Ο Φαίδωνας Δημητρίου είναι 26 χρονών, κατάγεται από τα κατεχόμενα χωριά της Κύπρου, Κατωκοπιά και Πάνω Ζώδια, και έχει μεγαλώσει στον Αστρομερίτη. Στο παρόν στάδιο ζει σε ένα μικρό χωριό της Ολλανδίας, το Ναϊμέχεν, ακολουθώντας το δεύτερό του πτυχίο στην ψυχολογία, στο Πανεπιστήμιο Ράντμπουντ. Έχει τελειώσει Μαθηματικά και Στατιστική στο Πανεπιστήμιο της Γλασκόβης, στην Σκωτία, εκεί όπου γεννήθηκε και το ποιητικό του ταξίδι.
Άρχισε λοιπόν να γράφει στον προτελευταίο χρόνο των πρώτων του σπουδών, όπου τα πρώτα του ποιήματα αναδείχθηκαν μέσα από προσωπικές ψυχικές και υπαρξιακές ανησυχίες του. Τρία χρόνια μετά, αλλάζοντας πορεία ζωής, και αποφασίζοντας λοιπόν να εξωτερικεύσει την ποίηση του, οι Εκδόσεις Αλμύρα ήταν ο εκδοτικός οίκος όπου πίστεψε σ’ αυτόν και την γραφή του, γι’ αυτό και βοήθησε τον νεαρό να εκδώσει την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο «ύπαρξις».
Απώτερος σκοπός της συλλογής αυτής είναι να αποτελέσει έναυσμα για προβληματισμό ως προς τον εαυτό, το περιβάλλον και την κοινωνία. Μέσα από μια εγγενή μελαγχολία και λανθάνουσα αγανάκτηση, γεννιέται κάτι το αντιφατικό – λίγη ομορφιά μέσα στο χάος. Η εναλλαγή μεταξύ της δημιουργίας ελπίδας στα τέλη αρκετών ποιημάτων, αλλά και ισοπέδωσης της σε άλλα, έχει ως στόχο να αναταράξει τον εσωτερικό κόσμο του αναγνώστη μέσα από τις αντιθέσεις, δημιουργώντας προβληματισμούς για τον εαυτό και την ύπαρξη. Έτσι, η συλλογή αυτή ανακινεί μια εσωτερική ζύμωση με κύριο συστατικό την ενδοσκόπηση – αυτογνωσία ως προς το ‘είναι’.
Τέλος, ένα βασικό χαρακτηριστικό κάποιων ποιημάτων είναι η δημιουργία εικόνας. Οι εικόνες, κατά τον καλλιτέχνη, αποτελούν ένα σημαντικό στοιχείο για τον άνθρωπο αφού μέσα από αυτές μπορεί να εμπλουτίσει την κατανόηση δεδομένων πραγμάτων με τον δικό του τρόπο.
“Χρησιμοποιώντας εικόνες ο αναγνώστης μπορεί να ταξιδέψει με την δική του φαντασία μέσα στον δικό μου κόσμο, καθώς μοιραζόμαστε το ίδιο νόημα.”
Δείγματα Γραφής
Η ποίηση εν ύπαρξη.
Δημιουργά με, δημιουργώντας την.
Άμμαν γράφω ποίηση, καθρεφτίζουμαι.
Θωρώ έναν εαυτό που ’εν έξερα ότι υπήρχεν.
Ζωντανέφκει κάτι ξένο, κάτι τζαινούρκο·
κάτι που μπορεί να με φοιτσιάσει,
επειδή κάθε έκπληξη φέρνει τζαι φόο μαζί της.
Όμως η ποίηση έννεν μόνο για μένα.
Έν’ για τον κόσμο· να θωρεί, να καθρεφτίζεται,
να μαθαίνει τζαι να νιώθει.
Έν’ για το ξύπνημα ενός μέρους
της κοινωνίας, για την κοινωνία.
Ενός μέρους της φύσης, για την φύση.
Ενός μέρους του εαυτού, για τον εαυτό.
Ενός μέρους της σκέψης, για να σκέφτεται.
Η ποίηση έν’ έρωτας. Γι’ αυτόν γράφουμε.
Για να ερωτευκούμαστεν ο ένας τον άλλον.
Η ποίηση έν’ εγώ, εσύ, η ποίηση έν’ εμείς.
Τζαι ποιητές είμαστεν, επειδή
ε ί μ α σ τ ε ν
Ο πλούτος
Οι λέξεις μπορεί να ’ναι
το πάντα και το τίποτα,
τα χρώματα
μπορεί να ’ναι κι άχρωμα
Ένας καφές
μπορεί να ’ναι ένας καφές,
μπορεί να ’ναι κι όμως
ένας πλούτος
της καρδιάς, της ηρεμίας, της γαλήνης, της απέραντης
άγνοιας, της ξεγνοιασιάς, του ήλιου που σ’ αγγίζει
Ένας πλούτος της βεράντας
με το πράσινο γρασίδι,
με το εξογκωμένο απ’ τη βροχή τραπέζι,
που έχει αλλάξει σχήμα.
Και είναι σαν να διαμαρτύρεται, μα χαμογελάει,
με την κακομαθημένη γάτα που ’ρχεται όταν πεινάσει
Το δέντρο με τη σκιά του,
ο πλούτος της μπουγάδας των ρούχων,
των αδειανών χρηματοκιβωτίων,
των περαστικών με τους σκύλους χωρίς κολάρα,
των παιδιών με τα ποδήλατα και τα παγωτά
Ο πλούτος του γείτονα, που δεν ανοίγει
το παράθυρό του ποτέ.
Και της Ιταλίδας, που μένει με τη μητέρα της
για λίγο καιρό
Μπορεί να ’ναι μια μέρα
Μπορεί να ’ναι και ο πλούτος της απλότητας
Φεύγεις;
Να δουλεύεις όλη μέρα
να πασχίζεις όλη μέρα
να τρέχεις όλη μέρα·
αυτό ήρθες να κάνεις;
Να πίνεις, να μεθάς
να τσιγαρίζεις, να ρουφάς
να χώνεσαι σε ηδονές·
αυτό ήρθες να κάνεις;
Να μην ανοίγεις την κουρτίνα το πρωί
ν’ απομονώνεσαι στο σπίτι
να εισπνέεις μίζερο, ακάθαρτο αέρα·
αυτό ήρθες να κάνεις;
Να ξυπνάς και να κοιμάσαι
να ξαναξυπνάς και να φοβάσαι
χωρίς επιστροφή λάθη μην κάνεις·
αυτό ήρθες να κάνεις;
Να χάνεσαι μέσα σου
να πλανιέσαι άσκοπα
να ονειρεύεσαι·
αυτό ήρθες να κάνεις;
Να γεννιέσαι, να πεθαίνεις
να επαναλαμβάνεσαι
μέσα απ’ τη φύση
στα πουλιά που κελαηδούν,
να ζεις με τα λουλούδια που μαραίνονται,
να πεθαίνεις
να σε παίρνει ο αέρας
να σε λιώνει ο ήλιος
να σε βλέπει απ’ το παράθυρο
ο γείτονας, που ’ναι περίεργος,
να ποδηλατείς κι όπου σε βγάλει
να σταματάς,
να πιεις καφέ, έξω, στη βεράντα
και να σηκώνεσαι, να αναπνέεις·
αυτό ήρθες να κάνεις.