επίμονα, όπως οι νουθεσίες των γονέων, ούτε με ύφος διδαχής, όπως τα εκκλησιαστικά κηρύγματα, ούτε μεγαλόστομα, όπως οι λόγοι των ρητόρων. Διατυπώνονται όμως στοχαστικά, γιατί είναι ακριβώς αυτό: οι στοχασμοί της ποιήτριας που προέκυψαν από τις «στάσεις σκέψης» που η ίδια έχει κάνει μπροστά σε κάθε στιγμή και κάθε γεγονός της ζωής της – μικρό ή μεγάλο, ασήμαντο ή σημαντικό – κι ακόμα μπροστά σε κάθε αντικείμενο – ευτελές ή πολύτιμο – που χρησιμοποίησε ή αγάπησε η ίδια. Οι στίχοι αυτοί περικλείουν πείρα ζωής, ωριμότητα, πλούτο εμπειριών, γνώση της καθημερινότητας και καθρεφτίζουν έναν άνθρωπο που δεν ζει τυχαία, ούτε δέχεται άκριτα τη ζωή, αλλά αναλύει, αναλογίζεται, ανιχνεύει, «σκάπτει ένδον» και με διορατικότητα, εμβρίθεια και λεπτομερειακή διάθεση, αφουγκράζεται ό,τι συμβαίνει μέσα του, στον κόσμο της ψυχής του, αλλά και όσα συμβαίνουν γύρω του, στον κόσμο που τον περιβάλλει.
ΑΠΟ ΑΡΘΡΑ:
«Ανατρέποντας τον μύθο: τα σκόρπια ποιήματα της Πηνελόπης στην ποίηση της Αγγελάκη-Ρουκ» (Περιοδικό Χάρης):
[…] Η Πηνελόπη, ως προσωπείο της ποιήτριας, μεταμορφώνεται σε γυναίκα που αγωνίζεται μέσω της ποίησης να εκλογικεύσει την απουσία και να από-προσωποποιήσει τη νοσταλγία, να την αποσυνδέσει από το συγκεκριμένο πρόσωπο, έστω και με «σκληρή και άχαρη δουλειά», για να πάψει πια να το επιθυμεί με τις αισθήσεις της και να μάθει να ζει χωρίς αυτό, αφού ο χρόνος (και η ζωή) δεν ανακόπτονται λόγω της απουσίας. Η Πηνελόπη, όπως και κάθε γυναίκα, δεν περιμένει τον συγκεκριμένο Οδυσσέα αλλά τον άνδρα γενικότερα που της λείπει: «Από την έλλειψη του ενός προσώπου φτάνεις σ’ ένα χώρο όπου κάθε πρόσωπο λείπει και όπου υπάρχει μόνο μια άμορφη μάζα ζωής και θανάτου», έλεγε σε συνέντευξή της.
«Ο δημιουργικός διάλογος του σολωμικού έργου με τους ποιητές της Γενιάς του ’70» (Πρακτικά Συνεδρίου Ο.Λ.Κ.):
Ολοκληρώνοντας το σύνθετο αυτό θέμα, στην ανακοίνωσή μου προσπάθησα να δείξω πως από τον Σολωμό αρδεύτηκαν φανερά αλλά και υποδόρια πολλοί ποιητές της «ατίθασης» γενιάς του ’70, όχι μόνο με την έννοια της διακειμενικότητας και της εμφανούς παράθεσης αυτούσιων στίχων του Σολωμού με σκοπό την αμφισβήτηση ή παρανάγνωσή τους, αλλά με την έννοια της ουσιαστικής και δημιουργικής αφομοίωσης των «διδαγμάτων» του. Με την ενδεικτική παρουσίαση ορισμένων μόνο ποιητών αυτής της γενιάς φάνηκε πως ένα μεγάλο μέρος τους δεν αντιμετωπίζει την ποίηση του πνευματικού προγόνου ως «ιερό λείψανο» αλλά ως ζώσα ποίηση που «πορφυρώνει» (κατά το ρήμα του Μαλακάση) το δικό τους έργο, το γονιμοποιεί και του χαρίζει ουσιαστική έμπνευση, την οποία μετασχηματίζουν δημιουργικά με τα δικά τους ποιητικά εργαλεία, μετατρέποντας την σε αξιόλογη προσωπική ποίηση. Παρά την προσπάθεια της γενιάς αυτής να απαρνηθεί τις παλιές φόρμες και ιδέες, διαπιστώνουμε πως η ποίηση του παρελθόντος, και ειδικά του Σολωμού, είναι ανυπέρβλητη, γιατί εμπεριέχει αξίες και έννοιες πανανθρώπινες, που ξεπερνούν το συγκεκριμένο χωρικό ή χρονικό πλαίσιο δημιουργίας τους και της προσδίδουν καθολικότητα και διαχρονική ισχύ.
«Ο αισθησιακός Σεφέρης: Λόγος και εικόνα στα έξι καλλιγραφήματα του 1941-1942» (Πρακτικά Συμποσίου στην Αγάι Νάπα, 2019):
Αισθησιακό χαρακτήρα έχουν στην πλειονότητά τους και τα καλλιγραφήματα της περιόδου 1941-1942, ιδίως στην εικαστική τους μορφή. Σύμφωνα με τις ημερολογιακές σημειώσεις του ποιητή τέσσερα από αυτά ανάγονται στην εποχή που ο Σεφέρης και η Μαρώ βρίσκονταν στη Ν. Αφρική, στην Πρετόρια. Τα τρία πρώτα δημιουργήθηκαν την ίδια μέρα, στις 4.10.1941, το τέταρτο μέσα στον Οκτώβριο του 1941, ενώ το πέμπτο και έκτο στο Κάιρο στις 15.11.1942 και 17.11.1942 αντίστοιχα. Ο ποιητής αυτή τη χρονική περίοδο βρίσκεται σε φάση «πυρετικής έκρηξης δημιουργίας», κατά την έκφραση του Μπήτον (2003:315), αφού, εκτός από τα καλλιγραφήματα, γράφει την πολιτική μαρτυρία Χειρόγραφο-Σεπτ.1941, έξι από τα 13 ποιήματα από το Ημερολόγιο Καταστρώματος Β΄ και limerick για παιδιά. Τέσσερα από τα καλλιγραφήματα είναι άτιτλα, ενώ τα άλλα δύο έχουν τίτλο. Στα τρία προέχει η δύσκολη περίοδος της Κατοχής και στα άλλα τρία το ερωτικό στοιχείο.
ΑΠΟ ΚΡΙΤΙΚΕΣ:
Για το βιβλίο του Κυριάκου Ιωάννου, Όψεις της εκδοτικής θεωρίας και πράξης του Γιώργου Σεφέρη, Εκδόσεις Ηλία Επιφανίου:
«Συνολικά, το βιβλίο του Κυριάκου Ιωάννου αποτελεί μια πολύτιμη συμβολή στη μελέτη της εκδοτικής και τυπογραφικής διάστασης του έργου του Γιώργου Σεφέρη, παρέχοντας μια βαθιά και τεκμηριωμένη ματιά σε μια λιγότερο γνωστή πλευρά του ποιητή. Μέσα από την προσεκτική ανάλυση της εκδοτικής θεωρίας και πρακτικής του Σεφέρη, καθώς και τη μελέτη της επιμέλειας των έργων του, ο Ιωάννου φωτίζει την αδιάλειπτη προσήλωση του ποιητή στην ποιότητα και την αισθητική πληρότητα των εκδόσεών του. Με τεκμηριωμένη ανάλυση και πλούσιο υλικό, αναδεικνύει τη σχολαστική φροντίδα που επεδείκνυε ο ποιητής για την τελειότητα των βιβλίων του, όχι μόνο σε επίπεδο περιεχομένου αλλά και μορφής. Η μελέτη αυτή εμπλουτίζει τη γνώση μας για τον Σεφέρη, προσφέροντας μια ολοκληρωμένη εικόνα της προσέγγισής του στην τυπογραφική τέχνη, η οποία χαρακτηριζόταν από αυστηρότητα, ευαισθησία και αισθητική ακρίβεια. Πρόκειται για ένα βιβλίο που επιβεβαιώνει ότι ο Σεφέρης ήταν μια πολυδιάστατη προσωπικότητα, τόσο στη λογοτεχνία όσο και στον εκδοτικό χώρο, προσθέτοντας έναν ακόμα κρίκο στο σύνθετο πορτρέτο του ως ποιητή και διανοητή». (https://diastixo.gr/)
Για το βιβλίο του Τανέρ Μπαϊμπάρς Ξεριζωμένος από τόπο μακρινό
Εικόνες μιας αυτοβιογραφίας, μετάφραση: Μαριάννα Αβούρη
Εκδόσεις Βακχικόν:
«Ο Ξεριζωμένος από τόπο μακρινό είναι ένα βιβλίο που συγκινεί με την αμεσότητα και την ειλικρίνεια της αφήγησής του. Προσωπικά με άγγιξε βαθιά, γυρίζοντάς με στα παιδικά μου χρόνια, καθώς, παρά τις τραγικές δεκαετίες που με χωρίζουν από τον αφηγηματικό χρόνο του βιβλίου –εισβολή, προσφυγιά, θάνατοι, εκτοπισμοί και αγνοούμενοι– η Κύπρος των ειρηνικών χρόνων παραμένει ίδια: είναι η Κύπρος της θάλασσας, των κάμπων, των χαρουπιών, του φρεσκοψημένου ψωμιού με χαλούμι και δροσερό καρπούζι, του μεσημεριανού παγωτατζή, των χρωμάτων και των αρωμάτων. […] Η αφήγηση είναι κινηματογραφική, πρωτοπρόσωπη και εξομολογητική, με αυθεντική αθωότητα και παιδικότητα. Το γεγονός ότι το βιβλίο γράφτηκε πριν από την τραγωδία του 1974 δείχνει και την ανεπηρέαστη ματιά του συγγραφέα στις σχέσεις των δύο κοινοτήτων. Όπως και στην ποίησή του (αλλά και του συμπατριώτη του, Μεχμέτ Γιασίν), οι νοσταλγικές αναμνήσεις από την Κύπρο των παιδικών του χρόνων διαποτίζουν το βιβλίο. Το φυσιολατρικό στοιχείο δεσπόζει επίσης, αναδεικνύοντας την έντονη ψυχική ανάγκη του συγγραφέα για επιστροφή στο μακρινό του σπίτι και στην παιδική γη, στην παιδική ανεμελιά και αθωότητα. Για τον συγγραφέα ο νόστος συνδέεται με τη σφοδρή επιθυμία του να ξαναβρεί τις ρίζες του και να προστατεύσει τις μνήμες του, που αποτελούν, όπως και κάθε ανθρώπου, την πραγματική εστία του.
Όπως γνωρίζουμε, ο συγγραφέας, σύμφωνα με δήλωσή του στην τελευταία συνέντευξή του το 2009, δεν μπόρεσε να επιστρέψει ποτέ στην Κύπρο από τότε που έφυγε: «Όταν έφυγα, η Κύπρος ήταν μία, τώρα είναι διχασμένη. Δεν θέλω να έρθω να τη δω έτσι». (https://diastixo.gr/)
Για την ποιητική συλλογή του Δημήτρη Κοσμόπουλου, Έθνος εξαιρετικά, Περισπωμένη, 2023:
Τώρα που καταλάγιασε ο κουρνιαχτός από τις εκδηλώσεις μνήμης και τιμής για τα 100 χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή έχουμε στα χέρια μας τη νέα ποιητική συλλογή του βραβευμένου ποιητή Δημήτρη Κοσμόπουλου με τίτλο Έθνος εξαιρετικά (εκδ. Περισπωμένη) για να μας θυμίζει πως η πληγή δεν έχει επουλωθεί ακόμα, ούτε αυτή ούτε και το τραύμα της κυπριακής εισβολής του 1974.
Η ποιητική συλλογή του Κοσμόπουλου αποτίει φόρο τιμής κυρίως στους στρατιώτες που χάθηκαν στα μικρασιατικά πεδία των μαχών αλλά και στους μετέπειτα άγνωστους νεκρούς του ’40 και του Εμφυλίου. Ο ποιητής δημιουργεί συμβολικά, μια «κλίνη των αφανών», όπως ο Θουκυδίδης στον Επιτάφιο του Περικλή, για όσους δεν αναφέρονται στην Ιστορία αλλ’ αγωνίστηκαν με πάθος για την ελευθερία και την ανθρωπιά με το χέρι «κολλημένο στο ντουφέκι» και «τον καημό βαθιά βαθιά στα μάτια τους / σαν ένα αστέρι σε μια γούβα αλάτι». (https://bookpress.gr/)
Για την ποιητική συλλογή του Στάθη Κουτσούνη, Ρόδο σε καθρέφτη, Μεταίχμιο, 2024:
Φτάνοντας στο τέλος της συλλογής, η γενική εντύπωση που αποκομίζουμε από αυτήν είναι ότι έχει ταυτόχρονα και το άρωμα του ρόδου και τ’ αγκάθια του. Είναι ποιήματα που σαγηνεύουν τον αναγνώστη, λεπτοδουλεμένα, με αισθησιακές εικόνες, με μουσικότητα και λέξεις υγρές και εύχυμες. Μοιάζουν με «κοσμήματα στη χλόη», με στίχους κεντημένους με πάθος, ποιήματα που ανακαλούν στη σκέψη μας την ερωτική ποίηση του Εμπειρίκου (τα τριαντάφυλλα στο παράθυρο, τη σχισμή που διευρύνεται μόνο με τον πόθο της διεύρυνσης, «τα νερά της νεότητος» και τις λέξεις που «όταν πέφτουν στο σώμα της νυκτός / Μοιάζουν με καράβια που τις θάλασσες οργώνουν»). Η έμπνευσή τους αντλείται από απλά πράγματα και συνδέεται με τη θέα της ομορφιάς που προκύπτει είτε από μια ανεπαίσθητη κίνηση στο μπαλκόνι η οποία ανάβει τον πόθο ή μια μπουγάδα που ανεμίζει «σεντόνια εσώρουχα φουστάνια» ή ένα παντζούρι που ανοιγοκλείνει, εξάπτοντας τη φαντασία. Η γραφή του Κουτσούνη είναι, ωστόσο, προσωπική, λαμπερή, μεταφορική και συμβολική, με πλήθος αντιθέσεις που δείχνουν το διπλό είδωλο της ζωής στον καθρέφτη, του έρωτα και του θανάτου, της νεότητας και του γήρατος, της απόλαυσης και του ζόφου. Χειρίζεται τη γλώσσα με μαεστρία και ευρηματικότητα, παιχνιδίζοντας με τις λέξεις πότε με χάρη και πότε με αυτοσαρκασμό […]. Ελέγχει τη γλώσσα του ώστε να μην καταλήγει σε αχαλίνωτο συναισθηματισμό και ακραίο ερωτισμό αλλά χτίζει τον αισθησιασμό των ποιημάτων του με υπονοούμενο τρόπο, με τη χρήση καίριων λέξεων και εμπνευσμένων συνειρμών: «Αν και τα χρόνια με βάραιναν σθεναρά σε πολιόρκησα μικρή μου κι εγώ σε θέλω μου έλεγες ευτυχώς κεκλεισμένων των μηρών» (intermedio v, σελ. 39) Ο Στάθης Κουτσούνης εκπροσωπεί επάξια τη γενιά του ’80 με μια ποίηση δυναμική, τολμηρή, εκφραστική, πλούσια, καλοδουλεμένη και έμφορτη νοημάτων. https://www.oanagnostis.gr/